ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ
Ο Χαβιέρ Ριμπάλτα δεν ακολούθησε το ρεύμα, ούτε διάλεξε την προφανή λύση. Σε μια ΑΕΚ πληγωμένη, καχύποπτη και χωρίς σταθερό έδαφος, επέμεινε σε έναν προπονητή που έπρεπε πρώτα να πιστέψουν άλλοι πριν έρθει.
Ο Χαβιέρ Ριμπάλτα δεν ήταν από εκείνους που ανακάλυψαν τον Μάρκο Νίκολιτς εκ των υστέρων, ούτε από εκείνους που πείστηκαν βλέποντας απλώς ένα βιογραφικό γεμάτο τίτλους και παραστάσεις. Η άποψή του για τον Σέρβο τεχνικό ήταν διαμορφωμένη εδώ και χρόνια, ειπωμένη μάλιστα δημόσια, χωρίς περιστροφές.
Εκείνο που ξεχώριζε πάντα στο μυαλό του δεν ήταν μόνο η ικανότητα του Νίκολιτς να στήνει ομάδες με αρχή, μέση και τέλος, αλλά η ευστροφία του στη διάρκεια των αγώνων, η καθαρότητα σκέψης στις κρίσιμες αποφάσεις και -κυρίως- ο τρόπος που διαχειριζόταν ανθρώπους και αποδυτήρια χωρίς φωνές, χωρίς εξάρσεις, με δικαιοσύνη.

Ο “βασιλιάς” της Μόσχας και η απρόσμενη απόφαση
Όταν, όμως, ήρθε η ώρα να γίνει η σκέψη πράξη, το εγχείρημα μόνο απλό δεν ήταν. Ο Νίκολιτς βρισκόταν στη Μόσχα, στην ΤΣΣΚΑ, με ένα μεγάλο συμβόλαιο και ένα περιβάλλον που τον αντιμετώπιζε ως “βασιλιά”.
Είχε τον απόλυτο σεβασμό της διοίκησης, την εμπιστοσύνη των παικτών και την αίσθηση ότι τίποτα δεν του έλειπε. Δεν υπήρχε προφανής λόγος να φύγει. Γι’ αυτό και η αποχώρησή του προκάλεσε πραγματική έκπληξη στους ανθρώπους της ρωσικής ομάδας.
Δεν ήταν μια κίνηση που έμοιαζε προγραμματισμένη ή αναμενόμενη. Ήταν μια απόφαση που έπρεπε να εξηγηθεί.
Η ΑΕΚ στο σημείο μηδέν
Από την άλλη πλευρά, η ΑΕΚ δεν ήταν ακριβώς το ιδανικό “δέλεαρ”. Ερχόταν από μια καταστροφική τελική ευθεία στη σεζόν, με επτά συνεχόμενες ήττες σε ντέρμπι από Άρη, ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό, με διαλυμένη ψυχολογία, αγωνιστική σύγχυση και έντονη πολεμική προς την ιδιοκτησία, η οποία είχε μόλις έναν χρόνο στα ηνία.
Ένα club πληγωμένο, καχύποπτο, κουρασμένο. Για έναν προπονητή που είχε μάθει να εργάζεται με σταθερότητα και σεβασμό, η πρόκληση έμοιαζε περισσότερο ρίσκο παρά ευκαιρία.
Το πρώτο case: η επιμονή προς τα μέσα
Κάπου εκεί ξεκινά ο ρόλος του Ριμπάλτα, όχι απλώς ως τεχνικού διευθυντή, αλλά ως ανθρώπου που αποφάσισε να πάρει επάνω του όλο το βάρος της επιλογής. Έπαιξε, ουσιαστικά, σε δύο ταμπλό.
Το πρώτο ήταν εσωτερικό. Έπρεπε να πείσει την ιδιοκτησία και τον Μάριο Ηλιόπουλο ότι ο Νίκολιτς ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να σηκώσει μια ομάδα από το ναδίρ, όχι με μαγικές κινήσεις, αλλά με σχέδιο, χρόνο και καθαρές γραμμές. Επέμεινε. Ανέλυσε. Έθεσε τα δεδομένα με ρεαλισμό, χωρίς να ωραιοποιήσει καταστάσεις. Ήταν μια επιλογή που δεν χάιδευε αυτιά, αλλά υποσχόταν ουσία.
Το δεύτερο case: να πειστεί ο ίδιος ο Νίκολιτς
Το δεύτερο ταμπλό ήταν ακόμη πιο απαιτητικό. Να πείσει τον ίδιο τον Νίκολιτς να αφήσει τη σιγουριά της Μόσχας και να έρθει στην Ελλάδα για κάτι που, εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε ασταθές. Εκεί δεν μίλησε με όρους “εδώ και τώρα”. Δεν του πούλησε εύκολες επιτυχίες ούτε γρήγορες αποθεώσεις.
Του παρουσίασε ένα πρότζεκτ με ορίζοντα, με ξεκάθαρο πλάνο για το αγωνιστικό μοντέλο, τη στελέχωση, τον ρόλο του προπονητή και την προστασία του μέσα σε ένα περιβάλλον που έπρεπε να ξαναχτιστεί σχεδόν από την αρχή. Μακροπρόθεσμη επιτυχία, ανεξαρτήτως του πώς θα κυλούσαν οι πρώτοι μήνες.
Το σχέδιο πάνω από το αποτέλεσμα
Αυτό ήταν το κλειδί. Ο Νίκολιτς δεν πείστηκε επειδή η ΑΕΚ “τα πάει περίφημα” νωρίς. Πείστηκε γιατί του μίλησαν με ειλικρίνεια για το τι ήταν η ΑΕΚ και τι μπορούσε να γίνει. Γιατί είδε έναν άνθρωπο απέναντί του που ήταν διατεθειμένος να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά, να στηρίξει την επιλογή του μέχρι τέλους και να μην κρυφτεί πίσω από αποτελέσματα.
Όταν η βάση μπαίνει πριν από τον ενθουσιασμό
Η απόφαση να αφήσει την ΤΣΣΚΑ δεν ήταν εύκολη και δεν πάρθηκε ελαφρά τη καρδία. Ήταν όμως συνειδητή. Και, όσο κι αν σήμερα η εικόνα της ΑΕΚ δείχνει να δικαιώνει γρήγορα τους πρωταγωνιστές, η ουσία βρίσκεται αλλού: στο ότι η βάση αυτής της συνεργασίας χτίστηκε όχι πάνω στον ενθουσιασμό της στιγμής, αλλά πάνω σε ένα σχέδιο που είχε ειπωθεί και συμφωνηθεί πριν παιχτεί το πρώτο παιχνίδι.
Το πεντάωρο ραντεβού που “κλείδωσε” την απόφαση
Όταν ο Ριμπάλτα είχε πλέον κάνει το δύσκολο κομμάτι και ο Νίκολιτς είχε πειστεί ότι η ΑΕΚ άξιζε το ρίσκο, απέμενε το τελευταίο και πιο ουσιαστικό βήμα. Το πολυσυζητημένο ραντεβού διάρκειας σχεδόν πέντε ωρών ανάμεσα στον Σέρβο προπονητή και τον Μάριο Ηλιόπουλο, στο Βελιγράδι, δεν ήταν τυπικό ούτε διαδικαστικό. Ήταν καθοριστικό.
Γιατί εκεί ο ιδιοκτήτης της ΑΕΚ δεν άκουσε για τον Νίκολιτς από τρίτους, αλλά από τον ίδιο. Άκουσε τον τρόπο σκέψης του, τη φιλοσοφία του, το πώς αντιλαμβάνεται την καθημερινότητα ενός club, τη σχέση με τα αποδυτήρια, την πίεση και την ευθύνη.
Και κάπου μέσα σε εκείνες τις ώρες, έγινε σαφές ότι δεν επρόκειτο απλώς για έναν καλό προπονητή, αλλά για έναν άνθρωπο που μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας ομάδας που έψαχνε ξανά τα θεμέλιά της. Το “ναι” του Ηλιόπουλου δεν ήρθε από πειθώ, αλλά από πεποίθηση.
Μια απόφαση που είχε υπογραφή
Σε τελική ανάλυση, η ιστορία Ριμπάλτα – Νίκολιτς δεν είναι απλώς μια επιτυχημένη προσέγγιση προπονητή. Είναι το παράδειγμα του πώς οι μεγάλες αποφάσεις στο ποδόσφαιρο παίρνονται μακριά από τα φώτα, με επιμονή, επιχειρήματα και τη διάθεση να αναλάβεις την ευθύνη μέχρι τέλους. Και αυτό, σε ένα club που έψαχνε ξανά τον εαυτό του, ίσως να ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα.











