Παγκόσμια αναταραχή: Τα τέσσερα σενάρια για το τελεσίγραφο Τραμπ στον Πούτιν-12ήμερο γεωπολιτικής συμπίεσης

Σπύρος Σιδέρης

 

 

Σε μια από τις πλέον αιχμηρές και αποφασιστικές του παρεμβάσεις μετά την επάνοδό του στην εξουσία, ο πρόεδρος των Ηνωμένων ΠολιτειώνΝτόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε από το Ηνωμένο Βασίλειο ότι μειώνει δραστικά το χρονικό περιθώριο που δίνει στη Ρωσία για να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία: από τις 50 ημέρες που είχε προηγουμένως ορίσει, πλέον απομένουν μόλις 10 έως 12 ημέρες. Η κίνηση αυτή, συνοδευόμενη από απειλή για δευτερογενείς κυρώσεις και επιβολή 100% δασμών σε όσα κράτη συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικούς ενεργειακούς πόρους, ανεβάζει κατακόρυφα την ένταση στις σχέσεις Ουάσιγκτον–Μόσχας, αλλά και εγκαινιάζει μια νέα περίοδο οικονομικής διπλωματίας υψηλού ρίσκου, όπου τα όρια ανάμεσα σε πολιτική πίεσηεμπορικό εκβιασμό και προοίμιο σύγκρουσης γίνονται εξαιρετικά δυσδιάκριτα.

 

 

Το βασικό επιχείρημα του Τραμπ είναι η απουσία προόδου στις διαπραγματεύσεις. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, «δεν έχει νόημα να περιμένουμε 50 ημέρες. Δεν βλέπουμε καμία πρόοδο. Ξέρω ήδη τι θα συμβεί».

 

Εμφανίστηκε μάλιστα απογοητευμένος από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος – κατά τον ίδιο – «αντί να επιδιώκει εμπορικές σχέσεις και ευημερία, συνεχίζει έναν πόλεμο που δεν έχει κανένα οικονομικό νόημα». Αυτή η απογοήτευση, ωστόσο, δεν συνοδεύεται μόνο από ρητορική. Για πρώτη φορά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δηλώνει έτοιμος να κινηθεί προς σκληρές δευτερογενείς κυρώσεις που θα στοχεύσουν τρίτες χώρες οι οποίες εξακολουθούν να συναλλάσσονται με τη Ρωσία στον τομέα της ενέργειας. Η απειλή είναι σαφής: είτε θα επιλέξετε να αγοράζετε ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, χάνοντας την πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ, είτε θα εγκαταλείψετε το ρωσικό καύσιμο για να αποφύγετε τους δασμούς 100%.

 

Το νέο αυτό πλαίσιο ενδέχεται να οδηγήσει σε παγκόσμιο εμπορικό κλυδωνισμό, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με αντίμετρα από την Κίνα, η οποία αποτελεί τον βασικότερο πελάτη της ρωσικής ενέργειας. Αν το Πεκίνο αρνηθεί να συμμορφωθεί και επιλέξει την ανταπόδοση, επιβάλλοντας αντίστοιχους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα, η σύγκρουση θα πάρει τη μορφή εμπορικού πολέμου με αλυσιδωτές επιπτώσεις στις παγκόσμιες τιμές ενέργειας, στις εφοδιαστικές αλυσίδες και στη σταθερότητα των αγορών.

 

Αντιθέτως, αν η Κίνα δώσει σήμα αποδοχής των δευτερογενών κυρώσεων, οι ρωσικές εξαγωγές θα δεχτούν συντριπτικό πλήγμα, αφού η Ινδία και η Σαουδική Αραβία – σύμφωνα με διαρροές – φαίνεται να έχουν ήδη ξεκινήσει διαπραγματεύσεις επανατοποθέτησης.

 

Ο Τραμπ φαίνεται να ποντάρει στο ότι η χθεσινή εμπορική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία περιλαμβάνει αύξηση εισαγωγών αμερικανικών ενεργειακών πόρων αντί των ρωσικών, δημιουργεί ένα περιβάλλον προκαταρκτικής απομόνωσης της Ρωσίας στην ενεργειακή αγορά. Παράλληλα, οι ΗΠΑ φέρονται να έχουν έρθει σε κατ’ αρχήν συνεννόηση με τη Σαουδική Αραβία για αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, προκειμένου να απορροφηθούν πιθανές ανατιμήσεις.

 

Ωστόσο, η αξιοπιστία αυτών των απειλών εξαρτάται από τη θέση της Κίνας. Αν η Λαϊκή Δημοκρατία αποφασίσει να συνεχίσει τις αγορές από τη Ρωσία, όχι μόνο οι κυρώσεις θα χάσουν τη δυναμική τους, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αναδίπλωση, για να αποφευχθεί μια κρίση δύο κατευθύνσεων: μία με τη Ρωσία, και μία με την Κίνα. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ΗΠΑ, παρά τη ρητορική του Τραμπ, δεν διαθέτουν άλλα μέσα συγκρίσιμης πίεσης προς τη Μόσχα, πέραν του άμεσου στρατιωτικού κινδύνου – μια επιλογή που αποκλείεται ρητά, λόγω του πυρηνικού χαρακτήρα της ρωσικής αποτρεπτικής δύναμης.

 

Στο μεταξύ, τέσσερα πιθανά σενάρια φαίνεται να σχηματοποιούνται ως βάση ανάλυσης:

 

  • Πρώτον, η Κίνα επιλέγει να συμμορφωθεί με τις δευτερογενείς κυρώσεις και η Ρωσία, υπό αυξανόμενη πίεση, συναινεί σε κατάπαυση του πυρός, πιθανώς ζητώντας ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ – είτε σε κυρώσεις είτε σε αναγνώριση «τετελεσμένων» σε περιοχές όπως η Κριμαία ή το Ντονμπάς.
  • Δεύτερον, η Κίνα συμμορφώνεται, αλλά η Μόσχα επιλέγει να συνεχίσει τον πόλεμο, περιορίζοντας κοινωνικές δαπάνες και οδηγώντας τη ρωσική οικονομία σε βαθιά ύφεση και μακροχρόνιο στρατιωτικοποιημένο αποκλεισμό.
  • Τρίτον, η Ρωσία ερμηνεύει το τελεσίγραφο ως άμεση επιθετική ενέργεια των ΗΠΑ και προχωρά σε στρατιωτική κλιμάκωση, φτάνοντας στο σημείο να διατυπώσει πυρηνικές απειλές, όπως άφησε να εννοηθεί ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ με τη δήλωσή του ότι «ο κάθε νέος εκβιασμός είναι ένα βήμα πιο κοντά στον πόλεμο με την Αμερική».
  • Τέταρτον, η Κίνα και άλλες χώρες όπως η Τουρκία, η Ινδία ή ακόμα και κράτη της Λατινικής Αμερικής, συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικά καύσιμα, αψηφώντας τους δασμούς. Σε αυτό το σενάριο, οι κυρώσεις αποδυναμώνονται και ο πόλεμος συνεχίζεται στην παρούσα του μορφή, με περιορισμένα γεωγραφικά κέρδη, υψηλό ανθρώπινο κόστος, αλλά διατηρούμενη ισχύ του καθεστώτος Πούτιν.

 

Η Τουρκία, από την πλευρά της, επιχειρεί να παρουσιάσει εαυτόν ως ουδέτερο μεσολαβητή. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι «σύντομα στην Τουρκία θα στηθεί τραπέζι ειρήνης», χωρίς να διευκρινίσει αν υπάρχει ήδη συμφωνία ή απλώς διπλωματική φιλοδοξία. Σημειώνεται ότι το Κρεμλίνο διαψεύδει πιθανότητα άμεσης συνάντησης με τον Ντόναλντ Τραμπ ή τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Πάντως, η Τουρκία διατηρεί στρατηγικά κανάλια με όλα τα μέρη, και ενδεχομένως να παίξει καθοριστικό ρόλο σε ένα ενδιάμεσο πλαίσιο αποκλιμάκωσης, αν το τελεσίγραφο των 12 ημερών αποδειχθεί μη αποδοτικό.

 

Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή του Τραμπ να μετατρέψει το χρονικό περιθώριο σε στρατηγικό μοχλό δημιουργεί μια περίοδο διπλωματικής ασφυξίας, όπου οι ηγέτες καλούνται να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις εντός ημερών – όχι μηνών. Η ένταση ανεβαίνει, οι αγορές παρακολουθούν και η διεθνής κοινότητα μπαίνει σε έναν ακόμη κύκλο αβεβαιότητας, όπου η διπλωματία, η ενέργεια και η ασφάλεια διασταυρώνονται σε ένα εύθραυστο τρίγωνο.

 

Ο τελικός αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από τη βούληση συντονισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, από το πόσο πιστευτή θα είναι η απειλή των δευτερογενών κυρώσεων και από το εάν η Ρωσία θεωρήσει πως έχει περισσότερα να κερδίσει μέσω διαπραγμάτευσης, παρά μέσω της παράτασης της σύγκρουσης. Αν μέσα στο δεκαήμερο που ξεκίνησε, το τραπέζι ειρήνης γίνει πραγματικότητα, τότε ο Τραμπ θα έχει πετύχει μια σπάνια διπλωματική νίκη μέσω καταναγκασμού. Αν όχι, θα βρεθεί απέναντι σε μια ολοένα πιο συμπαγή αντισυσπείρωση και ίσως σε μια κρίση που δεν μπορεί να ελέγξει.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ