Με εντάσεις, κλάματα και διακοπές ξεκίνησε η δίκη του ιερέα από το Αγρίνιο την Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λευκάδας, ο οποίος κατηγορείται για βιασμούς ανήλικων και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας. Υπενθυμίζεται ότι η δίκη είχε πάρει αναβολή την περασμένη Δευτέρα 4 Ιουλίου.
Κατέθεσαν συνολικά έντεκα μάρτυρες σε μια ολοήμερη διαδικασία, ενώ η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 18 Ιουλίου στις 09.30 π.μ.
Η πρώτη μάρτυρας που κατέθεσε ανέφερε ότι γνωρίζει τον κατηγορούμενο από το 2005, όταν εκείνη ήταν 14ων ετών. Έδωσε λεπτομέρειες για το τι ρόλο έπαιζε ο κατηγορούμενος στο οικογενειακό τους περιβάλλον, και όπως περιέγραψε προέβη σε σεξουαλικές πράξεις επάνω της.
«Όταν ήρθε στο Αγρίνιο, ο πατέρας μου του άνοιξε το σπίτι μας. Μάζευε λείψανα αγίων και μας έλεγε τι έλεγαν οι μοναχοί του Αγίου Όρους για εμάς. [...] Είμαστε θεοσεβούμενη οικογένεια και τον είχαμε σε εκτίμηση. Το 2008 η μητέρα μου απέβαλλε. Ο κατηγορούμενος της είπε ότι αυτό συνέβη επειδή ο άντρας της τής έκανε μάγια, κι εκείνη το πίστεψε», περιγράφει ενώ το δικαστήριο την παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του προέδρου σχετικά με τον κατηγορούμενο, «παρουσιαζόταν σαν λυτρωτής και ότι είχε κάποια "μεταφυσική" δύναμη. Άρχιζε να προφασίζεται ότι έβλεπε το παιδί που έχασε η μάνα μου στις προσευχές του. Ξεκίνησε μια πλήρης εξάρτηση από αυτόν τον άνθρωπο, αν μπορώ να τον πω άνθρωπο».
Η μάρτυρας υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος χειραγώγησε αυτή και την οικογένεια της και ότι συγκέντρωσε και άλλα άτομα δημιουργώντας κάτι σαν κοινόβιο. «Νομίζαμε ότι θα μας κάνουν μάγια, φοβόμασταν τα πάντα. Ο κατηγορούμενος άρχισε τις εξομολογήσεις. Από το 2008 και μετά γίναμε κοινόβιο. [...] Δεν είχαμε επαφή με ανθρώπους εκτός αυτού του "κοινοβίου", ήμασταν αποκομμένοι».
Όπως υποστήριξε, ο κατηγορούμενος δημιούργησε πρόσωπα που δεν υπήρχαν ή που ήταν νεκρά, προκειμένου να τις κάνει να πιστέψουν ότι μιλάει με "γέροντες του Αγίου Όρους" και ότι έπρεπε να κάνουν ό,τι αυτοί λένε, χωρίς περιθώριο αντίρρησης ή άρνησης: «Ξεκίνησε να με εξομολογεί από το 2008. Στην εξομολόγηση έλεγε ότι έπεφτε σε "ύπνωση" και πως γινόταν ένας γέροντας του Αγίου Όρους, λέγοντας μας τι να κάνουμε. Όταν πήγαινα στο δωμάτιο πίστευα ότι δεν είναι αυτός. Αλήθεια, απορώ πώς το πίστευα! Αλλοίωνε ακόμα και τη φωνή του, έδειχνε μια "άγια" μορφή».
«Είχε επινοήσει και λέξεις. Μας έλεγε ότι είναι "κωδικάνθρωπος" και ότι μπορούσε να διαβάσει το μέλλον και τα αστέρια. Αυτό του έδινε μεγαλύτερη εξουσία. Ένιωθα ότι παντού μας ακούν οι "γεροντάδες". Έλεγε ότι μας παρακολουθεί».
«Είπε στην αδερφή μου ότι το ατύχημα το έπαθε επειδή αμφισβητούσε την ύπαρξη των "γεροντάδων". Δεν έφτανε εκείνη τη στιγμή που δεν είχε μύτη και γνάθο, είχε και τον κατηγορούμενο να της λέει ότι έφταιγε. Όλη αυτή η κακία και επιθετικότητα του κατηγορουμένου, κατέβαλλε την αδερφή μου. Της έλεγε ότι τα έπαθε όλα αυτά επειδή αμφισβήτησε τον "πατερούλη"».
Σε ερώτηση της δικηγόρου υποστήριξης της κατηγορίας σχετικά με το τι σημαίνει η λέξη "κωδικάνθρωπος", η μάρτυρας εξηγεί: «Οι "κωδικοί" ήταν μια δική του εφεύρεση. Έλεγε ότι μέσω "κωδικών", που ίσως να είναι ο δεύτερος στον κόσμο που τους κατέχει, μπορεί να επηρεάσει και να προβλέψει το μέλλον. Μας έλεγε ότι κάνει "κωδικούς". Μιλούσε για μέρες και ώρες κατά τις οποίες είναι επικίνδυνα τα μάγια και οι κωδικοί και εμείς δεν έπρεπε να κυκλοφορούμε έξω. Έλεγε ότι μπορούσε να καθορίζει και να ελέγχει τις ζωές μας».
Συνεχίζοντας την κατάθεση της, η μάρτυρας ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ιερέας τις ωθούσε να επαιτούν και να πωλούν κεριά. Υποστήριξε μάλιστα ότι τα έσοδα τα έπαιρνε εκείνος, μέσω τραπεζικού λογαριασμού της συζύγου του. «Όταν ήμασταν μικρά, μας έβαζε να ζητιανεύουμε. Πωλούσαμε και κεριά. Τα χρήματα τα έπαιρνε αυτός με διάφορα προσχήματα». Το δικαστήριο ακούει τη μάρτυρα με προσοχή χωρίς να την διακόψει.
«Μας έγινε τέτοια πλύση εγκεφάλου που πιστεύαμε ότι ο πατέρας μας μας έκανε μάγια»
Υπογράμμισε ότι ο κατηγορούμενος τις συμβούλευε να είναι ιδιαίτερα σκληρές με τον πατέρα τους: «Μας συμβούλευε να κάνουμε σκληρό ψυχολογικό πόλεμο στον πατέρα μας. Απορώ πώς δεν τρελάθηκε».
Ο πρόεδρος την ρωτάει τι ενέργειες έκανε ο πατέρας της. «Είχε πάει στην Αστυνομία και στον Μητροπολίτη. Ενημέρωσε τον Δεσπότη και δεν έγινε τίποτα».
Στο σημείο αυτό το δικαστήριο αναρωτήθηκε για ποιο λόγο η Ιερά Μητρόπολη της περιοχής δεν προέβη σε ενέργειες. Η κατηγορούμενη θεώρησε: «Η Μητρόπολη δεν έκανε τίποτα γιατί ποτέ δεν μιλήσαμε εμείς. Εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να αποδειχτεί. Είχε γίνει εκκλησιαστικό δικαστήριο και δεν έχει βγει ακόμα η απόφαση».
Αυτό που είπε η μάρτυρας προκάλεσε τη σκέψη για το ενδεχόμενο η Μητρόπολη να κάλυπτε τον κατηγορούμενο ιερέα. Ρώτησε την κατηγορούμενη πόσο υψηλό μπορεί να είναι αυτό το ενδεχόμενο. «Υποψιάζομαι, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι κάτι τέτοιο έγινε πραγματικά».
«Δεν ήταν καθόλου υπεράνω. Όλοι είχαν τη χειρότερη γνώμη για αυτόν και κανένας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα»
Το δικαστήριο αναρωτήθηκε επίσης αν ο συγκεκριμένος ιερέας θεωρείτο υπεράνω πάσης υποψίας. Η μάρτυρας δίνει την απάντηση της: «Δεν ήταν καθόλου υπεράνω, αλλά πάντα ξεγλυστρούσε. Όλοι είχαν τη χειρότερη γνώμη για αυτόν και κανένας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Έδειχνε πολύ κακή εικόνα προς τα έξω».
Το δικαστήριο τη ρωτάει σχετικά με την πρεσβυτέρα και την οικογένεια της. «Η οικογένεια τους δεν είχε επιλογή. Νόμιζαν ότι όλα είναι φυσιολογικά. Είχε "προβλέψει" ότι η πρεσβυτέρα θα πεθάνει και της έλεγε να είναι όσο καλύτερη μπορεί». Ο ιερέας όμως, σύμφωνα με τη μάρτυρα, ζούσε με άλλη γυναίκα σε μια γκαρσονιέρα.
Ο πρόεδρος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι συμπεριφορά του ιερέα έτσι όπως την περιγράφει η συγκεκριμένη μάρτυρας, ήταν αυτό που θα λέγαμε αγοραία.
«Τι κίνητρο είχε;»
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρωτάει την μάρτυρα σχετικά με το κίνητρο του ιερέα: «Τι κίνητρο μπορεί να είχε για να τα κάνει τελικά όλα αυτά; Οικονομικό;». Η μάρτυρας αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος είχε "πολυτελή" βίο, με τελευταίας τεχνολογίας κινητά κ.λπ. «Μας έλεγε "μην πείτε τίποτα στον πατερούλη, αγοράστε του αυτό". Και είχε τιμές της τάξης 1.000 με 1.500 ευρώ».
Αναφορικά με το διαζύγιο της μητέρας της κατηγορούμενης, «Είχε πείσει τη μάνα μου ότι είναι αμαρτία να κάνει ασφαλιστικά μέτρα εκείνη στον πατέρα μου. Για να είναι καλυμμένη απέναντι στο Θεό, δεν έπρεπε να το κάνει εκείνη. Της έλεγε να ζητήσει διαζύγιο και περιουσία».
«Δεν φορούσε τα ράσα σχεδόν ποτέ»
Σύμφωνα με τη μάρτυρα, άλλο ένα πράγμα που φανερώνει την αγοραία συμπεριφορά του ήταν το γεγονός ότι δεν φορούσε πάντα τα ράσα. «Απορώ πώς ήρθε με ράσα στο δικαστήριο, δεν τα φορούσε ποτέ», ανέφερε ενώ συμπληρώνει «Ήταν ένας ηγέτης χωρίς καμία αμφισβήτηση».
Η μάρτυρας μίλησε για την επαιτεία που όπως είπε τους έβαζε να κάνει. «Ντρέπομαι πολύ ώρες-ώρες, γιατί υπήρχαν και άτομα που συναντώ ακόμα και σήμερα στη δουλειά μου».
Αφήνοντας τις πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή τους με τον κατηγορούμενο, ρωτήθηκε από το δικαστήριο πότε άρχισε να χτίζει από την αρχή τη σχέση της με την αδερφή της και πώς έμαθε για τον βιασμό της. «Η αδερφή μου, πάνω σε μια ένταση, ρώτησε τη μάνα μου "Πού πας; Σε αυτόν που έχεις για Θεό; Αυτός με αναγκάζει να κάθομαι να με γλείφει από κάτω" Μετά από αυτό, η αδερφή μου μού περιέγραψε όσα άντεξα να ακούσω από τον βιασμό της».
«Ο βιασμός της αδερφής μου»
Οι λεπτομέρειες του βιασμού, καθώς και των άλλων βιασμών που καταγγέλθηκαν, είναι τουλάχιστον ανατριχιαστικές. «Έλαβε ένα μήνυμα από έναν δήθεν "γέροντα". Της είπε να πάει στην γκαρσονιέρα του χωρίς να δείξει ότι φοβάται. Αν έδειχνε να φοβάται, θα "χαλούσε" και θα έπρεπε να το υποστεί από την αρχή. Έλεγε ότι η αδερφή μου ήταν το πιο μαγεμένο παιδί από όλα. Την περίμενε και της έδεσε τα μάτια. [...] Την έβαλε στο κρεβάτι, της έδεσε τα μάτια, της ακινητοποίησε τα χέρια. Ξεκίνησε να γλείφει το στήθος της και πήγαινε προς τα κάτω. Άρχισε να διεισδύει τη γλώσσα του στο αιδοίο και τον πρωκτό». Η μάρτυρας ξέσπασε σε κλάματα καθώς περιέγραφε τον βιασμό.
«Θεώρησα ένοχο τον εαυτό μου που δεν είχα πει ποτέ κουβέντα. Είχα φορτίο για όλα τα παιδιά γιατί δεν κατάφερα να μιλήσω. Η αδερφή μου μού είπε ότι το έκανε σε άλλα δύο παιδιά. Κάλεσα το Χαμόγελο του Παιδιού και το κατήγγειλα. Ξεκίνησε έρευνα από την Αστυνομία του Αγρινίου και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ», λέει κλαίγοντας ενώ της δίνουν χαρτομάντηλο.
«Μίλησα στον Μητροπολίτη»
Συνεχίζοντας την κατάθεση της, την ρωτούν περισσότερα όσον αφορά το κλίμα που είχε δημιουργήσει το ιερέας και ως προς το ποιες ενέργειες έκανε η ίδια: «Όλα τα ανήλικα δεν είχαν δικαίωμα να σκεφτούν, να έχουν φίλους και πολλές φορές δεν τους άφηνε να πάνε και σχολείο. Είχε απόλυτη εξουσία. Έλεγε στην αδερφή μου ότι αυτό που έπαθε δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα πάθει. [...] Έπιασα τον Μητροπολίτη Κοσμά κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας. Κάλεσε εμένα και τα αδέρφια μου για να το επιβεβαιώσουμε. Η αδερφή εμπιστεύτηκε στον Μητροπολίτη ότι την είχε "πειράξει". Μετά από μήνες έμαθα ότι βιάστηκε».
Η στάση της μητέρας;
Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε η μάρτυς, όταν κατήγγειλαν τον κατηγορούμενο στον Μητροπολίτη, η μητέρα τους δεν τους στήριξε καθόλου: «Η μάνα μας ήταν απέναντι μας και έλεγε πως λέμε ψέματα. Δεν μπορούσα πια να το σηκώσω μόνη μου. Ο Δεσπότης προσπάθησε να με "φοβήσει" δεν θα καταφέρω σχεδόν τίποτα. Μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν σχεδόν ειρωνικός».
«Πιστεύω ότι ο Θεός μού έδωσε δύναμη σήμερα να μιλήσω. Ένιωθα να παραλύω από τη μέση και κάτω»
«Η μοναδική μου "σανίδα" ήταν ένα site που έκανα καταγγελία. Πιστεύω ότι ο Θεός μού έδωσε δύναμη σήμερα να μιλήσω. Ένιωθα να παραλύω από τη μέση και κάτω. [...] Ήταν ένας αρρωστημένος άνθρωπος, ακόμα κάποιοι τον πιστεύουν», εξηγεί σχετικά με την καταγγελία της σε ειδησεογραφικό site του Αγρινίου.
Φόβος
Για άλλη μια φορά το δικαστήριο τη ρωτά για ποιο λόγο δεν έκαναν κάτι από την αρχή για όλα αυτά. «Δεν υπήρχε επιλογή να μην κάνουμε κάτι, φοβόμασταν», τονίζει ρητά.
Το δικαστήριο ρώτησε και για τον πατέρα της. «Ο πατέρας μας προσπάθησε να πάρει την επιμέλεια μας. Τότε μας έβλεπαν ψυχίατροι. Ο ψυχίατρος είπε ότι η μητέρα μου είχε ψυχικούς ιδεασμούς, αν το λέω σωστά. Έλεγε ότι μιλούσε με την Παναγία όταν βρισκόταν με τον κατηγορούμενο».
Ο πρόεδρος ρωτάει τη μάρτυρα πώς ήταν στο σχολείο. «Στο Γυμνάσιο με έπιασε η διευθύντρια, η οποία τώρα είναι καλόγρια, και με ρώτησε κάποια πράγματα. Με έπιασε σφιχτά από το χέρι και με ρωτούσε αν είμαι καλά. Ήμουν φοβισμένη. Έτρεμα να με κοιτάξει ο πατέρας μου όταν ερχόταν και η διευθύντρια το είχε καταλάβει. Κλεινόμουν στην τουαλέτα, δεν ήθελα να μιλήσω. Δεν ήθελα να μεταφέρω και στο σχολείο αυτή την κατάσταση. Ήταν ένα μέρος που ήταν μακριά από όλη αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Δεν ήθελα να με ρωτάνε συνέχεια και εκεί».
Απαντώντας σε ερώτηση της δικηγόρου υπεράσπισης κατηγορίας, λέει χαρακτηριστικά: «Ήμασταν σαν άβουλα όντα. Αν δεν κάναμε ό,τι μας έλεγε, θα είχαμε τιμωρία. Μελάνιαζαν τα γόνατα μας από τις μετάνοιες».
Ερωτώμενη αν είχε εισπράξει ποτέ κάποιο "μπράβο" ή "συγχαρητήρια" από τον κατηγορούμενο, απαντά: «Δεν μας ενθάρρυνε ποτέ. Μας έλεγε συνέχεια πόσο άχρηστες είμαστε. Φοβόμασταν αυτό που έλεγε ότι είναι, γιατί ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το συλλάβει το μυαλό μας».
«Η μητέρα μου τον ποθούσε»
Η δικηγόρος υπεράσπισης κατηγορίας ρωτά την μάρτυρα αν είχε διαπιστώσει η μητέρα της να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον κατηγορούμενο. «Κάποια στιγμή ανάγκασε τη μητέρα μου να εξομολογηθεί μπροστά σε όλο το "κοινόβιο". Είχε πει πως τον ποθούσε σαρκικά και ότι εκείνος της είχε πει ότι η πρεσβυτέρα θα πεθάνει και πολύ πιθανόν να πάρει τη θέση της ως σύζυγος του. Γνωρίζω ότι η μητέρα μου ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν ξέρω αν είχαν σεξουαλική επαφή. Η μητέρα μου όταν τα έμαθε όλα αυτά, εξαγριώθηκε και μου είπε "γιατί δεν μου τα είπες;"».
«Η αδερφή μου φοβόταν να μιλήσει ακόμα και ως την προηγούμενη βδομάδα»
«Ο πατέρας μου έμαθε για θύματα και μας ρωτούσε αν μας έχει πειράξει. Η αδερφή μου, ακόμη και την προηγούμενη βδομάδα, φοβόταν να μιλήσει. Έκανε προσευχή», είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
«Μας είχε κάνει και προσπαθούσαμε να ενοχοποιήσουμε τον πατέρα μου»
Σε ερώτηση από τους δικηγόρους υπεράσπισης του κατηγορουμένου σχετικά με έναν ξυλοδαρμό, η μάρτυρας αναφέρει: «Ο κατηγορούμενος μας έβαλε να καταγγείλουμε κάτι τέτοιο. Η μάνα μου χτυπιόταν μόνη της στο ασανσέρ για να πείσει το νοσοκομείο ότι τη χτυπούσε ο πατέρας μου. Κυνηγούσαμε το ξύλο από τον πατέρα μου, μπας και μας δώσει καμία. [...] Γι' αυτό νιώθω τύψεις, επειδή κατέθετα αυτά. Είχε οριστεί κοινωνικός λειτουργός να έρχεται στο σπίτι. Το κράτος κάτι είχε καταλάβει».
«Ήμασταν καθοδηγούμενες. Σε ένα δικαστήριο με εξανάγκασε να μεταμφιεστώ, να παραστήσω την ενήλικη και να κάνω σκηνικό. Για να πείσω. Έπρεπε να δείχνω ενήλικη και δικηγόρος».
Σε ερώτηση των δικηγόρων της υπεράσπισης του κατηγορουμένου, γιατί δεν έκοψε επαφές με τον ιερέα απαντά: «Ένιωσα να χάνω την οικογένεια μου επειδή εναντιώνομαι σε αυτόν. Και τελικά αυτό συνέβαινε. Ήθελα δεν ήθελα, δεν μπορούσα να ξεκόψω αμέσως από τον παπά. Όσο κι αν δεν θέλω να το πω, ήταν σατανικός ευφυής».