Οι επόμενες κινήσεις Τσίπρα, η κυριαρχία Μητσοτάκη, και η αλλαγή των συσχετισμών

Με ευρηματικό τρόπο και μία αναγωγή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Χρ. Γιαννούλης υποστήριξε θερμά την πιθανότητα ο Αλέξης Τσίπρας να ιδρύσει νέο πολιτικό κόμμα. “Ο προοδευτικός χώρος”, είπε, “χρειάζεται έναν Φέρεντς Πούσκας, που θα ενώσει τις δυνάμεις του και θα μας οδηγήσει στο Γουέμπλεϊ, όπως έγινε με τον Παναθηναϊκό”. Αν και ΠΑΟΚτζής (εκλέγεται στην Α’ Θεσσαλονίκης), παρομοίασε την εγχώρια κεντροαριστερά με την ιστορική ομάδα του τριφυλλιού και τον πρώην πρωθυπουργό με τον προπονητή- θρύλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

 

Εκείνο που δεν είπε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στον τελικό του Γουέμπλεϊ, το 1971, ο Άγιαξ του Γιόχαν Κρόϊφ νίκησε τελικά τον Παναθηναϊκό των Δομάζου, Αντωνιάδη, Οικονομόπουλου, Φυλακούρη και όλων των άλλων, με 2-0. Είναι έτοιμος ο Αλ. Τσίπρας να φτάσει σε έναν ακόμα (εκλογικό) τελικό και να χάσει από τον Κυρ. Μητσοτάκη;

 

Οι πληροφορίες αναφέρουν πως είναι. Οι διεργασίες για την ίδρυση νέου κόμματος στην κεντροαριστερά λαμβάνουν υπόψη τους ότι ο στόχος επιστροφής στη διακυβέρνηση δεν αναμένεται να υλοποιηθεί στις εκλογές του 2027, αλλά στις μεθεπόμενες, υπό την εκτίμηση, μάλιστα, πως η επόμενη (τρίτη κατά σειρά) κυβερνητική θητεία της Ν.Δ θα είναι σχετικά βραχύβια, και πάντως όχι τετραετίας. Γι’ αυτό και στην παρέμβασή του στην εκδήλωση του Ινστιτούτου έκανε λόγο για “εθνικό όραμα πενταετίας”.

 

Πρώτο βήμα το φθινόπωρο;

 

Οι ίδιες πληροφορίες θέλουν τον πρώην πρωθυπουργό να εκδηλώνει τις τελικές προθέσεις του το φθινόπωρο -το αργότερο μέχρι το τέλος του έτους. Εφόσον ο κύβος ριφθεί, πρώτα θα γίνει το σημαντικό πρώτο βήμα που θα είναι η παραίτησή του από βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, το αντίθετο θα ήταν, άλλωστε, και παράδοξο και ηθικά μεμπτό. Ο Αλ. Τσίπρας έχει δηλώσει όταν παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος, μετά την εκλογική ήττα του 2023 (με 17,8%), ότι “έκλεισε ο ιστορικός κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ”. Λίγοι το θυμούνται πλέον αυτό, ωστόσο είναι σαφές πως επιβεβαιώνεται πλήρως με τη σημερινή δημοσκοπική κατάσταση του κόμματος, αν και αρκετοί του καταλογίζουν ευθύνες γιατί επέτρεψε την άλωση της Κουμουνδούρου από τον Στ. Κασσελάκη και επιτάχυνε την απαξίωση του πολιτικού υποκειμένου που ο ίδιος έκανε κυβέρνηση.

 

Με τον ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, να έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο, και τον άλλοτε ενιαίο χώρο να ταλαιπωρείται πολυδιασπασμένος, η υπέρβαση του πρώην πρωθυπουργού με την ίδρυση ενός νέου πολιτικού φορέα είναι μονόδρομος. Το νέο κόμμα δεν θα έχει καμία αναφορά στο αφήγημα της “κυβερνώσας αριστεράς” του 2012, ήδη, άλλωστε, μιλά μόνο για τον στόχο της προοδευτικής διακυβέρνησης, ρητορική που θα ενταθεί το επόμενο διάστημα καθώς το “rebranding” που ξεκίνησε πριν ένα χρόνο στοχεύει στην δημιουργία ερεισμάτων και στον χώρο του κέντρου- εκεί όπου ο πρώην πρωθυπουργός είχε περισσότερους εχθρούς παρα φίλους.

 

Για να δρομολογηθούν όλα τα παραπάνω, βεβαίως, απαιτείται μία “καθαρή” συζήτηση του πρώην πρωθυπουργού με τον Σωκράτη Φάμελλο, ο οποίος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις με την σχετική “αυτοθυσία”. Εκείνος που μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα και να κινηθεί αυτόνομα είναι ο Παύλος Πολάκης, ίσως και ο Νίκος Παππάς, οι σχέσεις του οποίου με τον Αλ. Τσίπρα δεν έχουν αποκατασταθεί. Οι δυο τελευταίοι που έχουν συγκροτήσει εσωκομματικό μπλοκ είναι πολύ πιθανό να κινηθούν σε αντίθετη κατεύθυνση, αναζητώντας μικρό αλλά όχι αμελητέο ζωτικό χώρο.

 

Από την κεντροαριστερά προς το κέντρο

 

Χωρίς το κέντρο είναι σαφές πως επιστροφή στη διακυβέρνηση σε βάθος αρκετών ετών δεν μπορεί να συμβεί. Γι αυτό, μάλιστα, και ο σχεδιασμός του νέου πολιτικού φορέα δεν περιλαμβάνει σε πρώτο χρόνο πρόσωπα από την ριζοσπαστική αριστερά, αν και σε δεύτερο χρόνο είναι βέβαιο πως σημαντικά στελέχη με κυβερνητική εμπειρία θα μπορούσαν να ενταχθούν στο νέο εγχείρημα. Οι συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού (όπως οι Μιχ. Καλογήρου, και, κυρίως, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου και διπλωματικός του σύμβουλος Βαγγ. Καλπαδάκης) αφιερώνουν χρόνο στο “scouting”, προκειμένου να προσελκύσουν νέα πρόσωπα με αντιστοίχηση στην κοινωνία, την αγορά, τα πανεπιστήμια, τις νέες τάσεις και τεχνολογίες.

 

Το ερώτημα που θέτουν αρκετοί, πάντως, είναι εάν και ο ίδιος θα αποβάλλει συνήθειες του παρελθόντος που τον κρατούσαν κοντά σε πρόσωπα της “παλαιάς φρουράς”. Και η απάντηση που δίνεται από συνομιλητές του είναι ότι αυτό αποδεικνύεται από τη σύνθεση της τελευταίας εκδήλωσης του Ινστιτούτου, όπου δίπλα στον εμβληματικό γκουρού των (αριστερών) Δημοκρατικών Μπέρνι Σάντερς, βρέθηκαν η επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας Έλι Στάϊν (το οποίο ανακάμπτει δυναμικά, αντιπολιτεύεται επιτυχώς τη Τζόρτζια Μελόνι, και προ εβδομάδων κέρδισε πολλούς δήμους στις τοπικές εκλογές), και η αναμορφώτρια της Ισπανικής κεντροαριστεράς (Sumar) και υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Σάντσεθ, Γιολάντα Ντίαζ. “Είναι”, λένε οι γνωρίζοντες,” δύο παραδείγματα για το πώς μπορεί να εφαρμοστεί η πολιτική επανεκκίνηση του χώρου και στην Ελλάδα”.

 

Οι συσχετισμοί

 

Οι αλλαγές που μπορεί να επιφέρει ένα νέο κόμμα υπό τον Αλ. Τσίπρα μπορούν να πιθανολογηθούν, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως η κυβέρνηση επιχειρεί ήδη να αναβιώσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο του 2018-19, με παραπομπές στο καλοκαίρι του 2015 (δημοψήφισμα, capital controls, κ.ά), ενώ η στρατηγική του Κυρ. Μητσοτάκη προς τις επόμενες εκλογές θα συμπυκνωθεί στη σύγκριση “πώς ήταν η Ελλάδα το 2019- άρα τι παραλάβαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα-, και πώς είναι σήμερα”.

 

Υπό την έννοια αυτή, στη Ν.Δ εκτιμούν ότι ο πρώην πρωθυπουργός θα ήταν μεν ένας πιό φιλόδοξος αντίπαλος από τη σημερινή παραπαίουσα αντιπολίτευση, όμως, θα συσπείρωνε τη βάση του κόμματος, θα δημιουργούσε αίσθηση κινδύνου στους δυσαρεστημένους νεοδημοκράτες, και θα μείωνε σημαντικά τις διαρροές προς τα δεξιά.

 

Εφόσον ο Αλ. Τσίπρας αποτολμήσει το βήμα προς ένα νέο κόμμα, μάλλον παρέλκουν οι όποιες ανησυχίες για ένα κόμμα Σαμαρά, εκτιμούν στην κυβέρνηση, δεδομένου ότι οι συντηρητικοί ψηφοφόροι θα προτιμήσουν ακόμα ευκολότερα την “ασφάλεια” μιας νέας διακυβέρνησης Μητστοτάκη από τις όποιες περιπέτειες είναι πιθανό να ενσκήψουν.

 

Η κυριαρχία Μητσοτάκη και το δυνητικό εκλογικό ακροατήριο νέου κόμματος Τσίπρα.

 

Όμως, ένα νέο κόμμα Τσίπρα προφανώς δεν στοχεύει στην εκλογική νίκη απέναντι στον πρωθυπουργό. Στόχος είναι να τεθεί η βάση για την επιστροφή στη διακυβέρνηση στις μεθεπόμενες εκλογές, λένε οι συνομιλητές του πρώην πρωθυπουργού, θυμίζοντας πως είναι μόλις 51 ετών.

 

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις (κυρίως της Opinion Poll για το libre) δείχνουν ότι υπάρχει σημαντικό κοινωνικό αίτημα για ένα νέο πολιτικό φορέα στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, το οποίο, υπό τον Αλ. Τσίπρα, διαθέτει μία δυνητική βάση ψηφοφόρων που φθάνει μέχρι το 22%.

 

Σε ό,τι αφορά την απήχηση ενός πιθανού νέου πολιτικού φορέα υπό τον Αλέξη Τσίπρα, το 22% του συνόλου των ερωτηθέντων δηλώνει ότι θα τον στήριζε, ενώ το 74,9%, τηρεί αρνητική στάση. Αναλυτικότερα, μεταξύ των κεντροαριστερών ψηφοφόρων το 41,4% δηλώνει πρόθεση στήριξης, ποσοστό που στους κεντρώους φτάνει στο 21,4%.

 

Στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ το ποσοστό εκτινάσσεται στο 87,8%, ενώ στους αντίστοιχους του ΠΑΣΟΚ καταγράφεται στο 20,2% και στους ψηφοφόρους της Πλεύσης Ελευθερίας στο 42,7%.

 

Ένα κόμμα Τσίπρα θα δεχόταν επιθέσεις, αφενός από τη Ν.Δ (για τους λόγους που προαναφέρθηκαν), αφετέρου από την Πλεύση Ελευθερίας, με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να έχει ήδη δηλώσει πως θα κάνει ότι μπορεί για να μείνει ο πρώην πρωθυπουργός “στο λαγούμι του”. Κάτι τέτοιο είναι λογικό, δεδομένου ότι περίπου ένας στους δύο ψηφοφόρους της Πλεύσης (επί του δημοσκοπικού ποσοστού -15%- και όχι στη βάση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές) δηλώνει ότι σκοπεύει να στηρίξει μία τέτοια προσπάθεια. Ο στόχος, λοιπόν, του νέου εγχειρήματος είναι να πλησιάσει ή και να ξεπεράσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εθνικές εκλογές.

 

Κάτι τέτοιο, βεβαίως, είναι αυτονόητο ότι θα επηρεάσει και το ΠΑΣΟΚ, αφού ένας στους πέντε ψηφοφόρους του (Ναι, και Μάλλον Ναι) εμφανίζεται διατεθιμένος να το ψηφίσει. Εξ’ ου και η πρώτη διακριτική κριτική του Νίκου Ανδρουλάκη (Kontra) στην περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Όλα τα παραπάνω συνιστούν, φυσικά, αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην πορεία προς τις επόμενες εκλογές, με τον Κυρ. Μητσοτάκη, βεβαίως, πολιτικά κυρίαρχο και με διευρυμένες δυνατότητες πιά να θέσει σκληρά διλήμματα περί ακυβερνησίας και επερχόμενων “κινδύνων”.

 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν πως εφόσον η Ν.Δ αυξήσει τα ποσοστά της και κερδίσει τις εκλογές, χωρίς, όμως, να έχει αυτοδυναμία, υπό τον κίνδυνο δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης το ΠΑΣΟΚ, ή τμήμα του ΠΑΣΟΚ, θα δεχτεί πιέσεις για μία κυβέρνηση συνεργασίας. Εφόσον αυτό συμβεί το νέο κόμμα Τσίπρα αποκτά εκ των πραγμάτων ακόμα μεγαλύτερη δυναμική στον χώρο αριστερά της Ν.Δ, εάν, από την άλλη, δεν συμβεί, τότε απελυθερώνονται δυνάμεις στο ΠΑΣΟΚ και οι εξελίξεις μπορεί να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερο εύρος.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ