Η Σοφία Μπεκατώρου βρήκε τη δύναμη να μιλήσει. Είχε βέβαια χρειαστεί πρώτα να βρει την τεράστια δύναμη να ζήσει για πολλά χρόνια με αυτό στο μυαλό, την ψυχή και το σώμα της.
Η Σοφία είναι ολυμπιονίκης. Δύο σκέψεις λοιπόν.
Πρώτη: Αν δεν είναι εύκολο να καταγγελθούν από ολυμπιονίκες τέτοιες βίαιες και εξουσιαστικές συμπεριφορές με αποτέλεσμα να μένουν ατιμώρητες για χρόνια, μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο σοβαρό και βαθύ είναι το θέμα.
Δεύτερη: Αν αυτά γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες σε ολυμπιονίκες, φανταστείτε τι γίνεται σε μια γυναίκα που δεν έχει καμία αναγνωσιμότητα, θέση ή ιδιότητα.
Από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, μέχρι τον πιο μικρό και πιο μεγάλο χώρο εργασίας, μέχρι τη γυναίκα εργαζόμενη στα σώματα ασφαλείας, τη φοιτήτρια που δουλεύει για τις σπουδές της, την οικιακή βοηθό και την εσωτερική, που είναι συνήθως μετανάστρια άρα ακόμα πιο ευάλωτη, ο κίνδυνος είναι πάντα εκεί.
Σε όλα αυτά, πέρα από τη μεγάλη ευθύνη που έχει η Πολιτεία για την ρητορική και την πρακτική πρόληψης και καταστολής τέτοιων φαινομένων – αλήθεια η κατάργηση από τη ΝΔ της ποσόστωσης φύλου στις αθλητικές ομοσπονδίες που είχε φέρει με νόμο ο ΣΥΡΙΖΑ και η εξαφάνιση του όρου «ισότητα» από το νέο υπουργείο μόνο εγκληματικές μπορούν να χαρακτηριστούν από αυτή την άποψη-,είναι πολύ σημαντική και πρέπει να είναι άμεση και δυναμική η κοινωνική συλλογική ενεργοποίηση και ο κοινωνικός έλεγχος. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, ιδίως στις εποχές μας με την επιστημονική ανάλυση που έχει γίνει γύρω από τα θέματα αυτά και την ταχύτητα της τεχνολογίας που δίνει τη δυνατότητα ακαριαία να ενημερωθεί κανείς αλλά και να καταγγείλει όσα συμβαίνουν, να μένουμε αμέτοχοι.
Στη δουλειά, στο σχολείο ή τη σχολή, στο δρόμο και το δημόσιο χώρο, στις δομές όπου βρίσκονται οι πιο ευάλωτοι -που είναι δίπλα μας και δεν είναι αόρατοι – αλλά και στο διπλανό διαμέρισμα, στους πολύ κοντινούς μας ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό, η μάχη είναι καθημερινή και πρέπει να δίνεται, γιατί στο τέλος αυτή η αγριότητα θα μας καταπιεί όλους και όλες.
Να μην αφήσουμε λοιπόν καμία Μπεκατώρου, όπως δεν έπρεπε να έχουμε αφήσει καμία Κούνεβα, καμία Τοπαλούδη και κανέναν Κωστόπουλο, χωρίς να κάνουμε κάτι.