Καίρια ερωτήματα αναφορικά την αδειοδότηση και λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας θέτει ο Χρήστος Ράμμος.
Σε ανάρτησή του ο πρώην πρόεδρος της ΑΔΑΕ και ανώτατος δικαστικός εκφράζει προβληματισμό για την ταχύτητα με την οποία η Πολιτεία προχωρά στην ενεργοποίηση των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 16 §§5 και 8 του Συντάγματος απαγορεύουν ρητά την ίδρυσή τους από ιδιώτες.
Ο κ. Ράμμος θέτει το ζήτημα της συμβατότητας αυτής της σπουδής με τον σεβασμό στη συνταγματική νομιμότητα. Όπως επισημαίνει, δεν μπορεί να θεωρείται ότι ζητήματα συνταγματικής τάξης έχουν λυθεί απλώς με μια δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου του ΣτΕ. Τονίζει την ανάγκη αυστηρής τήρησης των θεσμικών διαδικασιών, προκειμένου να διαφυλαχθεί η αξιοπιστία των θεσμών.
Αναλυτικά όσα αναφέρονται στην ανάρτηση του Χρήστου Ράμμου:
«Τρεις σχεδόν μήνες μετά μια λακωνική ανακοίνωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (εκδοθείσα κατ’ επίκληση του άρθρου 34 παρ.8 του π.δ/τος 18/1989) ότι, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, διασκεφθείσα, έκρινε ότι το Σύνταγμα της χώρας δεν απαγορεύει την ίδρυση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από χώρα συμβεβλημένη στην GATS, η σχετική απόφαση δεν έχει ακόμη, εξ όσων γνωρίζω, δημοσιευθεί.
Δεν θα σχολιάσω αυτή την φορά από άποψη νομικής βασιμότητας την κρίση αυτή, όπως την ανακοίνωσε ο Πρόεδρος του ΣτΕ. Το έχω κάνει με παλιότερη ανάρτηση μου της 14.6. Απλώς επαναλαμβάνω ότι προκαλεί τουλάχιστον τεράστια (δεν είναι υπερβολική η λέξη) απορία το πως το Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι ο βασικός εγγυητής της συνταγματικής νομιμότητας, παρέκαμψε δύο σαφέστατες συνταγματικές διατάξεις (αυτές του άρθρου 16 §§5 και οκτώ) που ρητώς και αδιάστικτα (καλώς ή κακώς είναι άλλο θέμα) απαγορεύουν την ίδρυση πανεπιστημίων από ιδιώτες.
Πολλοί είπαν τότε «μην βιάζεστε περιμένετε να δημοσιευθούν οι σχετικές αποφάσεις, να δούμε την σχετική επιχειρηματολογία που περιέχεται στην αιτιολογία τους και μετά κάνετε τον όποιο σχολιασμό».
Αντί αυτού, όχι μόνο δεν έχουμε ακόμη δει δημοσιευμένες αποφάσεις σχετικά με το σοβαρότατο αυτό θέμα, αλλά έχουμε αντίθετα δει να εξαγγέλλεται η επικείμενη έναρξη της λειτουργίας των ονομαζόμενων Παραρτημάτων – Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (εν συντομία ΝΠΠΕ). Αυτό σημαίνει ότι με μια απλή λακωνικότατη δήλωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και χωρίς να έχει λάβει νόμιμη υπόσταση η σχετική επί ενός τόσο σοβαρού θέματος δικαιοδοτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (εξ όσων γνωρίζω οι δικαστικές αποφάσεις αποκτούν νόμιμη υπόσταση από και δια της δημοσιεύσεως τους σε δημόσια συνεδρίαση του οικείου δικαστηρίου) που θα κρίνει όχι μόνο τη συνταγματικότητα του θεσμού, αλλά και τις επιμέρους προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες είναι αποδεκτή κατά το Σύνταγμα η αδειοδότηση των ΝΠΠΕ, η Πολιτεία έχει ήδη αρχίσει να δρομολογεί την διαδικασία της έναρξης λειτουργίας ενός – το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει- αμφιλεγόμενου θεσμού. Ερώτημα: Είναι συμβιβάσιμη η βιασύνη αυτή με την σχολαστική τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας που οφείλει να επιδεικνύει η Πολιτεία;
Δεν θα δώσω τώρα εγώ εδώ την απάντηση. Απλώς θέτω το ερώτημα.
Περαιτέρω, στο σημείο αυτό υπάρχουν κάποια ερωτήματα και σε σχέση με την εφαρμογή στην πράξη της διάταξης του άρθρου 34§8 του π.δ/τος 18/1989. Η ratio του άρθρου αυτού ήταν να μην υπάρχουν διαρροές του αποτελέσματος των διασκέψεων της Ολομέλειας του ΣτΕ, όπως (δυστυχώς) συνέβαινε κατά το παρελθόν, όχι όμως και να βγαίνει μια ανακοίνωση, η οποία να προκαλεί στο κοινό (νομικό ή μη) την εντύπωση ότι, η ανακοίνωση αυτή είναι στην ουσία η απόφαση και ότι η ίδια η απόφαση είναι περίπου μια απλή “λεπτομέρεια” η οποία θα ακολουθήσει, όποτε ο εισηγητής (ή η εισηγήτρια) της υπόθεσης αποφασίσει ή μπορέσει να συντάξει και να ολοκληρώσει το κείμενο της απόφασης και όποτε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφασίσει ότι είναι ώριμη προς δημοσίευση η περί ης ο λόγος απόφαση.
Θα πρέπει, νομίζω, στις περιπτώσεις αυτές η δημοσίευση της απόφασης να ακολουθεί εντός εύλογου χρόνου (και στην περίπτωση ο εύλογος χρόνος δεν μπορεί παρά να έχει την έννοια του ταχύτερου δυνατού) από την έκδοση της ανακοίνωσης του Προέδρου του ΣτΕ.
Δεν είναι δυνατόν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας διατάξεων νόμων να θεωρούνται επιλυθέντα με μια ανακοίνωση του Προέδρου του Δικαστηρίου. Πολύ περισσότερο που μέχρι την δημοσίευση της απόφασης κάθε δικαστής- κρίνοντας κατά συνείδηση- μπορεί (και πάντως έχει το αναφαίρετο δικαίωμα) να αλλάξει γνώμη και ενδεχομένως η πλειοψηφία να γίνει μειοψηφία και το αντίθετο. Κλείνω εδώ λέγοντας μόνο ότι τους δύσκολους καιρούς που ζούμε οι θεσμοί πρέπει οι ίδιοι να μεριμνούν σχολαστικά για την διατήρηση του κύρους τους».