Κορινθία: Η συμμορία των 2 εκατομμυρίων ευρώ - Πως έπαιρναν τα χρήματα και οι κωδικές τους ονομασίες

Σε ακριβά αυτοκίνητα, πολυτελείς ανακαινίσεις σπιτιών και αγορές οικοπέδων «επένδυαν» τα χρήματα που υφάρπαζαν από ανυποψίαστους πολίτες τα αρχηγικά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που ειδικεύονταν σε ηλεκτρονικές απάτες και έπεσαν πρόσφατα στα «δίχτυα» της ΕΛ.ΑΣ.

 

Τουλάχιστον από τις αρχές Νοεμβρίου του 2021, τα μέλη της συμμορίας, χρησιμοποιώντας ως κέντρο δράσης οικήματα στην περιοχή του Ζευγολατιού Κορινθίας, είχαν εγκαταστήσει επιχειρησιακό-τηλεφωνικό κέντρο, μέσω του οποίου  πραγματοποιούσαν σε καθημερινή βάση εκατοντάδες κλήσεις πανελλαδικά, καταφέρνοντας με την δράση τους να αποκομίσουν ποσά που, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., προσεγγίζουν τα 2.000.000 ευρώ.

 

Ως αρχηγοί της οργάνωσης εμφανίζονται δύο αδέρφια τα οποία χρησιμοποιούσαν ως ψευδώνυμο τα ονόματα «Πατάπιος Καλύβας» και «Άκης Καλύβας». Οι δύο άνδρες φαίνεται πως είχαν ακριβά γούστα καθώς από τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση προκύπτει πως με τα χρήματα που κέρδιζαν αγόραζαν ακριβά αυτοκίνητα, ανακαίνιζαν τα σπίτια τους και επένδυαν σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες όπως, για παράδειγμα, στην ενοικίαση χώρου στάθμευσης στην περιοχή των Εξαρχείων ή στο άνοιγμα κέντρων διασκέδασης. 

 

H δομή της οργάνωσης

 

Συμμορία εξαπάτησης πολιτών στην Κορινθία: Οι «επενδύσεις» των αρχηγών και οι κωδικές ονομασίες-1

 

Το modus operandi

 

Τα μέλη της συμμορίας, τα οποία είχαν άριστη γνώση της τεχνολογίας, εμφανίζονταν ως επιφανείς πολίτες, προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο υπόσταση στον χαρακτήρα που υποδύονταν, ενώ έπειθαν για την φερεγγυότητά τους, αποστέλλοντας φωτογραφίες πλαστών ταυτοτήτων, σφραγίδων, διαφημιστικών καρτών και τιμολογίων, που είχαν επεξεργαστεί προηγουμένως.

 

Ενδεικτικά σενάρια που χρησιμοποιούσαν ήταν να προσποιούνται:

 

- Τους πωλητές οχημάτων ή αντικειμένων, σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, ώστε να δημιουργήσουν την ιδέα της συμφέρουσας αγοράς,

 

- Τους αγοραστές και αφού εντόπιζαν πρόσφατες αγγελίες κάθε είδους, με το πρόσχημα της άμεσης αγοράς και της άμεσης καταβολής χρημάτων, έπειθαν τα υποψήφια θύματά τους, και

 

- Τους πελάτες σε ξενοδοχειακές μονάδες ή άλλες επιχειρήσεις όπου χρησιμοποιούσαν το τέχνασμα της μεγάλης παραγγελίας ή της κράτησης μεγάλης διάρκειας, προφασιζόμενοι άμεσα προκαταβολή, ώστε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των θυμάτων τους.

 

Μετά την αρχική προσέγγιση, χρησιμοποιούσαν τρεις μεθοδολογίες για να αποσπάσουν χρήματα:

 

– Στις περιπτώσεις αγοραπωλησίας οχημάτων, έπειθαν τα θύματά τους να καταβάλουν προκαταβολή ως «καπάρο» και στη συνέχεια προφασιζόμενοι φορολογικούς και λογιστικούς λόγους ζητούσαν μεγαλύτερο ποσό, τάζοντας δήθεν καλύτερη τιμή λόγω της παρεξήγησης που δημιουργήθηκε.

 

Αν τα θύματα ήταν δύσπιστα, έθεταν ένα μελετημένο τέχνασμα σε εφαρμογή, με δήθεν μεταφορά χρημάτων από την πλευρά τους ως διευκόλυνση προς τον αγοραστή, ώστε στη συνέχεια να του αποσπάσουν τον τραπεζικό του λογαριασμό και να του αποστείλουν δήθεν απόκομμα-απόδειξη της μεταφοράς χρημάτων από άλλο τραπεζικό ίδρυμα. Έτσι ο αγοραστής θεωρώντας ότι η μεταφορά θα πραγματοποιούνταν μετά από κάποιες μέρες, προέβαινε από μέρους του στην καταβολή των χρημάτων που θεωρούσε ότι του είχαν πιστωθεί προηγουμένως.

 

– Αποσπούσαν με διάφορα τεχνάσματα πληροφορίες ηλεκτρονικής τραπεζικής και αποκτούσαν πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων τους, μέσω διαδικτύου. Λόγω του ότι αυτά τα τεχνάσματα δεν πετύχαιναν πάντα, ανακάλυψαν έναν άλλο τρόπο ώστε να αποσπούν από τα θύματά τους τα στοιχεία ηλεκτρονικής εφαρμογής συγκεκριμένης τράπεζας, μέσω της αυτοματοποιημένης διαδικασίας ανάκτησης κωδικού πρόσβασης και χρήσης κωδικού μιας χρήσης.

 

– Κατάρτιζαν και απέστελλαν στα υποψήφια θύματά τους κατάλληλα σχεδιασμένα γραπτά μηνύματα (SMS), τα οποία εμφαίνονταν ότι προέρχονταν από την τράπεζά τους και περιείχαν υπερσύνδεσμο – link , ο οποίος οδηγούσε σε κατάλληλα διαμορφωμένο περιβάλλον, που προσομοίαζε με την αρχική ιστοσελίδα τράπεζας, όπου τους ζητούνταν να κάνουν σύνδεση συμπληρώνοντας το όνομα χρήστη (username) και τον κωδικό πρόσβασης (password).

 

Συμπληρώνοντας τα στοιχεία τους για την είσοδο στο e-banking, τα μέλη της οργάνωσης αποκτούσαν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς τους και προέβαιναν στην άμεση μεταφορά χρηματικών ποσών.

 

Περαιτέρω, για τη μεταφορά των χρημάτων που αποσπούσαν από τα θύματά τους, χρησιμοποιούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους προμηθεύονταν έναντι αμοιβής από άτομα, τα λεγόμενα money mules, που βρίσκονται σε οικονομική ανάγκη, με την αμοιβή τους να κυμαίνεται από 200 έως 500 ευρώ. Παράλληλα, φρόντιζαν μέσω των κατόχων των λογαριασμών να έχουν ενεργοποιηθεί τα μέγιστα όρια αναλήψεων που τους παρείχαν τα τραπεζικά ιδρύματα, έτσι ώστε ο κάθε λογαριασμός να είναι στο μέγιστο βαθμό αξιοποιήσιμος.

 

Επιπρόσθετα, μετά την ολοκλήρωση της πράξης, τα μέλη της οργάνωσης ενημέρωναν τους ανωτέρω δικαιούχους των λογαριασμών που χρησιμοποιήθηκαν, να δηλώσουν την απώλεια ή την κλοπή της τραπεζικής κάρτας που συνδέεται με τον λογαριασμό.

 

Επίσης, στις περιπτώσεις που είχαν αποκτήσει παρανόμως πρόσβαση σε λογαριασμό θύματος, ο οποίος δεν διέθετε χρήματα, τον καθιστούσαν ως «ενδιάμεσο σταθμό» μεταφοράς χρημάτων που προέρχονταν από άλλες ηλεκτρονικές απάτες.

 

Με την ολοκλήρωση της απόσπασης-αφαίρεσης των χρηματικών ποσών από τα υποψήφια θύματα τους, ενημέρωναν τα μέλη, τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την ανάληψη των χρημάτων από Α.Τ.Μ. και πραγματοποιούσαν άμεσα τις αναλήψεις, λαμβάνοντας μέτρα προστασίας (μάσκες, κουκούλες κλπ).

 

Τα μέτρα προστασίας και οι κωδικές ονομασίες 

 

Η οργάνωση λάμβανε ιδιαίτερα μέτρα προστασίας προκειμένου η δράση της να μην αποκαλυφθεί από τις αστυνομικές αρχές.

 

Ειδικότερα τα μέλη της συμμορίας διατηρούσαν την ανωνυμία τους μέσα από ψεύτικους λογαριασμούς σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογές του διαδικτύου, ενώ για τις επικοινωνίες με τα θύματά τους, καθώς και για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά «επιχειρησιακές» συνδέσεις (Ghostnumbers) που έχουν εκδοθεί σε τρίτα πρόσωπα ή αλλοδαπούς υπηκόους (αχυράνθρωπους), καθώς και διαδικτυακές εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο των μέτρων προστασίας που λάμβανε η οργάνωση για να μην αποκαλυφθεί η δράση της, συνεννοούνταν με κωδικοποιημένες λέξεις – φράσεις και χαρακτηριστική διάλεκτο ενώ όπως διαπιστώθηκε, χρησιμοποίησαν 48 συσκευές κινητής τηλεφωνίας και 153 τηλεφωνικές συνδέσεις.

 

Οι κωδικές ονομασίες που χρησιμοποιούσαν κατά την επικοινωνία τους ήταν οι εξής: «Μπλε» ή «Μπύρα Άλφα» σήμαινε κάρτα-λογαριασμός της Alpha Bank, «πράσινη», «Παναθηναϊκός» ή «έβερ» σήμαινε κάρτα-λογαριασμός της Εθνικής, «κίτρινη» ή «μπανάνα» σήμαινε κάρτα-λογαριασμός της Πειραιώς, «κόκκινη» ή «eurovision» ήταν κάρτα-λογαριασμός της Eurobank, «μεταχειρισμέ» σήμαινε κάρτα-λογαριασμός που έχει χρησιμοποιηθεί ξανά, «μπαλαμοί» ήταν οι δικαιούχοι καρτών-λογαριασμών, «ντανέ» ήταν οι τηλεφωνικοί αριθμοί σύνδεσης, «β» σήμαινε αριθμός-σύνδεση της Vodafone, «κ» ή «πράσινη» ήταν οι αριθμοί-συνδέσεις της Cosmote, «πράγματα» σήμαινε κάρτες, λογαριασμοί ή συνδέσεις και «λοβέ» ήταν τα χρήματα. 

 

«Η ζημιά δεν είναι της τάξης των 2 εκ. ευρώ»

 

Για την υπόθεση τοποθετήθηκαν, μιλώντας στο kathimerini.gr, οι συνήγοροι δύο εκ των κατηγορουμένων, Ο κύριος Ιωάννης Γλύκας και ο κ. Δημήτρης Μπελδέκος, δήλωσαν στην «Κ», πως πρόκειται για μία σύνθετη και ογκώδη υπόθεση με πολλούς κατηγορούμενους και περισσότερα από 200 θύματα.

 

«Παρόλα αυτά θεωρούμε ότι από την προσεκτική μελέτη του διαβιβαστικού θα αναδειχθούν οι πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης και κυρίως το θέμα της φερόμενης ζημιάς, η οποία επ’ουδενί δεν είναι της τάξης των 2.000.000 ευρώ όπως διατείνεται η ΕΛ.ΑΣ.» κατέληξαν.