Candida auris: O μύκητας που σκοτώνει μέσα σε 90 μέρες και το πρώτο παντοδύναμο στέλεχός του

Ο Gregory Spoor έμαθε τα τρομακτικά νέα για τη γυναίκα του και τον μύκητα Candida auris το πρωί της 16ης Ιανουαρίου, ενώ στεκόταν έξω από το δωμάτιο της στη μονάδα εντατικής θεραπείας στο νοσοκομείο Northwestern Memorial στο Σικάγο. 

 

Ο γιατρός εξήγησε ότι η Stephanie Spoor, 64 ετών, είχε μολυνθεί από ένα πολύ σπάνιο μύκητα. Δεν του είπε τίποτα περισσότερο γιατί δεν γνώριζε και ο ίδιος τίποτα περισσότερο.

 

Ο γιατρός είπε απλά ότι ο μύκητας ονομάζεται Candida auris και φαίνεται ότι εισήλθε στην κυκλοφορία του αίματος μέσω ενός καθετήρα ή άλλης ενδοφλέβιας γραμμής κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ο Spoor έστειλε ένα μήνυμα στα τέσσερα παιδιά του ζευγαριού.

 

«Γεια σας παιδιά, λυπάμαι πολύ που το κάνουμε αυτό μέσω μηνύματος, αλλά πρέπει να ξέρετε πως ο μύκητας που έχει είναι ο χειρότερος δυνατός και μπορεί να είναι θανάσιμος. Δεν έχω άλλες πληροφορίες αυτή τη στιγμή».

 

Ο Spoor, 67, στέλεχος σε εταιρεία υδραυλικού εξοπλισμού, δεν ήταν ο μόνος που είχε λίγες απαντήσεις. Ο Candida auris, ήταν μια νέα απειλή, ένας μύκητας ανθεκτικός στα μείζονα αντιμυκητιασικά φάρμακα που είχε προκαλέσει σύγχυση σε γιατρούς, νοσοκομεία και επιστήμονες σε όλο τον κόσμο.

 

Πρώτα εντοπίστηκε στο αυτί μιας γυναίκας στην Ιαπωνία το 2009 (το "auris" είναι στα λατινικά το "αυτί"), και έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, ενώ εμφανίζεται κυρίως σε νοσοκομεία και κλινικές όπου προσβάλλει άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.

 

Σχεδόν 600 περιπτώσεις C. auris έχουν αναφερθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περισσότερες από αυτές στη Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϊ και το Ιλινόις. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, σχεδόν οι μισοί άνθρωποι πεθαίνουν μέσα σε 90 ημέρες. Αλλά το πραγματικό ποσοστό θνησιμότητας είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, επειδή οι περισσότεροι ασθενείς έχουν άλλες ιατρικές καταστάσεις και ο θάνατός τους μπορεί να αποδοθεί σε άλλες αιτίες.

 

Περίπου το 90 τοις εκατό των στελεχών C. auris είναι ανθεκτικά σε τουλάχιστον ένα φάρμακο και το 30 τοις εκατό είναι ανθεκτικά σε δύο ή περισσότερες από τις τρεις κύριες κατηγορίες αντιμυκητιακών φαρμάκων.

 

Ωστόσο, την Τρίτη, τα νέα ήταν πολύ πιο ανησυχητικά καθώς ο C.D.C. επιβεβαίωσε ότι τον τελευταίο μήνα στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίστηκε το πρώτο παντοδύναμο στέλεχος του Candida auris που είναι ανθεκτικό σε όλα τα μείζονα αντιμυκητιασικά. Όμως ακόμη και μετά από αυτό, τα πάντα γύρω από τον μύκητα καλύπτονται από πέπλο μυστηρίου και μυστικοπάθειας.

 

Τέτοιες περιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Νότιας Αφρικής, αλλά οι δύο νέες περιπτώσεις, στη Νέας Υόρκης, δεν έχουν αναφερθεί προηγουμένως.

 

Αυτό το εύρημα επιβεβαιώνει τον φόβο ότι η λοίμωξη θα συνεχίσει να αναπτύσσει αποτελεσματικότερες άμυνες. 

 

Την Τρίτη, ο C.D.C. επιβεβαίωσε ότι τον τελευταίο μήνα στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίστηκε το πρώτο παντοδύναμο στέλεχος του Candida auris που είναι ανθεκτικό σε όλα τα μείζονα αντιμυκητιασικά.

 

Το περασμένο διάστημα ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν λεπτομέρειες σχετικά με την πορεία του C. auris επειδή τα νοσοκομεία και οι νοσοκομειακοί χώροι δεν ήταν πρόθυμοι να αποκαλύψουν δημοσίως εστίες ή να συζητήσουν τα περιστατικά, δημιουργώντας μια κουλτούρα μυστικότητας γύρω από τη μόλυνση. Αρκετά κράτη έχουν διατηρήσει την εμπιστευτικότητα των τοποθεσιών των νοσοκομείων όπου έχουν εκδηλωθεί εστίες, αναφέροντας την εμπιστευτικότητα των ασθενών και τον κίνδυνο να τρομοκρατήσουν άσκοπα το κοινό.

 

Η οικογένεια της Spoor επικοινώνησε με τους The New York Times για να μοιραστεί τις λεπτομέρειες της περίπτωσης της μετά την πρώτη αποκάλυψη στην εφημερίδα σχετικά με την εμφάνιση του C. auris και την αυξανόμενη απειλή των λοιμώξεων που είναι ανθεκτικές στα φάρμακα. Η εμπειρία της φωτίζει την εμπειρία της αντιμετώπισης της νέας απειλής για την υγεία.

 

Το Northwestern Memorial δεν έχει εκδώσει καμία δημόσια ανακοίνωση ότι είχε αντιμετωπίσει περιπτώσεις C. auris. Το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας του Ιλινόις επιβεβαίωσε την υπόθεση της Spoor, αφού η οικογένεια έδωσε την άδεια στους αξιωματούχους να την συζητήσουν με την εφημερίδα. Αλλά δεν αποκαλύπτει τα «πολυάριθμα» νοσοκομεία που ανέφεραν συνολικά 158 περιπτώσεις στην πολιτεία από το 2016.

 

Επίσης, το Northwestern Memorial αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεση της Spoor, παρά την αποδοχή της οικογένειας Spoor να συνεργαστεί.

 

Το νοσοκομείο αρνήθηκε τέλος να απαντήσει και σε ερωτήσεις σχετικά με τον αριθμό των περιπτώσεων που αντιμετώπισε, εάν υπήρχαν τυχόν τρέχουσες περιπτώσεις, ποιες προφυλάξεις έλαβε και άλλα ερωτήματα.

 

 

 

Γενικά, τα ιδρύματα υγείας δείχνουν ότι δεν θέλουν να αποκαλύπτουν λεπτομέρειες δηλώνοντας πως αυτό γίνεται επειδή δεν επιθυμούν να ανησυχούν άσκοπα το κοινό, δεδομένου ότι εργάζονται σκληρά για να ελέγξουν την εξάπλωση της λοίμωξης και επίσης επειδή ισχυρίζονται ότι το μικρόβιο δεν αποτελεί απειλή για την υγεία για το ευρύ κοινό. Οι άνθρωποι που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο είναι αυτοί που έχουν ασθενές ανοσοποιητικό σύστημα, συνήθως λόγω ασθένειας και ηλικίας και οποίοι βρίσκονται σε νοσοκομεία όπου μεταφέρονται και μεταδίδονται πολλές μολύνσεις.

 

Η ιστορία της Spoor

 

Στα τέλη του περασμένου έτους, η Spoor άρχισε να παρουσιάζει δύσπνοια και φάνηκε να έχει ένα συμπτώματα λύκου, μια αυτοάνοση διαταραχή με την οποία είχε διαγνωστεί με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν φαινόταν να διαταράσσει την καθημερινότητά της. Όμως όταν έγινε εισαγωγή της, οι πνεύμονες είχαν πρόβλημα να απορροφήσουν οξυγόνο.

 

Η οικογένεια της Spoor κρατούσε ένα λεπτομερές ημερολόγιο των γεγονότων, κατόπιν αιτήσεώς της. Πήγε στο νοσοκομείο Northwestern Memorial, ένα ακαδημαϊκό ιατρικό κέντρο που συνδέεται με το Northwestern University. Εκεί, στα μέσα Δεκεμβρίου, έκανε μια βιοψία που οδήγησε σε επιπλοκές και υπέστη καρδιακή ανακοπή. Της τοποθετήθηκε μια συσκευή που οξυγόνωσης μεμβράνης για να την βοηθήσει να αναπνεύσει. 

 

Αυτό το μηχάνημα θεωρήθηκε κρίσιμο για να βοηθήσει την Spoor να επιβιώσει μέχρι να μπορέσει να υποβληθεί σε μεταμόσχευση πνεύμονα. Ένιωσε αισιόδοξη ότι θα μπορούσε να δει τον νεότερο γιο της να παντρεύεται σε μια τελετή που είχε προγραμματιστεί για τον Ιούνιο. 

 

Ένα μήνα αργότερα, όμως, ένα τεστ αίματος έδειξε πως είχε μολυνθεί από τον C. auris. Τα ιατρικά αρχεία της Spoor, τα οποία η οικογένεια μοιράστηκε με τoυς ΝΥΤ, κάνουν λόγο για ένα πολύ μεταδοτικό μύκητα που έχει τάση να αναπτύσσει αντίσταση. Τα αρχεία με διαλόγους των γιατρών ανέφεραν, ότι ήταν απαραίτητο να «συζητήσουμε με τους νοσηλευτές να διατηρήσουμε επιμελείς προφυλάξεις επαφής και να περιορίσουμε τους επισκέπτες αν είναι δυνατόν».

 

Αυτά τα αρχεία έδειξαν ότι το νοσοκομείο είχε υποπτευθεί ότι ο μύκητας μεταδόθηκε στην Spoor από έναν από τους σωλήνες που είχαν εισαχθεί στο σώμα της.

 

Ο γιος της δήλωσε ότι την ημέρα που η μητέρα του διαγνώστηκε με C. auris, παρατήρησε τις νοσοκόμες και τους γιατρούς να φοράνε προστατευτικές ποδιές και γάντια, και με χλωρίνη να σκουπίζουν τα πόδια τους και το δωμάτιο.

 

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του Ιανουαρίου, οι γιατροί και οι νοσηλευτές προσπαθούσαν με να θεραπεύσουν τον μύκητα, αλλά δεν τα κατάφερναν. Η Spoor ήταν εξαντλημένη, αλλά δεν παρουσίαζε άλλα ιδιαίτερα εμφανή σημάδια λοίμωξης.

 

Ένας γιατρός είπε στην Spoor ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο. Η μεταμόσχευση δεν ήταν εφικτή έως ότου η ασθενής δείξει καθαρή από το C. auris, αλλά δεν φάνηκε να υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τη μόλυνση.

 

Στις 8 Φεβρουαρίου, η θλίψη τους διεκόπη και η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έγινε εορταστική. Ο νεαρότερος γιος της Spoor, παντρεύτηκε την αρραβωνιαστικιά, σε γαμήλια τελετή δίπλα στο κρεβάτι της.

 

Η νύφη και ο γαμπρός φορούσαν προστατευτικά νοσοκομειακά εσώρουχα και μπλε γάντι. 

 

Λίγες μέρες αργότερα, η Spoor πέθανε.

 

Σούπερ μολύνσεις - Η νέα απειλή 

 

Η εξέλιξη στα θηλαστικά είναι δύσκολο να παρατηρηθεί μέσα στην μακρά πορεία τους στα χρόνια, αλλά στην περίπτωση των μυκήτων, των βακτηρίων και των παρασίτων, η εξέλιξη συμβαίνει αιφνίδια και προκαλεί θάνατο και σοβαρές επιπλοκές.

 

Η αντοχή στα φάρμακα είναι μια φυσική συνέπεια της χρήσης φαρμάκων για λοιμώδη νοσήματα. Το πρόβλημα έχει φτάσει σε επιδημιολογικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και έχει επισημανθεί ως μία από τις σοβαρότερες απειλές της σύγχρονης ιατρικής από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.

 

Η αντοχή σε φάρμακα σε μεγάλο βαθμό ήταν σε βακτηριακά παθογόνα, αλλά το πρόσφατο άρθρο των New York Times έχει ρίξει φως στην αυξανόμενη απειλή που προκαλούν οι μολύνσεις που προκαλούνται από τον μύκητα Candida auris. Ο C. auris μπορεί να προκαλέσει απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις εάν εισέλθει στο αίμα ασθενών με ασθενές ανοσοποιητικό σύστημα. Όλα τα μικρόβια, συμπεριλαμβανομένων των βακτηρίων, των ιών, των μυκήτων και των παρασίτων, έχουν την ικανότητα να αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στα αντιμικροβιακά (αντιβιοτικά, αντιιικά, αντιμυκητιασικά, αντιπαρασιτικά κ.λπ.) που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των ασθενειών. Όταν όλα τα άλλα μικρόβια καταστέλλονται, υπάρχουν περισσότεροι πόροι διαθέσιμοι για τα ανθεκτικά μικρόβια να αναπτυχθούν και να εξαπλωθούν γρήγορα.

 

Η αντοχή στα φάρμακα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στην περίπτωση των αντιμυκητιασικών, διότι οι επιλογές θεραπείας για μυκητιακές λοιμώξεις είναι πιο περιορισμένες από ό, τι για τις βακτηριακές λοιμώξεις.

 

Ο C. auris είναι ασυνήθιστα ανθεκτικός στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνότερα για τη θεραπεία μυκητιασικών λοιμώξεων. Συνεπώς, οι ασθενείς έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά επιβίωσης. Στην Ινδία, οι μισοί από εκείνους που αναπτύσσουν λοίμωξη με τον C. auris πεθαίνουν, αλλά επειδή σε πολλές περιπτώσεις ήταν ήδη σοβαρά άρρωστοι, ο C. auris δεν καταγράφεται ως η τελική αιτία θανάτου.

 

Σε αντίθεση με άλλους μύκητες που σπάνια μεταδίδονται μεταξύ ανθρώπων, ο C. auris μπορεί να περάσει από ασθενή σε ασθενή σε νοσοκομείο. Αυτό συμβαίνει λόγω της ασυνήθιστης δυνατότητάς του να ζει για μεγάλες χρονικές περιόδους στις νοσοκομειακές επιφάνειες, όπως οι ράγες κρεβατιών και τα χερούλια. Ο συνδυασμός της μεταδοτικότητας, της δύσκολης απομάκρυνσης από τις νοσοκομειακές επιφάνειες και της δύσκολης θεραπείας, τον καθιστά ικανό να προκαλέσει θανατηφόρες επιδημίες.

 

Η κατάσταση στην Ελλάδα 

 

Η αποκάλυψη για τον Candida auris προκάλεσε αίσθηση διεθνώς, και την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστό πως η Ελλάδα είναι σε επιφυλακή και αναμένεται να σταλούν οδηγίες σε νοσοκομεία. Για την ώρα δεν υπάρχουν αναφορές κρουσμάτων στη χώρα μας.

 

«Προς το παρόν δεν έχουμε λόγο πανικού, γιατί στην Ελλάδα δεν έχει εμφανιστεί. Πρέπει όμως οι επαγγελματίες υγείας να είμαστε σε εγρήγορση, γιατί είναι ένα παθογόνο, το οποίο αφενός είναι πολυανθεκτικό, αφετέρου έχει προκαλέσει επιδημίες σε νοσοκομεία», δηλώνει για τον candida auris στο Πρακτορείο FM η υπεύθυνη Γραφείου Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και Μικροβιακής Αντοχής του ΕΟΔΥ (Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας- πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ) Φλώρα Κοντοπίδου.

 

«Άμεσα πρόκειται να αποσταλούν από τον ΕΟΔΥ οδηγίες στα νοσοκομεία, ενώ έχουν ήδη γίνει από την Εταιρεία Βιοπαθολογίας και την Εταιρεία Μυκητολογίας ειδικά σεμινάρια στους εργαστηριακούς γιατρούς των νοσοκομείων, ώστε να ευαισθητοποιηθούν στο πότε πρέπει να υποπτεύονται ότι πρόκειται για το συγκεκριμένο μύκητα», αναφέρει η παθολόγος-λοιμωξιολόγος.

 

Εξηγεί ότι η ταυτοποίησή του είναι το βασικό μέτρο πρόληψης, επειδή είναι δύσκολη, γιατί εμφανίζει αντοχή σε σοβαρές κατηγορίες φαρμάκων. «Αυτό που παίζει μεγάλο ρόλο είναι η σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση του ασθενή, γιατί αν δεν υπάρχει άμεση ταυτοποίηση, μία λάθος θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε άσχημη έκβαση. Επίσης ο καθαρισμός του νοσοκομειακού περιβάλλοντος είναι ένα κομμάτι αυτής της πρόληψης».

 

Ο candida auris όπως λέει η κα Κοντοπίδου είναι ένας μύκητας, ο οποίος μεταδίδεται όπως μεταδίδονται και τα απλά βακτήρια μέσα στα νοσοκομεία, κυρίως με την επαφή.

 

«Επιμολύνει επιφάνειες ή εξοπλισμό και με αυτό τον τρόπο μπορεί να μεταφερθεί από ασθενή σε ασθενή. Πολλές φορές μάλιστα επιβιώνει για αρκετό χρονικό διάστημα στις επιφάνειες και μπορεί να βρεθεί και σε απομακρυσμένα από τον ασθενή σημεία. Για αυτό και ο καθαρισμός του νοσοκομειακού περιβάλλοντος αποτελεί σημαντικό μέρος της πρόληψης, για τον έλεγχο της διασποράς μέσα στο νοσοκομείο. Το πρώτο και το σημαντικό όμως είναι η ευαισθητοποίηση των μικροβιολογικών εργαστηρίων και για αυτό έχουμε προχωρήσει σε οδηγίες, οι οποίες σύντομα θα αποσταλούν στα νοσοκομεία».

 

Ο μύκητας προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις, όπως πχ λοιμώξεις αίματος και πλήττει κυρίως ευάλωτους ασθενείς, σοβαρά πάσχοντες όπως είναι πχ ανοσοκατεσταλμένοι σε ΜΕΘ, ασθενείς που έχουν ξένα σώματα όπως πχ καθετήρες. Δηλαδή ασθενείς που νοσηλεύονται επί μακρόν, σύμφωνα με την κα Κοντοπίδου. Όσον αφορά τη θνητότητα, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής καταγραφές κυμαίνεται σε 30-40% και σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς, μπορεί να αγγίξει το 60%, λέει η λοιμωξιολόγος του ΕΟΔΥ.

 

«Ωστόσο αυτοί οι ασθενείς έχουν και άλλους παράγοντες κινδύνου για θνητότητα. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο απολύτως αν οφείλεται στο συγκεκριμένο παθογόνο ή στην προτέρα κατάσταση. Δεν υπάρχουν μέχρι τώρα πολλά δεδομένα όσον αφορά τη λοίμωξη, την αντιμετώπιση και την πρόληψη. Και αυτός είναι και ο λόγος που και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC) παρόλο που έκανε την εκτίμηση κινδύνου το 2018, ακόμα δεν έχει εκδώσει συγκεκριμένες οδηγίες, τις οποίες περιμέναμε κι εμείς. Εμείς ούτως ή άλλως έχουμε βγάλει οδηγίες, στα βασικά κομμάτια, που θα πάνε όπως σας είπα στα νοσοκομεία. Αλλά υπάρχουν ακόμα κάποια λίγο ασαφή στοιχεία, τα οποία χρειάζονται περισσότερη μελέτη».

 

Όπως δηλώνει η κα Κοντοπίδου στις ΗΠΑ μέχρι τέλος Φεβρουαρίου το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων αναφέρει 1.056 ασθενείς που είναι φορείς του συγκεκριμένου μύκητα, εκ των οποίων οι 587 έχουν εμφανίσει επιβεβαιωμένη λοίμωξη. «Στην Ευρώπη εμφανίζονται περιστατικά επιδημιών σε Ισπανία, Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία και σποραδικά κρούσματα σε Αυστρία, Βέλγιο, Σουηδία, Ολλανδία, καθώς επίσης και σε άλλες χώρες του κόσμου».