Η απίστευτη ιστορία μιας έπαυλης λίγο έξω από το Κιάτο Κορινθίας που εγκαταλείφθηκε μέσα σε μια νύχτα.
Είναι αδύνατον να μην το προσέξεις. Στέκει επιβλητικό, λίγο έξω από την πόλη του Κιάτου Κορινθίας, και από μακριά μοιάζει να κατοικείται από κάποιον «τυχερό» που η ζωή μαζί με τη μοίρα τού τα έφεραν όλα δεξιά.
Όσο πλησιάζεις, όμως, συνειδητοποιείς... τα πάνω κάτω της ζωής, τα παράξενα γυρίσματα της μοίρας - πώς είναι δυνατόν αυτό το ανάκτορο να κατάντησε εγκαταλελειμμένο, ερειπωμένο, «φαγωμένο» από τον χρόνο και τη μανία των ανθρώπων; Σε ποιον ανήκε; Ποιος το λεηλάτησε; Ποιος το κατέστρεψε; Πού πήγαν οι ιδιοκτήτες του; Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρθηκε; Ποια είναι η ιστορία αυτού του σπιτιού που κανένα άλλο στην περιοχή δεν μπορεί να φτάσει σε μέγεθος και ομορφιά;
Όσο στέκεις απέξω, ανοίγουν πόρτες και παράθυρα της γειτονιάς. Και στόματα που αφηγούνται μνήμες για την οικογένεια που κάποτε το κατοικούσε. Μία από τις πιο διάσημες, τις πιο μορφωμένες, τις πιο ευυπόληπτες του «χωριού», που έφυγε βράδυ για να γλιτώσει τα χειρότερα. Τα καλύτερα έμειναν πίσω...
Το «χρυσό» εξάρι
Δεκαετία του ’90. Το Κιάτο υποδέχεται έναν γιατρό με λαμπρές σπουδές στην Ελλάδα, μετεκπαίδευση στο εξωτερικό και προϋπηρεσία στα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας. Μέρα με τη μέρα όλοι μιλούν για τον γιατρό που κάνει θαύματα με τις γνώσεις και την εμπειρία του, οι ασθενείς τον εμπιστεύονται τυφλά και εκείνος δουλεύει ασταμάτητα προκειμένου να βοηθά όσο περισσότερο κόσμο μπορεί.
«Λίγο μετά παραιτήθηκε από το Κέντρο Υγείας και από το ΕΣΥ και άνοιξε δικό του ιατρείο σε κεντρικό σημείο του Κιάτου», λέει πρόσωπο από την περιοχή και συνεχίζει: «Ήταν εξαιρετικός γιατρός, ίσως ο καλύτερος που έχει περάσει από τον τόπο μας. Ο κόσμος έκανε ουρά έξω από το ιατρείο του και εκείνος δούλευε νυχθημερόν προκειμένου να αντεπεξέλθει στο καθήκον του. Τον ρωτούσαν για κάθε πιθανή και απίθανη πάθηση, γιάτρεψε πολλούς κι έδωσε δύναμη σε ακόμη περισσότερους. Ήμασταν περήφανοι για τον γιατρό μας, ήταν γεννημένος για να κάνει το καλό και η ζωή ή μάλλον η τύχη βρήκε τον τρόπο να του το ανταποδώσει...». Τα χρόνια περνούν σιγά σιγά...
Ήταν μια συνηθισμένη ημέρα, όταν ο γιατρός σταμάτησε στο προποτζίδικο, που βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το ιατρείο του, για να παίξει ένα lotto. Την επόμενη ημέρα θα ξυπνούσε έχοντας στον λογαριασμό του 3.000.000 ευρώ: «Δεν μπορούσε να το πιστέψει ούτε στα πιο βαθιά του όνειρα. Ήταν πλέον πλούσιος, η γυναίκα του, καθηγήτρια Αγγλικών στο επάγγελμα, δεν θα χρειαζόταν να δουλεύει τόσο πολύ και τα παιδιά τους, δύο θαυμάσια αγόρια, θα μπορούσαν να υπολογίζουν σε ένα οικονομικά βέβαιο μέλλον», λέει φίλος του από τα παλιά και συνεχίζει: «Κάπου εκεί, ωστόσο, ο γιατρός έχασε την μπάλα. Δεν μπορούν να χειριστούν όλοι με τρόπο συνετό το χρήμα που έρχεται απρόσμενα και ξαφνικά. Λίγο καιρό μετά έκλεισε το ιατρείο του και αποφάσισε να ασχοληθεί με το real estate, μια δουλειά που, αν δεν ξέρεις τα κόλπα, κινδυνεύεις να χάσεις πολλά χρήματα, ενώ συνεταιρίστηκε και με έναν έμπορο οινοπνευματωδών ποτών από τη Νεμέα, ο οποίος δεν φημιζόταν για την αξιοπιστία του.
Του λέγαμε να μην αφήσει το ιατρείο, να μην μπλεχτεί με επενδύσεις και με ανθρώπους που δεν γνωρίζει, να μην ξοδεύει αλόγιστα τα χρήματά του, αλλά δεν άκουγε κανέναν. Λάτρης του κλαρίνου, θυμάμαι να κατεβάζει ολόκληρες ορχήστρες σε ένα κέντρο στην εθνική οδό και να κερνάει φίλους, συναδέλφους, γνωστούς και άγνωστους σε γλέντια ατελείωτα. Έκανε το λάθος να πιστέψει ότι η ζωή του θα ήταν και αυτή από εδώ και στο εξής ένα γλέντι που δεν θα τελείωνε ποτέ...».
Η αρχή του τέλους
Μέσα σε σχεδόν πέντε χρόνια ο γιατρός χάνει πάρα πολλά χρήματα και παρότι ο κίνδυνος μιας απόλυτης οικονομικής καταστροφής αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, εκείνος συνεχίζει να επενδύει σε λάθος δουλειές και κυρίως σε λάθος ανθρώπους: «Παράλληλα, είχε πάρει και ένα πολύ μεγάλο δάνειο για να χτίσει το σπίτι των ονείρων του. Και ήταν πραγματικά ένα σπίτι που μόνο στα όνειρά σου μπορείς να δεις», λέει μία γυναίκα από τη γειτονιά του γιατρού και συνεχίζει: «Στους δύο ορόφους του απλώνονταν η χλιδή και η πολυτέλεια. Πελώρια δωμάτια με τζάκια, σαλόνια με γυάλινους θόλους για να βλέπεις τον ουρανό, μπάνια με σάουνες, τζακούζι και υδρομασάζ, σπίτια για το προσωπικό, θέσεις parking και ένας τεράστιος κήπος συνέθεταν αυτό το πραγματικό παλάτι που όμοιό του δεν υπάρχει στα μέρη μας. Όσοι είχαν μπει μέσα θαμπώνονταν από τον πλούτο και την ομορφιά.
Παρ’ όλα αυτά, κάτι δεν πήγαινε καλά. Εδώ στο Κιάτο είμαστε όλοι μια μεγάλη γειτονιά και πολλοί έκαναν λόγο για την ασυνέπεια που έδειχνε ο γιατρός αναφορικά με τις οικονομικές υποχρεώσεις του. Άφηνε απλήρωτους μαστόρους, σοβατζήδες, μπογιατζήδες, εμπόρους, οι άνθρωποι ζητούσαν τα χρήματά τους και όλο τους ανέβαλε τις πληρωμές. Είχε κυκλοφορήσει τότε και μια φήμη ότι έπαιζε χρήματα στο καζίνο και πως είχε χάσει πολλά λεφτά και εκεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει με βεβαιότητα την αλήθεια. Το θέμα είναι ότι “δαγκώθηκε” πολύς κόσμος που δεν κατάφερε να πάρει ποτέ τα χρήματα που του χρωστούσε ο γιατρός.
Όταν η κατάσταση έφτασε πλέον στο απροχώρητο, ένα βράδυ, ο γιατρός πήρε την οικογένειά του και εξαφανίστηκε από το Κιάτο. Μόνο δύο μήνες πρόλαβαν να μείνουν μέσα. Τα άφησαν όλα πίσω τους, χωρίς να πάρουν σχεδόν τίποτα μαζί τους. Προφανώς, δεν υπήρχε χρόνος για στρατηγικές, μετακομίσεις και διακανονισμούς. Και σίγουρα για να εξαφανιστούν έτσι ξαφνικά, δεν υπήρχε και λύση.
Η αλήθεια είναι πως πολύς κόσμος κυνηγούσε τον γιατρό. Η φυγή του από εκείνο το παλάτι πριν από μερικά χρόνια έμοιαζε με μονόδρομο. Όλα τα υπόλοιπα οδηγούσαν σε αδιέξοδο...». Όταν ο γιατρός φεύγει από το Κιάτο γύρω στο 2010 για να γλιτώσει, αφήνει πίσω του πολλούς απλήρωτους «λογαριασμούς», ακόμη και σε τοκογλύφους. Όταν ένας από αυτούς ανακαλύπτει τα ίχνη του στην Αθήνα, του τηλεφωνεί λέγοντάς του: «Γιατρέ, είμαι στο σπίτι σου με ένα μπιτόνι γεμάτο βενζίνη. Αν δεν με πληρώσεις, θα ανάψω ένα σπίρτο και θα σου το κάψω». Η απειλή δεν πραγματοποιείται ποτέ, ωστόσο, η οργή ορισμένων και η αλητεία κάποιων άλλων αρκούν και περισσεύουν για να μεταμορφώσουν το παλάτι σε ερείπιο.
Βάνδαλοι
«Κάποιοι Ρομά λεηλάτησαν τα πάντα. Μπήκαν μέσα, ξήλωσαν μπάνια, κουζίνες, παράθυρα, πλακάκια, ό,τι μπορούσαν να πάρουν το πήραν. Λυπάμαι που το λέω, αλλά υπήρξαν και πρόσωπα δικά μας που συμμετείχαν σε αυτή την ντροπή. Άνθρωποι που τους γνωρίζουμε και που ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι θα προχωρούσαν σε αυτό το πλιάτσικο. Μέρα με τη μέρα μετέτρεψαν με τους βανδαλισμούς τους το σπίτι σε γιαπί. Έβαψαν τους τοίχους, έκαψαν πράγματα, μέχρι τον γυάλινο θόλο που κάλυπτε ένα μέρος της οροφής έσπασαν από τη μανία τους», αναφέρει χαρακτηριστικά πρόσωπο που μένει σε ένα από τα απέναντι σπίτια και συνεχίζει: «Τηλεφωνήσαμε πάρα πολλές φορές στην Αστυνομία για να έρθει να αποτρέψει τις επαναλαμβανόμενες καταστροφές, αλλά δεν ήρθε ποτέ κανείς. Ό,τι κι αν είχε γίνει, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να λεηλατήσει και να καταστρέψει με τέτοιο βάναυσο τρόπο την περιουσία κάποιου άλλου. Εμείς οι γείτονες φωνάζαμε καιρό, αλλά δεν μας άκουγαν...».
Σήμερα, το σπίτι αυτό, απ’ όσο γνωρίζω, το έχει Τράπεζα, ενώ ο γιατρός ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως κορυφαίος στον τομέα του. Πολλοί είναι αυτοί που δεν θέλουν να θυμούνται, περισσότεροι εκείνοι που εξαρχής επέλεξαν να ξεχάσουν συνεχίζοντας τη ζωή τους και τυχεροί όσοι εξαρχής γνώριζαν ότι κάποιες φορές η τύχη είναι σαν γυαλί: εκεί που λάμπει, θρυμματίζεται...
Ρομίνα Ξύδα / Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής στις 26 Μαρτίου