«Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη» περιγράφει ο Τσίπρας σε προδημοσίευση του βιβλίου του
Τις κρίσιμες στιγμές που οδήγησαν στο δημοψήφισμα καταγράφει ο Αλέξης Τσίπρας στο βιβλίο «Ιθάκη» και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Ώρα Αποφάσεων». Πρόκειται για προδημοσίευση που έδωσε στη δημοσιότητα το γραφείο Τύπου του πρώην πρωθυπουργού, με τον Αλέξη Τσίπρα να διαβάζει το σχετικό απόσπασμα.
«Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ήταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία, δημοκρατική ευαισθησία. Πρώτοι το έμαθαν οι πιο κοντινοί μου συνεργάτες» σημειώνει μεταξύ άλλων ο Αλέξης Τσίπρας.
Είχε προηγηθεί το «The game is over» που είχε πει ο Ντόναλντ Τουσκ, με τον πρώην πρωθυπουργό να τονίζει ότι ένιωσε την οργή να τον κυριεύει όταν άκουσε τη συγκεκριμένη φράση.
Περιγράφοντας τη σύσκεψη της 25ης Ιουνίου και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν όταν κατέθεσε την πρόταση για δημοψήφισμα, ο Αλέξης Τσίπρας περιγράφει:
«Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Έπεσε σιωπή. Ήταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος. Ύστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. "Ποιος είναι ο στόχος μας;" με ρώτησαν. "Ο στόχος", συνέχισα, "είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα. Να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μια νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική».
Παράλληλα αναφέρει ότι κάποια στιγμή στο σημείο έφτασε η σύντροφός του Μπέττυ Μπαζιάνα, για να του υπενθυμίσει τα γενέθλια του γιου της που είχε ξεχάσει.
Αναλυτικά η προδημοσίευση:
Ο Τουσκ, με ύφος που ισορροπούσε ανάμεσα στην αποφασιστικότητα και την αγένεια, θέλοντας ίσως να πάρει τη ρεβάνς από το δικό μου σκληρό τηλεφώνημα, πριν τις 20 Φεβρουαρίου, πήρε τον λόγο στην έναρξη της Συνόδου για να ανακοινώσει με στόμφο: «The game is over».
Ήταν μια από τις στιγμές που ένιωσα την οργή να με κυριεύει. Ποιος ακριβώς νόμιζε ότι ήταν και από πού αντλούσε το θράσος να περιγράφει ως παιχνίδι το δράμα ενός ολόκληρου λαού; Σκέφτηκα, όχι μόνο ως πολιτικός αλλά και ως απλός Έλληνας, ότι η πατρίδα μου, με όλα της τα λάθη, δεν ύψωσε ποτέ το δάχτυλο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Κι εγώ, προσωπικά, εκπροσωπούσα έναν λαό μιας χώρας, που κάποτε είχε ψηφίσει υπέρ της ένταξης της δικής του χώρας, της Πολωνίας, στην Ε.Ε., σε μια στιγμή που εκείνοι ζητούσαν στήριξη και αλληλεγγύη. Του απάντησα στο ύφος που άξιζε η δήλωσή του.
Του είπα πως δεν είχε το δικαίωμα να αποκαλεί παιχνίδι μια διαπραγμάτευση από την οποία κρεμόταν η ζωή ενός ολόκληρου λαού. «Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Μια ολόκληρη χώρα κρέμεται από μια κλωστή», του είπα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έκανε και το λάθος, ή την πρόκληση, να ενσωματώσει στο ανακοινωθέν της Συνόδου την «απόφαση», σαν να είχε επιτευχθεί Συμφωνία.
Μα δεν υπήρχε συμφωνία. Υπήρχε ένα τελεσίγραφο. Ένα τελεσίγραφο το οποίο εμείς καλούμασταν να αποδεχτούμε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι βαθύτερο: ότι το δημοψήφισμα δεν ήταν απλώς ένα εργαλείο πολιτικής αποδοχής και στήριξης, ή απόρριψης, των κυβερνητικών επιλογών.
Ούτε βέβαια των δικών μου προσωπικών αποφάσεων. Ήταν η ασπίδα για την ίδια τη σωτηρία της χώρας. Οι εταίροι έπρεπε να καταλάβουν ότι δεν είχαν απέναντί τους μια Κυβέρνηση εξαντλημένη από μήνες διαπραγματεύσεων, έτοιμη είτε να συνθηκολογήσει είτε να καταρρεύσει. Είχαν απέναντί τους έναν ολόκληρο λαό. Και αν ήθελαν να προχωρήσουν χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες, θα έπρεπε πλέον να κάνουν μια ξεκάθαρη επιλογή: να αμφισβητήσουν ανοιχτά όχι απλώς μια Κυβέρνηση, αλλά την ίδια τη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που, ας μην το ξεχνάμε, είναι η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.
Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ήταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία, δημοκρατική ευαισθησία. Πρώτοι το έμαθαν οι πιο κοντινοί μου συνεργάτες. Τους είπα καθαρά: το πρόβλημα είναι πολιτικό. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτά που μας ζητούσαν, όχι γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί αυτό που ζητούσαν ήταν η ταπείνωση του λαού και η πολιτική μας εξαφάνιση. Η απόφαση δεν μου ήταν εύκολη.
Δεν είμαι άνθρωπος που παίρνει βιαστικές αποφάσεις ή κάνει άλματα στο κενό, το αντίθετο. Βασανίζω και βασανίζομαι για κάθε μου απόφαση. Ζυγίζω την κάθε κίνηση, υπολογίζω την κάθε λεπτομέρεια, καμιά φορά περισσότερο από όσο χρειάζεται. Συνυπολόγισα, λοιπόν, τι θα ακολουθούσε: τις επιθέσεις, τις πιέσεις, την προσπάθεια αποδόμησης. Όχι μόνο σε μένα, κυρίως στη χώρα.
Ήξερα πως έπρεπε να περάσω μέσα από ναρκοπέδιο, αν ήθελα να δώσω αίσιο τέλος στην Οδύσσεια αυτής της Ελλάδας, να την οδηγήσω στην Ιθάκη της. Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, μέσα μου έκλεισε ο κύκλος της αναμονής. Ήρθε η ώρα, είπα. Ζήτησα από τους συνεργάτες μου να συγκαλέσουν εκτάκτως νωρίς το επόμενο πρωί σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας και όλων των στελεχών της ελληνικής αποστολής, στο ξενοδοχείο The Hotel, στον τελευταίο όροφο, στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπεία μας. Ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πειραματόζωου. Αλλά, την ίδια στιγμή, ήξερα ότι το κόστος αυτής της επιλογής θα ήταν βαρύ. Και ότι εγώ, προσωπικά, έπρεπε να είμαι έτοιμος να το σηκώσω.
[….] Ξεκίνησε η σύσκεψη. […] Ζήτησα να φύγουν τα κινητά από την αίθουσα για τον κίνδυνο των υποκλοπών. «Προτείνω να πάμε για δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση», τους είπα. Και συνέχισα: «Δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στο χρέος. Επιλέγουν αυτήν τη στάση, όχι επειδή πιστεύουν πως η πρόταση τους είναι μια λύση, αλλά επειδή θέλουν να μας τελειώσουν. Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα και αφού μας έδωσαν ένα τελεσίγραφο να θέσουμε το τελεσίγραφό τους στην κρίση του ελληνικού λαού».
Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Έπεσε σιωπή. Ήταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος. Ύστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. «Ποιος είναι ο στόχος μας;» με ρώτησαν. «Ο στόχος», συνέχισα, «είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα. Να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μια νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική».
Τους εξήγησα καθαρά: «Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που, αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της, ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας».
[….] Δεν είχαμε λεπτό για χάσιμο. Τα γεγονότα πλέον μας καταδίωκαν. Εκείνο το πρωινό ακολουθούσε η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, ενώ εγώ συγκάλεσα εκτάκτως για το ίδιο βράδυ το Κυβερνητικό Συμβούλιο στην Αθήνα, με σκοπό τη λήψη απόφασης για την εξαγγελία του δημοψηφίσματος. Ζούσα τότε σε έναν άλλο κόσμο, σκληρό, απαιτητικό, απομονωμένο, τον κόσμο της διαπραγμάτευσης. Ήμουν απορροφημένος πλήρως, λες και τίποτε άλλο δεν υπήρχε γύρω μου. Εκείνη τη μέρα είχε γενέθλια ο Ορφέας, ο μικρότερος γιος μου, αλλά το είχα ξεχάσει εντελώς. Δεν σκέφτηκα ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα «Χρόνια πολλά». Από το αεροπλάνο πήγα κατευθείαν στο Μαξίμου.
Η Μπέττυ, βλέποντας πως δεν απαντούσα στα τηλέφωνα, πέρασε από εκεί για να μου θυμίσει κάτι που δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου, κι ενώ ήμουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η Ελένη, η γραμματέας μου: «Η Μπέττυ είναι απ’ έξω και θέλει να σου πει κάτι για μισό λεπτό». Ήμουν κατηγορηματικός: «Όχι τώρα, αργότερα. Κανείς δεν μπαίνει». Ήμουν συγκεντρωμένος, ή μάλλον εγκλωβισμένος, στον φόβο να μη διαρρεύσει τίποτα πριν από την ανακοίνωση. Από τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας την είδα να μου κάνει νόημα. «Μόνο μισό λεπτό». Κι εγώ, επίμονα, της έγνεφα «Όχι, φύγε». Τότε, έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό σακουλάκι. Μέσα είχε τρία κεράκια γενεθλίων. Τα έβγαλε και τα σήκωσε ψηλά. Δαγκώθηκα, ένιωσα άσχημα. Είχα ξεχάσει μέσα σε όλο αυτό ακόμα και τα γενέθλια του παιδιού μου.
Συναντήσεις Λαφαζάνη με τους Ρώσους «συντρόφους»

9 Απριλίου 2015: Στη φωτογραφία από την ελληνορωσική συνάντηση διακρίνονται στη δεξιά πλευρά ο Ντ. Μεντβέντεφ και Ρώσοι υπουργοί, ενώ αριστερά μαζί με τον Αλ. Τσίπρα βρίσκονται οι Κοτζιάς, Λαφαζάνης, Βαλαβάνη, Σακελλαρίδης, Καλπαδάκης (διπλωματικός σύμβουλος Τσίπρα), Βελάνης (σύμβουλος Τσίπρα για θέματα Ρωσίας)
Όπως αποδεικνύουν οι φωτογραφίες, ψέματα είπε ο Π. Λαφαζάνης και όχι ο Αλ. Τσίπρας, αλλά αυτό είναι το λιγότερο...
Ολα ξεκίνησαν εξαιτίας των παράνομων διαρροών αποσπασμάτων του βιβλίου «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα, που βγαίνει σε μία εβδομάδα. Σε αυτά ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει, μεταξύ άλλων, και τις συναντήσεις στη Ρωσία της ελληνικής αντιπροσωπείας με τη ρωσική, στην οποία ήταν, σε δύο συναντήσεις, από τη μεριά της Ρωσίας ο πρόεδρος Πούτιν με τον τότε πρωθυπουργό Ντμίτρι Μεντβέντεφ και τους υπουργούς του και από την ελληνική, οι Τσίπρας, Κοτζιάς, Λαφαζάνης, Βαλαβάνη, Σακελλαρίδης, Καλπαδάκης (διπλωματικός σύμβουλος Τσίπρα), Βελάνης (σύμβουλος Τσίπρα για θέματα Ρωσίας), Κουμανάκου και άτομα από την πρεσβεία μας στη Μόσχα. Μεγαλύτερη απόδειξη από τη φωτογραφία που βλέπετε δεν υπάρχει για του λόγου μας το αληθές.
Προχθές, ωστόσο, ο κ. Λαφαζάνης όχι μόνο αρνήθηκε ότι συνάντησε οποιαδήποτε στιγμή τον Μεντβέντεφ, αλλά είπε (στον Status FM 107.7), φανερά εκνευρισμένος, πως: «Πρώτη φορά λέει ψέματα ο Τσίπρας; Για πιο κρίσιμα και σοβαρά θέματα είπε ψέματα, γι’ αυτό θα έλεγε αλήθεια; Αυτά είναι χονδροειδή ψέματα. Εγώ δεν έχω κάνει καμία συνάντηση με τον Μεντβέντεφ, πόσο μάλλον με τον Ησυχο και τη Βαλαβάνη. Από τον Αλέξη Τσίπρα τα περιμένω όλα πλέον, βρίσκεται σε δεινή θέση, θέλει να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Επαιξε ρόλο στην επιβάρυνση όλων μας».
Γνωρίζοντας την ύπαρξη της φωτογραφίας, επικοινωνήσαμε με την κ. Βαλαβάνη, η οποία σε πιο ήπιους τόνους μας είπε πως θα έπαιρνε και η ίδια όρκο ότι δεν είχε συναντήσει τον Μεντβέντεφ αν δεν υπήρχε η φωτογραφία να της το θύμιζε. Και πως δεν θυμάται, ίσως «λόγω των 71 χρόνων μου», όπως μας είπε. Και πως καταλαβαίνει ότι ίσως δεν θυμάται και ο κ. Λαφαζάνης.
Επίσης μας απάντησε πως ποτέ η ίδια δεν αποκάλεσε κανέναν Ρώσο «σύντροφο» καθώς δεν είναι αριστεροί (σ.σ.: Πούτιν, Μεντβέντεφ κ.λπ.).
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι που θυμούνται ακριβώς τι συνέβη. Κατ’ αρχάς, όχι μόνο η φωτογραφία διαψεύδει περίτρανα τον κ. Λαφαζάνη, αλλά και απολύτως αξιόπιστες πηγές περιγράφουν τουλάχιστον τραγελαφικά γεγονότα που εξελίχθηκαν στις δύο αποστολές/συναντήσεις που έγιναν στη Ρωσία με επίκεντρο τον ίδιο (και όχι, οι πηγές δεν είναι από το περιβάλλον του πρώην πρωθυπουργού):
● Ο κ. Λαφαζάνης όχι μόνο συνάντησε τον Μεντβέντεφ μαζί με άλλους -άρα απολύτως κανένα «χονδροειδές ψέμα» δεν είπε ο Τσίπρας-, αλλά ήταν και πλήρως απροετοίμαστος για τις συναντήσεις αυτές. Οταν ήρθε η ώρα να μιλήσουν για ενεργειακά ζητήματα, ο αντίστοιχος Ρώσος υπουργός έβγαλε έναν μεγάλο φάκελο και μίλησε αναλυτικά, ενώ ο κ. Λαφαζάνης πήρε μετά τον λόγο, σηκώθηκε όρθιος και, αποκαλώντας τους όλους «σύντροφοι», ξεκίνησε να μιλά για τη μεγάλη Σοβιετική μητέρα και πως είχε ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ δύο φορές και για τον Λένιν κ.λπ. Και κουβέντα για τα ενεργειακά.
● Οταν τον σύστησε ο κ. Τσίπρας, λέγοντας το όνομα και τον τίτλο του (υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ.ά.) που ήταν μεγάλος, ο κ. Πούτιν προφανώς ενοχλημένος από τη στάση του κ. Λαφαζάνη, όπως μας μεταφέρθηκε, και με τη γνωστή (ευφυή) ειρωνεία του, απάντησε: «Πω πω εξουσία! Εγώ ποτέ δεν θ’ αποκτήσω τόση».
● Γενικά ο κ. Λαφαζάνης, όπου στεκόταν και με όποιον μιλούσε (και με τον Πούτιν), αναφερόταν διαρκώς στο κομμουνιστικό του παρελθόν, για ταξίδια στην ΕΣΣΔ και γεύματα με σοβιετικά κομματικά στελέχη στο Κρεμλίνο και αντιμετώπιζε κάθε Ρώσο ως δυνάμει κομμουνιστή, αφαιρώντας προφανώς από τη σοβαρότητα της όποιας προσπάθειας συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών τότε. Αυτό το έκανε μόνο ο ίδιος και όχι η κ. Βαλαβάνη ή ο κ. Ησυχος. Αρα, μάλλον κάποιος άλλος «έπαιξε ρόλο στην επιβάρυνση όλων μας» και αυτός δεν ήταν ο Τσίπρας, όπως τον κατηγορεί.
● Τέλος, μπορεί τώρα να τα αρνείται ο κ. Λαφαζάνης, με σκληρούς χαρακτηρισμούς μάλιστα, τότε όμως δήλωνε: «Το ταξίδι αυτό ήταν άκρως επιτυχημένο. Θα έλεγα ότι μπορεί να αποδειχτεί ότι θα έχει ιστορική σημασία για τις ελληνορωσικές σχέσεις και πιθανότατα πολύ μεγάλη σημασία για όλη την περιοχή μας και την Ευρώπη. Είναι ένας καινούργιος δρόμος, ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνορωσικές σχέσεις και την ανάπτυξή τους».
Νόρα Ράλλη












