Την Τετάρτη, 10 Απριλίου 1912, ο Τιτανικός θα ξεκινούσε για το πρώτο και τελευταίο ταξίδι του. Το πολυτελές υπερωκεάνιο, με καπετάνιο τον 62χρονο εγγλέζο Έντουαρντ Σμιθ (αρχικαπετάνιο της White Star Line) και πλήρωμα 885 άνδρες και γυναίκες, θα μετέφερε 1.339 επιβάτες, με δυο ενδιάμεσες σταθμεύσεις, στον τελικό προορισμό του, που ήταν το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Η άφιξή του ήταν προγραμματισμένη για τις 17 Απριλίου.
Από τις 9:30 το πρωί άρχισαν να καταφθάνουν στο Σαουθάμπτον οι πρώτοι επιβάτες, με ειδικούς συρμούς από το Λονδίνο. Πρώτοι άρχισαν να επιβιβάζονται οι επιβάτες της Γ' Θέσης, άνθρωποι του μόχθου και τυχοδιώκτες απ' όλη την Ευρώπη, που αναζητούσαν το «αμερικάνικο όνειρο» και έπρεπε πρώτα να περάσουν από έλεγχο για τυχόν λοιμώδεις αρρώστιες. Οι επιβάτες της Α' και Β' θέσης ήσαν, ως επί το πλείστον, πλούσιοι τουρίστες, που επιβιβάστηκαν στον Τιτανικό μία ώρα πριν από την αναχώρηση του.
Ο Τιτανικός με 922 επιβάτες αναχώρησε στις 12 το μεσημέρι, με κατεύθυνση το Χερβούργο της Γαλλίας, πρώτο σταθμό του ταξιδιού του. Στο λιμάνι του Σαουθάμπτον παραλίγο να εμπλακεί σε ατύχημα, όταν το κύμα που προκάλεσε το τεράστιο εκτόπισμά του, έσπασε τους κάβους του αγκυροβολημένου πλοίο City of New York, το οποίο παραλίγο να συγκρουσθεί με τον Τιτανικό.
Με καλό, αλλά κρύο καιρό, ο Τιτανικός προσέγγισε την ίδια ημέρα το γαλλικό λιμάνι του Χερβούργου, όπου παρέλαβε 274 επιβάτες και αποβίβασε 24. Με πορεία προς την Ιρλανδία, έφθασε στο λιμάνι του Κορκ στις 11:30 το πρωί της 11ης Απριλίου, όπου παρέλαβε άλλους 120 επιβάτες, ενώ αποβίβασε επτά, ανάμεσά τους και τον πατέρα Φράνσις Μπράουν, ιησουίτη μοναχό και δεινό φωτογράφο, στον οποίο οφείλουμε πολλές από τις φωτογραφίες, που τραβήχτηκαν στα καταστρώματα του Τιτανικού.
Μετά την αναχώρησή του από το Κορκ, το πολυτελές υπερωκεάνειο χάραξε πορεία προς τη Νέα Υόρκη δια μέσου του Βορείου Ατλαντικού. Οι πρώτες τρεις μέρες του ταξιδιού πέρασαν χωρίς απρόοπτα. Παρά τις προειδοποιήσεις για επιπλέοντα παγόβουνα στην περιοχή του Νιουφάουντλαντ, το πολυτελές υπερωκεάνειο έπλεεε με πρόσω τις μηχανές, καθώς όπως πίστευε ο καπετάνιος Σμιθ τα παγόβουνα δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο κίνδυνο για ένα πλοίο της κλάσης του Τιτανικού.
Όμως στις 11:40 μ.μ. της 14ης Απριλίου συνέβη το μοιραίο. Ο Τιτανικός, πλέοντας με σχετικά υψηλή ταχύτητα των 22 κόμβων και χωρίς καμιά προφύλαξη, προσέκρουσε σε παγόβουνο, 37 δευτερόλεπτα αφότου έγινε αντιληπτό από το πλήρωμα. Πέντε από τα στεγανά του πλοίου αρχίζουν να μπάζουν νερά και η πλώρη άρχισε να καταβυθίζεται.
Πλήρωμα και επιβάτες ήταν ανέτοιμοι για μια τέτοια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Οι σωστικές λέμβοι επαρκούσαν μόνο για τους μισούς επιβαίνοντες. Επικράτησε πανικός. Στις 12:05 π.μ. της 15ης Απριλίου ο καπετάνιος διατάσσει να ετοιμαστούν οι σωσίβιοι λέμβοι. Στις 12:45 π.μ. η πρώτη σωσίβια λέμβος με γυναικόπαιδα, όπως επιτάσσει το πρωτόκολλο, «κατεβαίνει» στη θάλασσα. Στις 2:20 μ.μ. ο Τιτανικός βυθίζεται, λίγα δευτερόλεπτα αφότου έσπασε στα δύο. Οι εναπομείναντες επιβάτες και μέλη του πληρώματος πηδούν στα παγωμένα νερά του Β. Ατλαντικού για να σωθούν, αλλά βρίσκουν σχεδόν ακαριαίο θάνατο από υποθερμία ή καρδιακή προσβολή, καθώς η θερμοκρασία του νερού είναι στους -2 βαθμούς Κελσίου.
Τα σήματα κινδύνου του βυθιζόμενου Τιτανικού δεν απέδωσαν αμέσως, καθώς παραπλέοντα πλοία δεν υπήρχαν. Στις 4:10 π.μ. το υπερωκεάνειο Καρπάθια της Cunard Line βρέθηκε στον τόπο του ναυαγίου και περισυνέλεξε τους πρώτους ναυαγούς. Στις 8:30 π.μ. περισυλλέγονται και οι επιβάτες της τελευταίας σωστικής λέμβου και το Καρπάθια με τους 711 διασωθέντες θα καταπλεύσει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στις 18 Απριλίου 1912.