Το Πάσχα στην ελληνική ποίηση

«Λαμπρή», αιώνες κι αιώνες πριν, ονόμασε ο λαός μας το Πάσχα. Πανάρχαιη η λέξη, μετέφερε το πανάρχαιο αισιόδοξο μήνυμα του αέναου κινούμενου κύκλου της ανθρώπινης ζωής και της φύσης, της νίκης της ζωής επί του θανάτου, του ερχομού του «Ανώτατου Αγαθού», δηλαδή της γεμάτης λαμπρό φως άνοιξης.

 

Πανάρχαιη και η καταγωγή των χριστιανικών μύθων και περί των παθών του θεανθρώπου και της εκ νεκρών «ανάστασής» του, «έθρεψε» και την ποιητική μούσα του λαού μας, δημώδη και έντεχνη. Μέσω της ελληνικής ποίησης - με χαρακτηριστικά αποσπάσματα δημοτικών ποιημάτων, καθώς και ποιημάτων σημαντικών παλαιότερων και νεότερων ποιητών - θελήσαμε να γιορτάσουμε φέτος τη γιορτή της άνοιξης.

 

Η ποιητική περιήγησή μας στο «θείον» πάθος και την «Ανάσταση» αρχίζει με έξι στίχους από τον αριστουργηματικό «Επιτάφιο Θρήνο», ανωνύμου ποιητή.

 

«Ω γλυκύ μου έαρ,/ γλυκότατόν μου τέκνον,/

πού έδυσου το κάλλος;

Η δάμαλις τον μόσχον,/ εν ξύλω κρεμασθέντα,/

ηλάλαζεν ορώσα.

Ω φως των οφθαλμών μου,/ γλυκύτατόν μου

τέκνον,/ πώς τάφω νυν καλύπτη;».

 

Δημοτικά μοιρολόγια

 

«Τάξε του Χάρου καμπουχά, της Χάρισσας βελούδο,

και του μικρού Χαρόπουλου μεταξωτό μαντίλι.

Μπέρτι και σου τις χάριζαν τις τρεις γιορτές του χρόνου,

μόν' του Χριστού για το Χριστό και τω Βαγιώ για βάγια

και τη μεγάλη τη Λαμπρή για το Χριστοσανέστη».

***

«Με γέλασαν τα πουλιά»

«Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια

Με γέλασαν κι μου 'πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.

Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο

Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι

Βλέπω τον χάρο να 'ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.

Μαύρος είν' μαύρα φορά, μαύρο κι τ' άλογο του.

Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:

- Ασε με χάρε μ' άσε με, ακόμα για να ζήσω

Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω

Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν' αλλάξω

και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.

- Μένα μ' έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.

- Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.

Για να μ' αφήνει να 'ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο

Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια

Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη».

 

Έλληνες ζωγράφοι με θέμα το Πάσχα της ελληνικής υπαίθρου στις αρχές του  20ου αιώνα | greek culture/ελληνικός πολιτισμός

Θεόφιλος

 

Σολωμός και μεταγενέστεροι

 

Η «σταύρωση» του αγωνιζόμενου ανθρώπου, οι θρήνοι της Μάνας του, η «ανάστασή» του ενέπνευσαν πολλούς ποιητές. Τον εθνικό ποιητή, Διονύσιο Σολωμό, αλλά και πολλούς ποιητές της γενιάς του '30, της προπολεμικής και της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ανάμεσα τους οι Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης, Αγγελος Σικελιανός, Γιάννης Ρίτσος, Ρίτα Μπούμη - Παπά, Νικηφόρος Βρεττάκος, των οποίων ποιητικά αποσπάσματα παραθέτουμε.

 

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ: «Η ημέρα της Λαμπρής»

«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε

της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,

σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε

τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη

και από κει κινημένο αργοφυσούσε

τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,

που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:

Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

---

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,

όλοι, μικροί - μεγάλοι, ετοιμαστήτε

μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες

με το φως της χαράς συμαζωχτήτε

ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες

ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!

Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,

πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!

 

ΒΑΡΝΑΛΗΣ Κ.: «Οι πόνοι της Παναγιάς»

«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

---

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ' υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

---

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,

χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!

Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»

 

  Κ. Βάρναλη Η μάνα του Χριστού. Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης. Ερμηνεία: Γεωργία Φραγκιαδάκη. Αφήγηση : H ηθοποιός Ελένη Χανιωτάκη Συνοδεύουν οι μουσικοί :Ελεάννα Πιτσικάκη στο κανονάκι και Αριστείδης Κουτεντάκης στην κιθάρα

 

 

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: «Μαγδαληνή»

«Ω Κύριε, εγώ 'μαι που έσπασα σα μυρογιάλι

στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα

μακριά μαλλιά μου εγώ τ' ανέμισα στις τρέμουλες,

σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!

Εγώ 'μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε

κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,

στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια

στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,

πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!

Κ' έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε

σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!

Χριστέ, κι αν όλοι σ' αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!

Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό

κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι

στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,

βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας

το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη».

 

Kαι τόσοι Άλλοι Ποιητές έγραψαν........