To 66,8% των νοικοκυριών δυσκολεύεται να καλύψει τις δαπάνες του
Τα ελληνικά νοικοκυριά εμφανίστηκαν και το 2024 να δαπανούν περισσότερα από το εισόδημά τους, με αποτέλεσμα η αποταμίευση να καταστεί αρνητική για τρίτη διαδοχική χρονιά.
Ενώ το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε σε ποσοστιαία βάση κατά 4,5%, με αποτέλεσμα να ανέλθει από τα 151,7 στα 158,6 δισ. ευρώ (+6,9 δισ. ευρώ), η τελική καταναλωτική δαπάνη «φούσκωσε» 4,6% σε σύγκριση με το 2023, φτάνοντας από τα 155,4 δισ. ευρώ στα 162,6 δισ. ευρώ (+7,2 δισ. ευρώ). Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών για το 2024 διαμορφώθηκε -μετά και τις οριστικές εκτιμήσεις για το ΑΕΠ και τον τρόπο «παραγωγής» του- στο -2,5%, ποσοστό ελαφρά υψηλότερο σε σχέση με το -2,4% του 2023, ενώ ήταν στο -5% το 2022.
Συνεχίζεται έτσι μια «παράδοση» αρνητικών ποσοστών αποταμίευσης που κρατά από το μακρινό 2012, με δύο εξαιρέσεις, οι οποίες όμως έχουν κοινό χαρακτηριστικό. Το 2020 είχαμε θετική αποταμίευση σε ποσοστό 0,7% και το 2021 την καλύτερη επίδοση από το 2010, με θετικό ποσοστό αποταμίευσης στο 4,4%. Και το 2020 και το 2021 είχαμε… κλειστά μαγαζιά λόγω πανδημίας, άρα και περιορισμένες δυνατότητες αγορών. Ασφαλώς και ήταν μειωμένα τα εισοδήματα λόγω των μέτρων, αλλά στην πράξη φάνηκε ότι η μείωση της κατανάλωσης ήταν μεγαλύτερη.
Τα στοιχεία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για την πορεία της αποταμίευσης συλλέγονται αυτή την περίοδο από τη Eurostat. Όμως, το συμπέρασμα είναι σαφές ήδη: καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, με εξαίρεση τη Ρουμανία, δεν εμφανίζει αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης επί τρία συναπτά έτη (η Ρουμανία έκλεισε ήδη τέσσερα έτη, με το 2024 όμως να διαμορφώνεται στο -2,18% έναντι -2,5% που έκλεισε η Ελλάδα, η οποία για το 2024 αναμένεται να καταλάβει τη χειρότερη θέση στην Ευρώπη, εκτός συνταρακτικού απροόπτου). Όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν θετικό ποσοστό αποταμίευσης και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Ξεχωρίζουν παραδοσιακά οι Γερμανοί, με το ποσοστό να φτάνει στο 20,05%, οι Ελβετοί και οι Τσέχοι.
Αρνητική πρωτιά
Πρωταθλήτρια Ευρώπης και για το 2024 αναδεικνύεται η Ελλάδα στον δείκτη της υποκειμενικής φτώχειας, ο οποίος αποτυπώνει την αντίληψη των νοικοκυριών για το «πώς τα βγάζουν πέρα».
Με πολύ οριακή βελτίωση σε σχέση με το 2023, το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσαν ότι τα βγάζουν δύσκολα ή πολύ δύσκολα πέρα έφτασε στο 66,8%, έναντι 67% το 2023. Καταγράφεται μεν βελτίωση 10 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με τα προ 10ετίας επίπεδα -στο 77,7% ήταν ο δείκτης το 2015-, ωστόσο η πρόοδος που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια είναι αργή: από το 71% στο «πανδημικό» 2021, πέσαμε στο 68,4% το 2022, αλλά η πληθωριστική κρίση που ξέσπασε μετά επιβράδυνε τον πτωτικό ρυθμό, με αποκορύφωμα την οριακή μείωση του 0,2% που προκύπτει κατά τη σύγκριση της περσινής χρονιάς με το 2023.
Για να φανεί το «χάσμα» ανάμεσα στην αντίληψη που επικρατεί στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αξίζει να σημειωθεί ότι η δεύτερη χειρότερη επίδοση εμφανίζεται στη Βουλγαρία, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 37,4%. Ακολουθούν Σερβία και Τουρκία, με 34% και 32,2% αντίστοιχα. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης διαμορφώνεται στο 17,6% για την περσινή χρονιά, με μείωση σε σχέση με το 19,3% του 2023. Στοιχείο διαφοροποίησης στην Ελλάδα είναι και το ακόλουθο: ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα υψηλότερα ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας καταγράφονται στους νέους ηλικίας κάτω των 18 ετών, στην Ελλάδα εντοπίζονται στους άνω των 65, όπου μάλιστα τα ποσοστά ξεπερνούν και το 70%.
Ποιο είναι το εντυπωσιακό; Σε όλη την Ευρώπη, η υποκειμενική φτώχεια εμφανίζεται υψηλότερη από την αντικειμενική, δηλαδή αυτή που μετριέται με βάση το διάμεσο εισόδημα. Όμως, ενώ στον μέσο ευρωπαϊκό όρο η απόσταση είναι μικρή (17,4% η υποκειμενική φτώχεια και στο 16,2% ο δείκτης του κινδύνου φτώχειας), στην Ελλάδα είναι χαώδης: 66,8% η υποκειμενική και 19,6% ο κίνδυνος φτώχειας, με την απόσταση των 47,2 μονάδων να μην εντοπίζεται προφανώς σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Σε αντίθεση με τον δείκτη της σχετικής φτώχειας, στον αντίστοιχο του ποσοστού πολιτών σε κίνδυνο η Ελλάδα δεν κατατάσσεται πρώτη στην κατάταξη: Η Βουλγαρία είναι στο 21,7%, η Τουρκία στο 22,2%, η Ισπανία στο 19,7%, ενώ το ίδιο ποσοστό καταγράφεται και στη Σερβία.
Πηγή: naftemporiki.gr












