Τι κρατάει τους επενδυτές μακριά από το Λουτράκι

Σε αναζήτηση επενδυτή για την εφαρμογή του σχεδίου εξυγίανσης της κοινοπραξίας που λειτουργεί το καζίνο Λουτρακίου βρίσκονται όλοι οι εμπλεκόμενοι. Από την Τράπεζα Πειραιώς, που έχει μη εξυπηρετούμενο δάνειο της μιας εκ των δύο εταίρων της κοινοπραξίας, έως τη διοικητική ομάδα της εν Ελλάδι κοινοπραξίας.

 

Του Ηλία Μπέλλου

 

Ομως το καζίνο Λουτρακίου παραμένει «όμηρος της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεώς του», που το κατέστησε κοινοπραξία του δήμου με ιδιώτες και η οποία πρέπει πλέον να γίνει μια κανονική εταιρεία με κεφάλαιο. Αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, η απόφαση του δικαστηρίου που επικύρωσε τη συμφωνία εξυγίανσης (υπαγωγή στο άρθρο 106), στην οποία με τη σειρά της προβλέπεται η δραστική μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών της κοινοπραξίας σε ποσοστό 50% για την Τράπεζα Πειραιώς, 40% για τα ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο και 90% για τις απαιτήσεις της μητρικής.

 

Αλλά η απόφαση αυτή έχει προϋποθέσεις όχι εύκολα ή γρήγορα επιτεύξιμες: Προβλέπει, αφενός, τη μετατροπή της κοινοπραξίας σε κεφαλαιουχική κοινοπραξία ή ανώνυμη εταιρεία έως τα μέσα του 2018 και την εκμίσθωση του ξενοδοχείου σε τρίτο επενδύτη, ώστε να μειωθεί το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης και να προκύψουν νέα έσοδα. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που λαμβάνουν χώρα οι τελευταίες εξελίξεις, μεταξύ των οποίων και το προσωρινό σφράγισμα του καζίνο από την Επιτροπή Παιγνίων, επειδή η κοινοπραξία (Τουριστική Λουτρακίου Α.Ε. ΟΤΑ/Club Hotel Casino Loutraki S.A.) δεν κατέβαλε το ποσό των φόρων επί των μεικτών κερδών. Η μη καταβολή αυτών των φόρων έγινε από την κοινοπραξία εκούσια, προκείμενου να επισπεύσει το ξεκαθάρισμα του φορολογικού καθεστώτος στο οποίο υπάγεται και να υπάρξει ορατότητα και ελκυστικότητα για δυνητικούς επενδυτές.

 

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα της κοινοπραξίας και ανέστειλε την απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων περί προσωρινής αναστολής λειτουργίας του καζίνο και η υπόθεση θα κριθεί οσονούπω στην κύρια εκδίκαση της ένστασης.

 

Το καζίνο Λουτρακίου επικαλέσθηκε στις αρχές Μαρτίου την τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Τρίπολης, η οποία επιβάλλει στο ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει στην επιχείρηση περίπου 37 εκατ. ευρώ εντόκως για φόρους που κατέβαλε την περίοδο μέχρι το 2013. Η απόφαση αφορά προσφυγή κατά απόφασης της πρώην υπουργού Ανάπτυξης Βάσως Παπανδρέου, με την οποία αυξήθηκε η φορολογία του καζίνο Λουτρακίου από 20% σε 37%. Το καζίνο προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής και έπειτα από πολλά χρόνια δικαιώθηκε. Ζητεί λοιπόν τώρα τον συμψηφισμό των ποσών αυτών με τους φόρους που οφείλει να καταβάλει και παράλληλα επιδιώκει με νέα προσφυγή να του επιστραφούν και ποσά για την περίοδο μετά το 2013. Να σημειωθεί πως το Δημόσιο αναμένεται να υποβάλει αίτηση αναίρεσης της απόφασης.

 

Το εγχείρημα της κοινοπραξίας του Λουτρακίου αποσκοπεί, αφενός, στο προφανές οικονομικό όφελος, αλλά και στη διαμόρφωση πολύ ελκυστικότερης εικόνας της επιχείρησης προκειμένου να προσελκύσει επενδυτή. Σημειώνεται πως συζητήσεις που είχαν γίνει το τελευταίο διάστημα με δυνητικούς επενδυτές, μεταξύ των οποίων και η CVC, «πάγωσαν» λόγω της αβεβαιότητας που όλα τα παραπάνω και όχι μόνον δημιουργούν. Επιπλέον, η κοινοπραξία του Λουτρακίου αποσκοπεί να επισπεύσει την υπαγωγή της σε συντελεστή της τάξης του 20% (αφού τα μεικτά της κέρδη είναι κάτω των 100 εκατ.) και να μη χρειαστεί να περιμένει έως και το 2020, όπως ο νέος νόμος, που έγινε για το καζίνο στο Ελληνικό, προβλέπει. Εχοντας λαμβάνειν 37 και πλέον εκατομμύρια από το Δημόσιο και νέο συντελεστή στα επίπεδα του 20%, η Τουριστική Λουτρακίου Α.Ε. ΟΤΑ/Club Hotel Casino Loutraki S.A. είναι σαφώς μια πολύ διαφορετική επιχείρηση. Ειδικά καθώς μετά την επικύρωση υπό τους παραπάνω όρους του σχεδίου εξυγίανσης οι συνολικές της υποχρεώσεις έχουν περιοριστεί περίπου στα 32 εκατ. ευρώ καταβλητέα σε 180 άτοκες δόσεις, αναφέρουν κύκλοι της στην «Κ».

 

Πάντως, τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί: η μία από τους δύο εταίρους της κοινοπραξίας είναι η λεγόμενη και «μητρική» Club Hotel Loutraki. Η Club Hotel Loutraki χρωστά στην Τράπεζα Πειραιώς ποσό της τάξης των 40 εκατ. ευρώ. Βασικοί της μέτοχοι είναι οι ισραηλινοί Moshe Bublil, που ειδικεύεται στο ξενοδοχειακό κομμάτι, και Yigal Zilkha, που ειδικεύεται στα καζίνο. Οι σχέσεις τους έχουν εδώ και μια πενταετία διαρραγεί. Επιχειρούν να πουλήσουν και να απεμπλακούν και μάλιστα ο ένας εκ των δύο επιδιώκει να πληρωθεί για να φύγει, ενώ ο άλλος απλώς θέλει να ξεμπλέξει, λένε κύκλοι που ισχυρίζονται πως έχουν γνώση των προθέσεών τους. Η εταιρεία τους Club Hotel Loutraki, εκτός από τη συμμετοχή στην κοινοπραξία που ελέγχει το Λουτράκι, ελέγχει και το Grand Casino στο Βελιγράδι. Μάλιστα, το ξενοδοχειακό ακίνητο που το στεγάζει είναι προσημειωμένο για το μη εξυπηρετούμενο δάνειο στην Πειραιώς.

 

Επομένως, για να βρεθεί επενδυτής που θα συμμετάσχει στο σχέδιο εξυγίανσης της κοινοπραξίας στο Λουτράκι, πρέπει να υπάρξει και λύση στο ζήτημα της μητρικής. Κάτι διόλου εύκολο, με δεδομένο πως οι δύο εκ των τριών μετόχων (ο τρίτος με ποσοστό της τάξης του 18% είναι το ελληνικό private equity Sciens) δεν μιλούν μεταξύ τους, αναφέρουν στην «Κ» τραπεζικές πηγές.

 

«Αγκάθια», η αδυναμία συμψηφισμού ΦΠΑ και το υψηλό εργατικό κόστος

 

 Δύο αρνητικές παραμέτρους για την κερδοφορία των καζίνο, που συχνά δεν συνεκτιμώνται, αποτελούν η αδυναμία συμψηφισμού ΦΠΑ και το υψηλό εργατικό κόστος που συνεπάγεται η κατά βάση νυχτερινή λειτουργία τους.

 

Οσον αφορά στον ΦΠΑ, οι επιχειρήσεις καζίνο τον καταβάλλουν για την αγορά των ποτών, καφέδων και τροφίμων που παρέχουν στους παίκτες τους, αλλά δεν τον εισπράττουν από τα παίγνια, αφού αυτό δεν είναι εφικτό από τη φύση της δραστηριότητας και εξάλλου φορολογούνται και απευθείας στον κύκλο εργασιών τους και επί των κερδών τους. Ομως το κόστος για τους καφέδες, τα ποτά και τα πούρα, που τυπικά παρέχονται στους παίκτες των καζίνο διεθνώς, είναι υψηλό, ειδικά για καζίνο όπου το μέσο στοίχημα των παικτών δεν είναι επαρκώς υψηλό. Επιπλέον, το σχετικό κόστος αυξήθηκε κατά τα τελευταία έτη μαζί με την αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ.

 

 

 

Σημειώνεται αρμοδίως πως όλα τα καζίνο στην Ευρωπαϊκή Ενωση απαλλάσσονται μεν από ΦΠΑ για τα παίγνια («δεν θα σταματάει το παιχνίδι σε κάθε μπιλιά για να εκκαθαριστεί ο ΦΠΑ του γύρου-παιχνιδιού»), αλλά τους απαγορεύεται να ισοσκελίσουν ΦΠΑ. Ετσι τα καζίνο για όλες τις λειτουργίες τους (αγορά υπηρεσιών, προμήθειες, πώληση υπηρεσιών σε πελάτες) καταβάλλουν στο κράτος όλο τον ΦΠΑ, χωρίς δικαίωμα ισοζυγίου. Αν το καζίνο έχει αρκετούς και πολύ καλούς πελάτες, τότε μπορεί να αντεπεξέλθει. Αλλά κατά την περίοδο της ευρωπαϊκής και ιδιαίτερα της ελληνικής κρίσης (2008-2017) η εξαφάνιση των πολλών εύπορων πελατών και η κάθετη πτώση των ποσών που παίζονται, σε συνδυασμό με τον σχεδόν διπλασιασμό του ΦΠΑ (όλων των κατηγοριών) και την επαύξηση ή επιβολή και νέων ειδικών φορολογιών (πολυτελείας) σε ποτά - καφέ - πούρα, εκτόξευσε το σχετικό κόστος για τα καζίνο.

 

Οσον αφορά στο εργατικό κόστος, τα πράγματα είναι ομοίως δύσκολα. Τα καζίνο, ιδίως τα μεγάλα, λειτουργούν συνεχώς 24 ώρες και επί 365 ημέρες τον χρόνο. Αυτό μεταφράζεται σε πολλαπλές βάρδιες. Ομως οι συνήθεις ώρες μεγάλης προσέλευσης παικτών είναι από τις 20.00 έως τις 02.00. Τούτο σημαίνει αυτονόητα αυξημένο εργασιακό κόστος καθημερινά για τα λεγόμενα νυκτερινά, αλλά και επιπλέον κόστος για τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Εκτιμάται πως αυτά όλα αθροιστικά σχεδόν διπλασιάζουν το μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις του κλάδου σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Αυτές οι δύο προαναφερθείσες παράμετροι είναι και εκ των βασικών λόγων για τον οποίο αναμορφώθηκε το φορολογικό καθεστώς των καζίνο και ειδικότερα οι συντελεστές για τους φόρους επί του κύκλου εργασιών.

 

Υπενθυμίζεται πως ο κύκλος εργασιών των καζίνο δεν είναι το λεγόμενο drop, δηλαδή τα πονταρίσματα που γίνονται συνολικά, αλλά τα πονταρίσματα μείον τα κέρδη των παικτών. Το ποσό που απομένει είναι το gross gaming revenue, επί του οποίου επιβάλλεται ο συντελεστής φόρου που αποδίδεται στο κράτος. Κατόπιν στο ποσό που απομένει πρέπει να αφαιρεθεί το λειτουργικό κόστος και επί των εσόδων που μένουν επιβάλλεται και ο γενικός συντελεστής κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων.

 

Η αγορά των καζίνο στην Ελλάδα, το συνολικό δηλαδή χρηματικό ποσό που παίζουν οι παίκτες (λέγεται drop), είναι της τάξης του 1,6 δισ. ευρώ. Πολύ χαμηλότερο από τα 2,8 δισ. του 2006, αλλά σε κάθε περίπτωση διόλου ευκαταφρόνητο. Το ποσό αυτό προκύπτει από την έκθεση πεπραγμένων της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων για τη χρήση του 2015, αλλά και από τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, που μιλούν για σταθεροποίηση το 2016 σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του 2015. Κάποια από τα μικρότερα καζίνο εμφανίζουν πτώση, ενώ κάποια από τα μεγάλα άνοδο. Στοιχεία για το 2016 και το 2017 δεν έχουν δημοσιευθεί επισήμως, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις που βασίζονται σε ισολογισμούς ορισμένων εταιρειών ή και σε άλλες πληροφορίες, το σύνολο των μεικτών εσόδων (drop μείον τα κέρδη των παικτών) των εννέα εν λειτουργία καζίνο στην Ελλάδα το 2017 διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 265 εκατ. έναντι 255 εκατ. ευρώ το 2016.