Το παραδέχεται και το κράτος ότι ξέρει πως κυκλοφορούν όπλα, ξέρει ότι υπάρχουν βεντέτες, ξέρει ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει νεκρός και παρ’ όλα αυτά… απλώς περιμένουμε τον επόμενο.
Στην Κρήτη πέσανε 2.000 σφαίρες. Δυο χιλιάδες. Όχι από στρατό, από οικογένειες. Όχι σε πόλεμο, σε χωριό. Και το ωραίο; Όλοι το περιγράψανε με τον ίδιο τρόπο, “παλιά βεντέτα”. Λες και είναι έθιμο, όχι φόνος. Λες και το να ρίχνεις δύο χιλιάδες σφαίρες είναι γραφικό, σαν τον καφέ στην άμμο ή το “όπα” στα γλέντια. Α! Και οι αστυνομικοί να προσέχουν είπε ο Πρετεντέρης.
Βεντέτα, ένα εθνικό σπορ
Η Ελλάδα έχει αυτή τη μοναδική ικανότητα να βαφτίζει την παράνοια παράδοση και το έγκλημα συνήθεια. Ένα χωριό μπορεί να γίνει εμπόλεμη ζώνη κι εμείς να αλλάζουμε κανάλι. Όχι γιατί δεν μας νοιάζει, αλλά γιατί το ’χουμε ξαναδεί. Το “έχει ξαναγίνει” είναι το νέο “τίποτα δεν έγινε”. Και το πιο εντυπωσιακό; Κανείς δεν ρωτάει πώς γίνεται να κυκλοφορούν 2.000 σφαίρες σε ένα χωριό. Ποιος τις πουλάει, ποιος τις αγοράζει, ποιος τις φυλάει. Η απάντηση είναι πάντα η ίδια πως “Έτσι είναι στην Κρήτη”.
Στα Βορίζια, οι οικογένειες δεν παίζουν τάβλι. Μετρούν ονόματα. “Βεντέτα” τη λέμε για να ακούγεται ρομαντικό. Για να μη χρειαστεί να πούμε “εμφύλιος με κοντά παντελόνια”. Σπίτια σαν οχυρά, άντρες που φυλάνε σκοπιά, γυναίκες που κρατούν λογαριασμό. Αυτό δεν είναι “παράδοση”. Είναι εσωτερική αποσύνθεση με τοπικό χρώμα. Μια κοινωνία που έχει αντικαταστήσει το δικαστήριο με το σταυρόλεξο του αίματος. “Θα λογαριαστούμε”. Το λένε με το ίδιο ύφος που άλλοι λένε “τα λέμε αύριο”. Και το κράτος; Θεατής. Απλώς δεν κόβει εισιτήρια. Αντί να στείλει αστυνομία, στέλνει κάμερες κι αντί να επιβάλει νόμο, καταγράφει. Ένα reality χωρίς σπόνσορες.
Και κάποιος που βλέπει το ρεπορτάζ μπορεί και να σκέφτεται: Ποιοι είναι αυτοί κι έχουν τόσες σφαίρες; Ποιος τους τις πουλάει; Πού τις φυλάνε; Πότε τις μετράνε; Και, κυρίως, πώς κοιμάται ένα κράτος όταν ένας νομός μπορεί να ανοίξει πυρ σαν μικρό ΝΑΤΟ; Το αστείο, μαύρο κανονικό όχι της τηλεόρασης, είναι ότι η κουβέντα δεν πήγε εκεί. Πήγε στο “είναι δύσκολες οι τοπικές κοινωνίες”, “έχουν τις ιδιαιτερότητές τους”, “τα ξέρουν οι αρχές”. Δηλαδή το παραδέχεται και το κράτος ότι ξέρει πως κυκλοφορούν όπλα, ξέρει ότι υπάρχουν βεντέτες, ξέρει ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει νεκρός και παρ’ όλα αυτά… απλώς περιμένουμε τον επόμενο. Σαν να λέμε “ας το γράψουμε όταν γίνει, όχι πριν”. Αυτό δεν είναι αστυνόμευση, είναι δημοσιογραφικό ρεπορτάζ με στολή. Και στην υπόλοιπη χώρα συνεχίζουν να πυροβολούν με tweets.
Οπαδοί: το ίδιο έργο σε αστικό σκηνικό
Κι ενώ οι σφαίρες έπεφταν στα Βορίζια, στις πόλεις έπεφταν μπουνιές για τα χρώματα. Ένας νεκρός οπαδός. Από άλλον οπαδό, παλιό γνώριμο των αρχών, που είχε ξανασυλληφθεί για επεισόδια. Δηλαδή τον είχαμε. Τον ξέραμε. Τον αφήσαμε. Αφού είχαμε ήδη δοκιμάσει το “μην το ξανακάνεις”. Το έκανε. Και τώρα έχουμε νεκρό. Η Ελλάδα, είπαμε, έχει παράδοση. Όποιος σφάζει, συλλαμβάνεται, αφήνεται, ξανασφάζει. Όπως το πανηγύρι, αλλά χωρίς το σουβλάκι.
Η βία εδώ έχει τελετουργικό χαρακτήρα. Είτε κρατάς καραμπίνα είτε κασκόλ, λειτουργείς με το ίδιο manual. Θυμός, εξιλέωση, επανάληψη. Η οπαδική βία είναι η βεντέτα της πόλης. Ίδιες δικαιολογίες, ίδιο πάθος, ίδια ατιμωρησία. Οπαδοί με φωτογραφίες στα social, εισιτήρια στο κινητό, και ποινικό μητρώο πιο ενεργό από το VAR. Οι θάνατοι γίνονται hashtags, τα δάκρυα stories, και μετά όλοι πίσω στη ρουτίνα. Το κράτος υπόσχεται “μηδενική ανοχή”. Κι εννοεί “μέχρι να ξανασυμβεί”. Και στα γήπεδα πανό (αυτά επιτρέπονται…) “Λευτεριά στ’ αδέρφια μας”.
Πλέον, η τελετουργική βία έχει γίνει εθνικό φετίχ, είτε με καραμπίνα είτε με κασκόλ, όλα για τη “φανέλα”. Μόνο που αυτή η φανέλα, στο τέλος είναι γεμάτη αίματα.
Κι όμως, το πιο ανησυχητικό δεν είναι οι πράξεις, αλλά η ηρεμία γύρω τους. Κανείς δεν σοκάρεται. Κανείς δεν απαιτεί ευθύνη. Ο δολοφόνος γίνεται να “παρεκτραπεί”, το θύμα “ατυχές περιστατικό”. Όλα μπαίνουν σε εισαγωγικά, εκτός από τον θάνατο.
Το κράτος πυροβολεί αλλού
Την ίδια εβδομάδα που οι οικογένειες της Κρήτης αντάλλασσαν πυρά, αστυνομικοί βασάνιζαν νεαρούς και έριχναν χημικά σε παιδιά δημοτικού. Όχι στους βεντετιστές, όχι στους χούλιγκαν. Σε μαθητές. Σε φοιτητές. Σε δασκάλους και καθηγητές. Σε αυτούς που μπορούν να συλληφθούν χωρίς αντίσταση και χωρίς κάμερες.
- Στην Κρήτη πέφτουν 2.000 σφαίρες κι η ΕΛ.ΑΣ. δεν προλαβαίνει.
- Στο Σύνταγμα πέφτει ένα σύνθημα κι έχει 500 ΜΑΤ.
- Η αστυνομία φυλάει το κράτος, όχι την κοινωνία.
Η εξουσία φοβάται τη διαμαρτυρία, όχι το έγκλημα.
Και κάθε φορά που κάποιος μιλά για υπέρβαση καθήκοντος, η κυβέρνηση σπεύδει να “ερευνήσει”. Η έρευνα διαρκεί όσο μια ανάσα σε ατμόσφαιρα με δακρυγόνα.
Η επιλεκτική αυστηρότητα έγινε τρόπος διακυβέρνησης, οι κακοποιοί είναι “πολίτες που θα δικαστούν”, οι διαδηλωτές “ύποπτοι ταραχών”. Και η αστυνομία προστατεύει τον νόμο όπως ο λύκος προστατεύει το μαντρί.
Η ατιμωρησία κι η ασυλία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στη μία γράφει “νόμος”, στην άλλη “εξαίρεση”. Να το πούμε ωμά: όταν σε μια χώρα σκοτώνεται άνθρωπος από γνωστό στη λίστα βίας, όταν σε μια άλλη άκρη της ίδιας χώρας πέφτουν 2.000 σφαίρες, όταν την ίδια στιγμή αστυνομικοί κακοποιούν και ρίχνουν χημικά σε παιδιά, το πρόβλημα δεν είναι το “μεμονωμένο περιστατικό”. Είναι το “επιτρέπεται”. Όλοι νιώθουν ότι “επιτρέπεται”. Κι όταν όλοι νιώθουν ότι επιτρέπεται, έχεις ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα: μια κοινωνία που δεν φοβάται τον νόμο, γιατί ο νόμος εμφανίζεται μόνο εκεί που δεν κοστίζει.
…Κι ένα νεκρό σκυλί-οδηγός
Την ίδια ώρα, ένα σκυλί έπεφτε από φόλα σε άλλη γωνιά της χώρας.
Μικρό νέο, ασήμαντο, ούτε πέντε γραμμές στις ειδήσεις. Το πιο αθώο πλάσμα, χωρίς ομάδα, χωρίς βεντέτα, χωρίς παράδοση, απλώς πλήρωσε το λάθος του να ζει εδώ. Κανείς δεν είδε, κανείς δεν είπε, κανείς δεν νοιάστηκε. Όχι όμως, δεν ήταν ένα αδέσποτο. Ήταν ένα ζώο εκπαιδευμένο να προστατεύει άνθρωπο. Να οδηγεί εκεί που οι άλλοι δεν βλέπουν. Να δείχνει τον δρόμο, σε μια χώρα που δεν έχει πια προσανατολισμό. Κι εκεί είναι όλη η ουσία. Η φόλα δεν έχει θυμό, δεν έχει πάθος, δεν έχει λόγο. Έχει μόνο αδιαφορία. Και αυτή η αδιαφορία είναι που σκοτώνει κάθε μέρα και μας. Το σκυλί-οδηγός, το ζώο που δίνει ελευθερία σε άλλους, δολοφονείται γιατί κάποιος βαρέθηκε να βλέπει ζωή. Κι αν τον πιάσουν “Έλα μωρέ, ένα σκυλί ήταν”. Το σκυλί δεν είναι εξαίρεση. Είναι σύμπτωμα. Το σύμβολο μιας χώρας που έχει συνηθίσει να σκοτώνει το αθώο και να συγχωρεί το ένοχο.
Μια χώρα που μετράει σφαίρες αντί για λέξεις. Που στο τέλος του κάθε δελτίου, πεθαίνει κι ένα σκυλί. Και το μόνο που μένει όρθιο είναι ο κάλυκας της ατιμωρησίας.
Η Ελλάδα έχει γίνει μια συλλογή “μεμονωμένων περιστατικών”. Κανένα δεν μας αφορά, μέχρι να μας συμβεί. Και τότε είναι “τραγωδία”. Μέχρι την επόμενη.Αν μαζέψεις όλα τα “επιτρέπεται” αυτής της χώρας, φτιάχνεις νέο Σύνταγμα. Με καραμπίνα στο εξώφυλλο και προοίμιο “Έλα μωρέ, έτσι είμαστε”. Το βίαιο ένστικτο χωρίς συνέπειες είναι η ρίζα της παρακμής μας.
Όταν ο νόμος εφαρμόζεται κατά περίπτωση, η βία γίνεται εργαλείο επιβίωσης. Κι όταν όλοι ζουν με το αίσθημα ότι “δεν θα τιμωρηθώ”, τότε αυτό που μένει είναι το απόλυτο χάος με σφραγίδα δημοκρατίας. Στην Ελλάδα πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να ζεις. Ή τουλάχιστον να έχεις φίλους στους σωστούς χώρους.













