Παναγιώτης Ανδρικόπουλος: Περί του ιερού κλήρου και της Εκκλησιαστικής Περουσίας

Το ζήτημα των σχέσεων του Ελληνικού Κράτους και της Εκκλησίας δεν είναι καινούργιο. Πριν αναγνωρισθεί ακόμη το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος με τον Πατριαρχικό τόμο του 1850, ο αντιβασιλέας Mauer με διάταγμα το 1833 αποφασίζει τη διάλυση των μονών που διέθεταν λιγότερο από έξι μοναχούς με την περιέλευση της περιουσίας στο Κράτος χωρίς αποζημίωση . Κατά τους τότε υπολογισμούς οι Ιερές Μονές διέθεταν το 1/3 των γαιών του Ελληνικού Κράτους.

 

Στους μεταγενέστερους χρόνους η πιο γνωστή μεταρρύθμιση επέρχεται με το ν. 1700/1987 που προβλέπει ότι όσα ακίνητα νέμεται η Εκκλησία από το 1952 χωρίς τίτλο θεωρούνται ακίνητα του Δημοσίου και περιέρχονται στον Οργανισμό Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Ο τότε Aρχιεπίσκοπος Σεραφείμ και ο Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ορίζουν τους όρους του διακανονισμού και 149 Ιερές Μονές υπογράφουν. Οκτώ προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά του νόμου Τρίτση και δικαιώθηκαν το 1994.

 

Από το 1945 το Δημόσιο αναλαμβάνει τη μισθοδοσία των κληρικών με τον αναγκαστικό νόμο 536/1945. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποφάσεις του από το 1983 αποσαφήνισε ότι οι κληρικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 103 του Συντάγματος αφού δεν ασκούν δημόσια εξουσία, αλλά θρησκευτικοί λειτουργοί και μάλιστα μόνιμοι λειτουργοί όπως προβλέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος , άρθρο 37 του ν. 590/1977.

 

Η επιχειρούμενη διευθέτηση των σχέσεων εκκλησίας-κράτους είναι μεροληπτική, κοντόφθαλμη και ιδιαίτερα περιορισμένη.

 

  1. Τα δύο μέρη δεν διαθέτουν την απαραίτητη νομιμοποίηση, αφ’ ενός η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει ποια διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης θα ακολουθήσει και δεν έχει εξασφαλίσει προς τούτο την απαραίτητη συναίνεση των πολιτικών κομμάτων προς επίτευξη της απαραίτητης Πλειοψηφίας στη Βουλή, αφ’ ετέρου ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος διεφάνη από τις ψηφοφορίες που ακολούθησαν στην Ιερά Σύνοδο ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο αριθμό Ιεραρχών για να επιβάλλει τις απόψεις του.
  2. Η μεταρρύθμιση περιορίστηκε στην μετατόπιση του βάρους της μισθοδοσίας από την κεντρική κυβέρνηση στις Μητροπόλεις δημιουργώντας ένα κλίμα ανασφάλειας στις τάξεις των κληρικών το οποίο επιφορτίζεται επιπλέον από το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι πολύτεκνοι.
  3. Δεν αναζητήθηκε, δεν συζητήθηκε,  ούτε οριοθετήθηκε ο σύγχρονος ρόλος της Εκκλησίας στο πλευρό των αναξιοπαθούντων, των αποκλεισμένων, των αδυνάτων, η ενίσχυση της ως κοινωνικός εταίρος.

 

 

Παναγιώτης Σ. Ανδρικόπουλος