Επιδαύρια 2019: Η ιστορία του θεάτρου και οι πρώτες παραστάσεις

Η αίσθηση για τον ηθοποιό, τον κάθε ερµηνευτή που θα βρεθεί στη σκηνή της είναι µοναδική, σαν να βρίσκεται στο κέντρο του κόσµου: Νιώθει ένα δέος απέναντι στην ιστορία του θεάτρου, στο µέγεθός του, σε αυτήν την εξαιρετική δηµιουργία του ανθρώπου που έγινε για να αναδείξει την τέχνη της υποκριτικής. Είναι ένα θέατρο που προσεγγίζει την τελειότητα. Aλλωστε, αυτή η µεγαλειώδης κατασκευή είναι φτιαγµένη για να βοηθά τον ηθοποιό να ξεδιπλώνει το ερµηνευτικό ταλέντο του, µέσα σε ένα ιδανικό σκηνικό µέθεξης ανάµεσα στη θεατρική πράξη και το κοινό που έρχεται να κοινωνήσει αυτήν την πανάρχαια τέχνη. Υπάρχει κάτι το µαγικό, κάτι το ιερό, κάτι το θαυµαστό σε αυτό το θέατρο που εξυψώνει το εφήµερο σε αιώνιο και προσδίδει στη στιγµή µια διάρκεια και µια µοναδικότητα – πέραν του αναµενοµένου.

 

 

Εκεί, σχεδόν πάντα, όταν ολοκληρώνεται η παράσταση, υπάρχει µια διάχυτη αίσθηση πληρότητας για όλους – ηθοποιούς και θεατές. Ισως αυτή ακριβώς η αίσθηση να λέγεται ευτυχία. Και, βέβαια, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Εάν ανατρέξει κανείς στη µακρά ιστορία αυτού του θεάτρου, θα αντιληφθεί ότι το µεγαλείο του σµιλεύτηκε στο πέρασµα του χρόνου. Αλλά ήταν από την αρχή ένα κοµψοτέχνηµα -τεχνικό, αρχιτεκτονικό, αισθητικό- ικανοποιώντας κατά τρόπο απόλυτο όλες εκείνες τις παραµέτρους που αναζητούνται πάντοτε πίσω από το κλασικό, το διαχρονικό. Ενδεχοµένως το ανεπανάληπτο.

 

 

14.000 ΘΕΑΤΕΣ

 

 

Το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του ιερού που ήταν αφιερωµένο στον θεραπευτή θεό της αρχαιότητας, τον Ασκληπιό, στο ΑσκληπιείοΕπιδαύρου. Είναι χτισµένο στη δυτική πλαγιά του Κυνόρτιου όρους, κοντά στο σηµερινό Λυγουριό της Αργολίδας, και θεωρείται το τελειότερο αρχαίο ελληνικό θέατρο από άποψη ακουστικής και αισθητικής. Το θέατρο κατασκευάστηκε σε δύο διακεκριµένες φάσεις. Η πρώτη τοποθετείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., περί το τέλος της πρώτης περιόδου ακµής του Ασκληπιείου, που συνοδεύτηκε από σηµαντική οικοδοµική ανάπτυξη. Η δεύτερη συµπίπτει µε τα µέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Ο αρχιτέκτονας αυτού του σπουδαίου έργου ήταν ο Πολύκλειτος ο Νεότερος, όπως αναφέρει o Παυσανίας. Ο αρχαίος περιηγητής επισκέφθηκε το Θέατρο της Επιδαύρου γύρω στα µέσα του 2ου αιώνα µ.Χ., εκφράζοντας έναν απερίφραστο θαυµασµό για την οµορφιά, την αρµονία του, την εκπληκτική ακουστική του.

 

 

Με µέγιστη χωρητικότητα 14.000 θεατών, το θέατρο φιλοξενούσε τους µουσικούς, ωδικούς και δραµατικούς αγώνες που συµπεριλαµβάνονταν στη λατρεία του Ασκληπιού. Το µνηµείο διαθέτει τη χαρακτηριστική τριµερή διάρθρωση ενός ελληνιστικού θεάτρου, διαθέτει δηλαδή κοίλο, ορχήστρα και σκηνικό οικοδόµηµα. Το θέατρο λειτουργούσε απρόσκοπτα επί αρκετούς αιώνες. Ωσπου το 395 µ.Χ. οι Γότθοι, που εισβάλλουν στην Πελοπόννησο, προκαλούν σοβαρές καταστροφές στο Ασκληπιείο. Και σαν να µην έφτανε αυτό, το 426 µ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει µε διάταγµα τη λειτουργία των Ασκληπιείων και το Θέατρο της Επιδαύρου κλείνει οριστικά ύστερα από σχεδόν 1.000 χρόνια λειτουργίας.

 

 

Έπειτα, λοιπόν, από τη µεγάλη ακµή θα ακολουθούσε η απόλυτη παρακµή, µε τις καταστροφές και τις ανθρώπινες επεµβάσεις να ολοκληρώνουν την ερήµωση του χώρου. Αλλά το κοίλο του θεάτρου θάβεται σε προσχώσεις µικρού βάθους και διασώζεται! Από την άλλη, τα ερείπια της σκηνής λεηλατούνται συστηµατικά στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Το 1881 είναι µία ιστορική χρονιά για το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: η Αρχαιολογική Εταιρεία ξεκινά συστηµατική ανασκαφή. Και όπως θα ανέµενε κανείς, το συγκεκριµένο θέατρο δεν θα αργούσε να τραβήξει την προσοχή της ελληνικής κοινής γνώµης της εποχής, που διακατέχεται από το ιδεολόγηµα της ιστορικής συνέχειας µε το ένδοξο αρχαίο ελληνικό παρελθόν. Οσο για την επανεµφάνιση του καλοδιατηρηµένου πια θεάτρου, ξακουστού ήδη από την αρχαιότητα, συσχετίζεται άµεσα µε την αναβίωση του αρχαίου δράµατος.

 

 

Το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε εκεί µετά την αρχαιότητα ήταν, το 1938, η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε µετάφραση Ι. Γρυπάρη και σκηνοθεσία ∆ηµήτρη Ροντήρη, µε την Κατίνα Παξινού στον οµώνυµο ρόλο. Το έργο παίχτηκε στην αρχαία ορχήστρα του «ωραιότερου θεάτρου του κόσµου» χωρίς σκηνικά, µε το φυσικό φως του απογεύµατος. Τη διοργάνωση της ιστορικής αυτής παράστασης είχε αναλάβει η Περιηγητική Λέσχη, µε στόχο την καθιέρωση στη συνέχεια ετήσιας «σεζόν Επιδαύρου». Αλλά ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος και στη συνέχεια ο Εµφύλιος έµελλε να αναστείλουν αυτά τα σχέδια. Κάπως έτσι, τα Επιδαύρια θα ξεκινήσουν ουσιαστικά το 1954, µε τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, πάλι σε σκηνοθεσία Ροντήρη, ενώ η επίσηµη έναρξή τους θα συµπέσει µε την εκκίνηση του Φεστιβάλ Αθηνών, το 1955, µε τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί την «Εκάβη». Και αυτή δεν ήταν παρά µόνο η αρχή για το παγκοσµίου φήµης και εµβέλειας Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.

 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ

 

 

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η καταξίωση δεν ήρθε από τη µια µέρα στην άλλη. Έχει φιλοξενήσει µερικά από τα πλέον σηµαντικά ονόµατα του θεάτρου, του χορού και της µουσικής, από την ελληνική και τη διεθνή σκηνή. Ακόµα µία ιστορική χρονιά στη νεότερη εποχή για το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου είναι το 1957, όταν υποδέχεται τον Αριστοφάνη! Είναι ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολοµός και ο σκηνογράφος Γιώργος Βακαλό οι οποίοι θα διαµορφώσουν πρώτοι το ύφος των παραστάσεων της αττικής κωµωδίας, που πλέον χαρακτηρίζεται από µια νεοκλασικίζουσα κοµψότητα, ένα σκηνικό σε αισθητική ενότητα µε τα κοστούµια, στοιχεία από τα αγγεία, από τα ειδώλια, αλλά και από την αθηναϊκή αποκριά, ζωηρά χρώµατα, πάντοτε εναρµονισµένα στον χώρο. Πάντως, το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, από τότε που άρχισε να χρησιµοποιείται και πάλι, δεν είχε ποτέ κάτι το «µουσειακό».

 

 

Η σκηνή του ήταν πάντα ολοζώντανη, ευγενική µε όσους τη σέβονταν, αλλά και αµείλικτη µε όσους δεν προσαρµόζονταν στις ιδιαιτερότητές της: τους «κατάπινε»! Και το κοινό, όποτε το ένιωθε αυτό, γινόταν ένας ιδιαίτερα σκληρός κριτής που δυσκολευόταν να αναγνωρίσει ελαφρυντικά – δικαίως ή αδίκως. Όπως συνέβη µε τις «Βάκχες» του Ευριπίδη το 1997, σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκχοφ. Ο Γερµανός σκηνοθέτης θεωρήθηκε τότε «προκλητικός» και «ιερόσυλος». Αλλά η πρώτη φορά που αποδοκιµάστηκε παράσταση ήταν µε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή το 1984, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεµούνδου. Για την εποχή, εκείνη η παράσταση είχε θεωρηθεί υπέρ το δέον µοντέρνα και νεω- τεριστική. Τελικά, αυτό που είναι το πιο ενδιαφέρον όταν ανατρέχει κανείς στο παρελθόν του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου είναι ότι η ιστορία του δεν αφορά κάτι που έγινε, αλλά κάτι που γίνεται, που συντελείται, που έρχεται. Και αυτή, βέβαια, δεν είναι άλλη από τη µεγάλη Ιστορία, η οποία, απλώς, συνεχίζεται…

 

ethnos.gr