ΑΝΤΩΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Ύστερα από ακόμη μια απομάκρυνση προπονητή, ύστερα από μιαν ακόμη επανάληψη ενός χιλιοπαιγμένου τα τελευταία χρόνια έργου, δεν υπάρχει μέρα της μαρμότας, αλλά πλέον απλώς και μόνο “μέρα του Παναθηναϊκού”.
Το πρώτο, το μόνο που “επικοινωνήθηκε” (τα εισαγωγικά και η παθητική χρήση του ρήματος, καταχρηστικά) από πλευράς Παναθηναϊκού τη Δευτέρα ήταν ότι ο Ρουί Βιτόρια, ο οποίος λίγες ώρες νωρίτερα είχε απομακρυνθεί από το πόστο του, έφυγε από την Ελλάδα χωρίς να χαιρετήσει τους πρώην πλέον παίκτες του και τους ως και χτες συνεργάτες του. Και μάλιστα, για να υπάρχει και μέτρο σύγκρισης, με την ενδεικτική υποσημείωση πως ήταν ο μόνος που έκανε κάτι τέτοιο μετά τον Λάζλο Μπόλονι. Οι παραπομπές και οι επιδιωκόμενοι συσχετισμοί, προφανείς.
Κάτι περισσότερο, μάλλον, δεν χρειάζεται. Κάτι τέτοιο, ακόμη και αν θεωρηθεί απρέπεια, αγένεια, οτιδήποτε σχετικό τέλος πάντων από έναν επαγγελματία, του οποίου το πακέτο των συμβατικών υποχρεώσεών του ολοκληρώνεται από στιγμής που θα πάψει να (συν)εργάζεται με έναν εργοδότη, εντάσσεται απλώς στο προβλεπόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις savoir vivre. Μπορεί να συνιστά (για την οικονομία της συζήτησης) κριτήριο κρίσης χαρακτήρα, επ’ ουδενί όμως αποτελεί επικοινωνιακό σωσίβιο και τεκμήριο έστω και επιφανειακής δικαιολόγησης (κατόπιν εορτής) μιας, οποιασδήποτε, απόφασης.
Αν είχαμε να κάνουμε με έναν καλοζωισμένο οργανισμό, μια ομάδα επιτυχημένη, με κατακτήσεις, τίτλους, διακρίσεις, τότε ναι, στο ζύγι και στην κουβέντα, θα μπορούσε να μπει το οτιδήποτε. Δευτερεύουσας σημασίας κουβέντα σε κάθε περίπτωση, αλλά σε μια τέτοια συνθήκη, θα γίνονταν ενδεχομένως να τη σηκώσει το κλίμα ακόμη ακόμη και ως επικοινωνιακή, πρώτης γραμμής, τακτική.
Για έναν οργανισμό όμως, ο οποίος έχει μείνει δεκαπέντε χρόνια χωρίς πρωτάθλημα; Για έναν οργανισμό, ο οποίος σε 21 μήνες (και μόλις σε δεκαπέντε αγωνιστικής δράσης) βρίσκεται στην αγορά για να προσλάβει τον πέμπτο του προπονητή; Για έναν οργανισμό, ο οποίος μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο θρυμμάτισε το δικό του ρεκόρ γρηγορότερης αποπομπής τεχνικού, φτάνοντας με την τελευταία του Πορτογάλου, να την κάνει νωρίτερα από ποτέ στα τελευταία 35 χρόνια;
Για έναν οργανισμό, ο οποίος διαφημίζει τα (ιστορικά, καλοκαιρινά) έσοδά του – χωρίς καν να εξηγεί τη φετινή αναγκαιότητα αυτών – ως απόδειξη εύρυθμης επιχειρηματικότητας, φροντίζοντας μάλιστα να την προβάλλει και ως εχέγγυο για τη μελλοντική εξασφάλιση; Για έναν οργανισμό, ο οποίος κυριολεκτικά σε αυτό το διάστημα έχει μετατρέψει σε πρακτικά καθημερινό δρομολόγιο το Αμπελόκηποι – Μαρούσι αναφορικά με ποιο γήπεδο μπορεί, πρέπει, θέλει, χρειάζεται να τη φιλοξενεί ως έδρα;
Για έναν οργανισμό, βασικό μέλημα του οποίου μοιάζει να είναι πάντα ο όποιος αντίκτυπος και η προκαταβολική διαχείρισή του; Που δείχνει να φοβάται μέχρι και τον ίσκιο του, ανησυχώντας, τρέμοντας για τις συνέπειες πριν καλά καλά παρθεί έστω η απόφαση που θα τις προκαλέσει; Για έναν οργανισμό, ο οποίος είναι τόσο ποτισμένος στην εσωστρέφεια και σε παιχνίδια πολιτικής (με ή χωρίς εισαγωγικά, εσωτερικά και όχι μόνο), δίνοντας την εντύπωση πως είτε μάγισσες θα κυνηγάει είτε ανεμόμυλους, ξεμένοντας όχι από συμμάχους, αλλά έστω από συμπαραστάτες;
Για έναν οργανισμό που στελέχη του, εμφανή και αφανή, υπεύθυνοι και αρμόδιοι αγνοούνται από τη δημόσια σφαίρα, αφήνοντας, επιτρέποντας ακόμη και στρατολογώντας αντ’ αυτών πρόθυμα παράκεντρα να αρθρώνουν λόγο, καθόλου πειστικό, καθόλου αντιπροσωπευτικό, καθόλου σύγχρονο; Λόγο ανίκανο να εξηγήσει, να ερμηνεύσει, να σταματήσει τη γάγγραινα που κοντεύει να φτάσει – αν δεν έχει φτάσει ήδη – στην καρδιά και να εμπνεύσει; Για έναν οργανισμό που έχει ξεχάσει πως η δική του καρδιά είναι μια ομάδα ποδοσφαίρου.
Οι μάγοι στηρίζονται είτε στην παραπλάνηση είτε στην άγνοια
Ούτε μικρά παιδιά δεν πείθονται πλέον πως το πρόβλημα, μα και η λύση του, εξαρτώνται από τον εκάστοτε τεχνικό. Όποιος και αν είναι αυτός. Όσο καλός ή κακός φαντάζει βάσει βιογραφικού. Αναντίρρητα αυτονόητες οι ευθύνες όλων όσοι κλήθηκαν να διαχειριστούν προπονητικά το καράβι τους τελευταίους μήνες, τα τελευταία χρόνια, αναμφίβολα υπαρκτές και εκείνες του τελευταίου, ο οποίος χτες προστέθηκε στη λίστα, αυτονόητο πως δεν είναι οι μόνοι και σίγουρα πια πως δεν είναι και οι κύριοι υπεύθυνοι.
Σε μια ομάδα όμως χωρίς σφυγμό, δεν λείπουν οι διαχειριστές, οι προπονητές, ούτε καν οι γιατροί. Το διάστημα είναι πολύ μεγάλο και οι προσπάθειες διαφόρων για να την επαναφέρουν, είτε με γιατροσόφια είτε με μαγικά είτε με λογιών λογιών άλλα τεχνάσματα, πολλές. Η ευθεία γραμμή στο καρδιογράφημα παραμένει για χρόνια. Για τον Παναθηναϊκό μιλάμε, τα εφήμερα ηλεκτροσόκ που πρόσκαιρα επαναφέρουν ζωή, δεν φτάνουν. Είναι τόσα τα χρόνια που ολοένα και περισσότερο, κάθε μέρα και περισσότερο, φαίνεται πλέον να μην απαιτείται απλώς μια διάγνωση ή μια θεραπεία, αλλά ιατροδικαστική έκθεση.
Οι μάγοι, στήριξαν και στηρίζουν την ύπαρξή τους, είτε στην παραπλάνηση είτε στην άγνοια. Αδύνατον στο σύγχρονο επιχειρείν, να ποντάρεις είτε στο ένα είτε στο άλλο, αντιμετωπίζοντας το κοινό σου, ακόμη και αν αυτό θεωρείται ως αμιγώς καταναλωτικό, είτε πλανεμένο είτε αδαές. Δεν υπάρχει, πλέον, τέτοιο.
Αδύνατον στο σύγχρονο ποδόσφαιρο να στηρίζεσαι στην αναζήτηση και στο άλλοθι μάγων. Να προσδοκάς πως ο οποιοσδήποτε καλείται να λειτουργήσει σε ένα άρρωστο περιβάλλον όπως αυτό του Παναθηναϊκού, είτε είναι προπονητής, είτε είναι ποδοσφαιριστής, είτε είναι στέλεχος και επαγγελματίας, θα κάνει – ακόμη και – μαγικά. Δεν θα τα κάνει. Όποιος και αν είναι. Γρήγορα ή… γρηγορότερα, θα αφομοιωθεί, θα γίνει αντανάκλαση της αρρώστιας, απλώς εξαπλώνοντάς την. Οι τελευταίοι μήνες, τα τελευταία χρόνια, στους πράσινους χαρακτηριστική επιβεβαίωση.
Και αδύνατον απλώς και μόνο να διοικείς, έστω και με ψυχρούς γνώμονες την επιχειρηματικότητα και την πολιτική, χωρίς να αποζητάς και να αποδίδεις ευθύνες. Όσο πολιτικάντικο μπορεί αυτό να ακούγεται. Μια ματιά και μόνο, μια αναδρομή στο πόσοι διευθυντές (γενικοί, ειδήσεων, ενημέρωσης, οτιδήποτε) και γιατί έχουν αλλάξει στην ιστορική πορεία του τηλεοπτικού σταθμού ιδιοκτησίας του προέδρου του Παναθηναϊκού, συγκριτικά ενδεικτική. Προτεραιοτήτων, επιλογών, λογικής, κατεύθυνσης.
Και όσο η αρρώστια νεκρώνει, όσο η συζήτηση ανακυκλώνεται απλώς με τα ίδια κλισέ κάθε φορά που κάποιος μάγος εμφανίζεται, τα ίδια καθρεφτάκια κάθε φορά που “επιτυγχάνεται” οτιδήποτε, αλλά σίγουρα όχι το ιστορικά ταιριαστό, κάθε φορά που αυτός ο όποιος μάγος φεύγει, αποτελώντας απλώς (ακόμη πλέον και με τον τρόπο που φεύγει) την προσωποποίηση ενός συλλογικού άλλοθι που πια δεν συνειδητοποιείται καν πως δεν περνάει, τότε δεν τίθεται θέμα ανάνηψης, αλλά επιβίωσης.
Όσο αγνοείται, όσο λησμονείται, όσο παραγκωνίζεται, καμία καρδιά δεν αντέχει.