Γιατί ο Κλεισθένης θα δημιουργήσει προβλήματα στο Δήμο Λουτρακίου - Περαχώρας - Αγίων Θεοδώρων

Πλέον, όσοι δήμαρχοι ή περιφερειάρχες εκλεγούν τη δεύτερη Κυριακή θα είναι υποχρεωμένοι να υλοποιήσουν ένα διαφορετικό πρόγραμμα από αυτό που πρότειναν

 

Ότι έπρεπε να αλλάξει η ενισχυμένη αναλογική, βάσει της οποίας εκλέγονταν έως τώρα τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, και να πάμε προς ένα αναλογικότερο σύστημα, αυτό ήταν αυτονόητο. Δεν ήταν δυνατόν μια δημοτική παράταξη η οποία λάμβανε ακόμη και το 23% ως 25% των ψήφων την πρώτη Κυριακή, να καταλαμβάνει το 60% των δημοτικών ή περιφερειακών εδράνων. Όμως, με τον «Κλεισθένη» περάσαμε στο άλλο άκρο.

 

Πλέον, όσοι δήμαρχοι ή περιφερειάρχες εκλεγούν τη δεύτερη Κυριακή θα είναι υποχρεωμένοι να υλοποιήσουν ένα διαφορετικό πρόγραμμα από αυτό το οποίο πρότειναν και ενεκρίθη από τους πολίτες. Θα υπάρξουν, μάλιστα, περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράταξη του εκλεγμένου δημάρχου ή περιφερειάρχη θα έχει λιγότερους συμβούλους από αυτήν της μείζονος αντιπολίτευσης. Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που ο εκλεγείς κατά τον δεύτερο γύρο, ήταν δεύτερος την πρώτη Κυριακή (όπως συνέβη για παράδειγμα στο Δήμο Λουτρακίου - Περαχώρας - Αγίων Θεοδώρων το 2010).

 

Πέραν αυτών, στην αυτοδιοίκηση δεν υπάρχουν οι θεσμικές εγγυήσεις οι οποίες συναντώνται στο Κοινοβούλιο. Δεν προβλέπεται, δηλαδή, εκ νέου προσφυγή στις κάλπες στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η εξασφάλιση της δεδηλωμένης. Έτσι, ανοίγει διάπλατα παράθυρο συναλλαγής, η οποία μπορεί να είναι διαρκής, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας. Διαφορετικά θα δούμε πολλούς δήμους και περιφέρειες να οδηγούνται σε παραλυσία λόγω αδυναμίας διακυβέρνησης.

 

Πολλά από αυτά θα μπορούσαν να λυθούν εάν ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης δεν αρνιόταν πεισματικά να υιοθετήσει κάποιες «ρήτρες κυβερνησιμότητας» τις οποίες εισηγούνταν ακόμη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι διαθέτουν αυτοδιοιηκητική εμπειρία.

 

Θα μπορούσε για παράδειγμα, να υπάρχει ένα κατώφλι εκλογής 3% έως 5% στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, όπως υπάρχει και για το εθνικό κοινοβούλιο, το οποίο μάλιστα διατήρησε η κυβέρνηση, κατά την αλλαγή του εκλογικού νόμου.

 

Θα μπορούσαν επίσης να δοθούν περισσότερες εκτελεστικές αρμοδιότητες στα μονοπρόσωπα όργανα (δήμαρχος, αντιδήμαρχοι κ.λπ.), ώστε να επιλύονται ανεμπόδιστα τα ζητήματα της καθημερινότητας και τα συμβούλια να ασχολούνται με τη χάραξη της γενικότερης πολιτικής και στρατηγικής των δήμων και των περιφερειών.

 

Με τον τρόπο αυτόν, με την υιοθέτηση αυτών των βελτιώσεων, θα εξασφαλιζόταν η κυβερνητιμότητα των δήμων και των περιφερειών, χωρίς μάλιστα να τίθενται σε σοβαρό κίνδυνο οι μικροκομματικές επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η μετάθεση των παρατάξεών του από τα μοναχικά έδρανα της αντιπολίτευσης, σε αυτά της διοίκησης.

 

Στον «Κλεισθένη» υπάρχουν και ορισμένες άλλες προβληματικές διατάξεις. Για παράδειγμα, δίνεται στο εξής η δυνατότητα τα τοπικά συμβούλια να εκλέγονται, πέρα και άσχετα, από τις δημοτικές παρατάξεις οι οποίες διεκδικούν τη διοίκηση του δήμου. Αυτό δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το έργο της δημοτικής αρχής καθώς μπορεί να βρει απέναντί της προέδρους τοπικών συμβουλίων που δεν θα ανήκουν στην παράταξή της. Εκτός αυτού, το μέτρο αυτό ενισχύει αντί να αμβλύνει, τους τοπικισμούς και τον παραγοντισμό.

 

Σημαντικό μειονέκτημα είναι και η δραστική περιστολή των υποψηφίων. Έως τώρα, κάθε συνδυασμός είχε τη δυνατότητα να συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιό του αριθμό υποψηφίων έως και διπλάσιο από τις προβλεπόμενες έδρες (δηλαδή σε συμβούλια 40 εδρών μπορούσαν να είναι έως 80 υποψήφιοι). Τώρα ο αριθμός περιορίζεται έως το 30% (δηλαδή σε συμβούλια 40 εδρών οι υποψήφιοι θα είναι το πολύ 52 αντί των 80). Η διάταξη αυτή, κατά πρώτον περιορίζει τη δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά, κατά δεύτερον θα έχει επίπτωση στο ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές (είναι γνωστό ότι κάθε υποψήφιος κινητοποιεί όσους περισσότερους ψηφοφόρους μπορεί) και επίσης, το δημόσιο θα στερηθεί μερικά εκατομμύρια ευρώ από το παράβολο συμμετοχής στις εκλογές το οποίο καταβάλλουν οι υποψήφιοι.

 

Χώρια βεβαίως από το γεγονός ότι ο «Κλεισθένης» δεν θεραπεύει καμία από τις σημαντικές θεσμικές αδυναμίες του «Καλλικράτη», αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση…