Όπως δείχνουν οι αριθμοί, η κυβέρνηση επέβαλε στους πολίτες να εργάζονται πολύ περισσότερες ώρες από τους ευρωπαίους συμπολίτες τους για πολύ χαμηλότερες αποδοχές, μετατρέποντας τις ευρωπαϊκές αιχμές περί «οκνηρών του Νότου» σε ένα παλιό, μνημονιακό, κακόγουστο αστείο.
Μετά τα κρίσιμα μέτωπα της υγείας και του πληθωρισμού-ακρίβειας, η στατιστική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης Eurostat ήρθε την Πέμπτη να αποκαλύψει στους Έλληνες άλλη μία αλήθεια την οποία η κυβέρνησή τους, προσπαθεί επίμονα να τους την αποκρύψει: Ότι, εισπράττοντας τις χαμηλότερες αποδοχές τις Ένωσης, καταβάλλουν πολύ περισσότερη εργασία από κάθε άλλο λαό της, δηλαδή -για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους- ότι βάσει του συγκεκριμένου ισοζυγίου, υφίστανται τη μέγιστη εντός ΕΕ εργασιακή εκμετάλλευση.
Σύμφωνα με τη νέα ανακοίνωση της Eurostat, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα για το ημερολογιακό έτος 2024 είχε 12,4% ποσοστό εργαζομένων με μακρά ωράρια εργασίας (άνω των 49 ωρών εβδομαδιαίως), το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, της οποίας ο μέσος όρος ήταν μόλις στο 6,6%. Ακολουθούν σε ελαφρώς καλύτερη μοίρα η Κύπρος με 10 % και η Γαλλία με 9,9 %. Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά μακρών ωραρίων εργασίας καταγράφηκαν στη Βουλγαρία με 0,4 %, τη Λετονία με 1 % και τη Λιθουανία με 1,4 %. Οι αριθμοί αυτοί μάλιστα, είχαν καταγραφεί πολύ πριν η ίδια κυβέρνηση ψηφίσει, το έτος 2025, τη δυνατότητα καταναγκασμού του εργαζομένου να υποβληθεί σε ημερήσια απασχόληση μέχρι και 13 ωρών.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και με βάση την διεθνή τυποποιημένη ταξινόμηση των επαγγελμάτων (ISCO), τα μακρά ωράρια εργασίας ήταν πιο συχνά μεταξύ των ειδικευμένων εργαζομένων στις επαγγελματικές ομάδες:
- της γεωργίας - δασοκομίας - αλιείας με 26,2% και
- των διευθυντικών στελεχών με 21,1%.
Και πάλι σε επίπεδο συνολικά της ΕΕ, το φαινόμενο των μακρών ωραρίων εργασίας φαίνεται να λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις στο χώρο των αυτοαπασχολούμενων με ποσοστό 27,5%, έναντι του αντίστοιχου ποσοστού 3,4% στο χώρο των μισθωτών.