Όλοι αθώοι για το Μάτι, εκτός από τους αξιωματικούς που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιβράβευσε με οφίκια. Μία χώρα ολόκληρη στα νύχια των τυμβωρύχων και της α-δικαιοσύνης.
Tο προ πυρκαγιάς Μάτι δεν μου ήταν άγνωστος πλανήτης. Μια ζωή ολόκληρη, ιδίως στο πρώτο μισό της, παραθερίζαμε οικογενειακώς στο γειτονικό Ζούμπερι, στο θέρετρο των αξιωματικών της Αεροπορίας, ας είναι καλά ο πατερούλης εκεί που έφυγε μακριά μας πριν από 26 χρόνια. Δέκα χιλιόμετρα παραπέρα.
Στο Μάτι είχε σπίτι ο φίλος μας ο Μπάμπης, πάει να πει ότι πηγαινοερχόμασταν συχνά για νυχτερινό ποτάκι όταν μεγαλώσαμε ή απλώς για βόλτα, ώστε να ξεφεύγουμε λιγάκι από το αυστηρό πλαίσιο της στρατιωτικής μονάδας με τους σμηνίτες και τους αερονόμους. Κάποια νύχτα πήγε να μας καταπιεί τη ζωή ένα τροχαίο ατύχημα στον δρόμο των παιδικών κατασκηνώσεων του Αγίου Ανδρέα, αλλά αυτό είναι άσχετο με το θέμα μας.
Ήδη από τότε, για τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 μιλάμε, ο κίνδυνος της φωτιάς ήταν ορατός διά γυμνού οφθαλμού, αρκεί να είχε ο επισκέπτης τα μάτια του ανοιχτά. Ουδείς φανταζόταν φυσικά το φριχτό μακελειό του 2018, αλλά όλοι έβλεπαν ξεκάθαρα τις παγίδες του θανάτου. Τις ίδιες που, δυστυχώς, χαίνουν και σήμερα.
Οι προσβάσεις προς τη θάλασσα ήταν ήδη περιορισμένες σε βαθμό ανατριχιαστικό, αφού η ακροθαλασσιά βρισκόταν σε μέγιστο βαθμό περιφραγμένη και αόρατη από τον δρόμο. Σε όλο το μήκος της ακτογραμμής, ξεφύτρωναν φίρδην μίγδην βιλίτσες, ξενοδοχεία, ψαροταβέρνες, μπαράκια, σπίτια και ευαγή ιδρύματα που περιβάλλονταν από φράχτες ή κάγκελα, για να κρατούν παραέξω τους παρείσακτους.
Ελάτε τώρα, που παριστάνετε τους έκπληκτους. Με μία βόλτα π.χ. στη Σαρωνίδα θα αντικρύσετε σήμερα το ίδιο φαινόμενο, ίσως και σε υπερθετικό βαθμό. Και προφανώς μικρές Σαρωνίδες και μικρά Μάτια του πύρινου κυκλώνα υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, σε όλα τα μήκη και πλάτη του παραθαλάσσιου μετώπου, με τρανό παράδειγμα –απ’ ότι μου λένε οι βόρειοι φίλοι μου- τη μαρτυρική Χαλκιδική.
«Ωραίο το Μάτι», λέγαμε τότε. Εάν κάποιος είχε το θράσος να επισημάνει ότι η απειλή της πυρκαγιάς καραδοκούσε, τον έλεγαν προβοκάτορα και τον απόπαιρναν. Τι φωτιά να πιάσει, εκατό μέτρα από τη θάλασσα…
Προσπαθώ να πω, ότι –είτε μας αρέσει είτε όχι- τα δάση μας μαζί τα κάψαμε. Επειδή χτίσαμε αυθαίρετα εκεί όπου δεν πρέπει, επειδή μπαζώσαμε τα ρέματα, επειδή αδιαφορήσαμε για την πυρασφάλεια, επειδή διώξαμε τις μπουλντόζες όταν ήρθαν να γκρεμίσουν, επειδή εκλέξαμε κοινοτάρχες, δημάρχους, περιφερειάρχες και κυβερνήσεις ασυμβίβαστα αφοσιωμένους στη ρεμούλα, στο ρουσφέτι και στη διαφθορά.
Είναι φυσικά χυδαίο να κατηγορηθούν τα θύματα για μία εκατόμβη. Αλλά είναι εξίσου χυδαίο να αποδίδονται πολιτικές ευθύνες εκεί όπου δεν υπάρχουν και να εργαλειοποιείται μία ανείπωτη τραγωδία ώστε να κερδηθούν οι εκλογές. «Τους τυμβωρύχους θα τους κρίνει η Ιστορία», διαβάζω δεξιά κι αριστερά. Αμ, δεν θα τους κρίνει καμία Ιστορία. Η μοναδική δύναμη που μπορεί να τους κρίνει, ειδικά στην Ελλάδα όπου η έννοια Δικαιοσύνη αποτελεί το συντομότερο ανέκδοτο, είναι η δύναμη της κάλπης.
Εάν δεν τη χρησιμοποιήσουμε, εάν προτιμήσουμε τα τσιπουράδικα τις Κυριακές των εκλογών, θα μας κυβερνούν παντοτινά οι αδίστακτοι που χορεύουν πάνω στα πτώματα (του Ματιού, των Τεμπών, της Πύλου κ.α.), που επιβραβεύουν με προαγωγή και οφίκια τους υπεύθυνους ενός εγκλήματος, που λοιδορούν μέσω κομματικών στρατών τους συγγενείς των θυμάτων στα αδηφάγα social media, που απειλούν να μετατρέψουν τη χώρα σε απέραντο μαυσωλείο.
Το καλό για την πολιτική σκηνή μαντάτο από τη δίκη που ολοκληρώθηκε χθες, είναι ότι αθωώθηκε η Ρένα Δούρου, που στοχοποιήθηκε λυσσαλέα ως …φόνισσα, τόσο για το Μάτι όσο και για την πλημμύρα στη Μάνδρα. «Κατασυκοφαντήθηκα και λοιδορήθηκα όσο κανείς άλλος, αλλά ο εσωτερικός πυρήνας αξιών μου δεν μου επιτρέπει να χαρώ για τη δικαίωση», σχολίασε σεμνά, αλλά με διάχυτη πικρία, η ίδια. «Εκείνο που δεν μπορώ να τους συγχωρήσω είναι πως η μάνα μου έφυγε πρόσφατα από τη ζωή με τον καημό, ότι η κόρη της διασύρθηκε στο πανελλήνιο ως υπαίτια της τραγωδίας».
Με την ίδια απόφαση, κρίθηκαν ένοχοι μια χούφτα αξιωματικοί που αργότερα προβιβάστηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σκανδαλωδώς επιβραβευμένοι για ποιος ξέρει ποιαν ακριβώς υπηρεσία. Όταν κάνουμε δέκα βήματα πίσω για να αντικρύσουμε ολόκληρο το δέντρο, θα καταλάβουμε ότι η χθεσινή δεν ήταν παρά άλλη μία μέρα ρουτίνας για την ακοίμητη νεοελληνική δικαιοσύνη.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους ελάχιστους ανθρώπους που κρίθηκαν αθώοι (πέντε επιχειρησιακά υπεύθυνους και έναν πολίτη) ήταν πουπουλένια χάδια και η οργή των χαροκαμένων συγγενών ξεχείλισε μέσα στο δικαστήριο. Ηδη κάποιες οικογένειες έδωσαν εντολή να κατατεθεί έφεση ενάντια στην απόφαση και τα εδώλια θα μείνουν ζεστά για αρκετό καιρό ακόμη.
Ο τελευταίος είναι ο άνθρωπος που φέρεται να άναψε τη φονική φωτιά αγνοώντας τους θυελλώδεις ανέμους. Όλοι οι καταδικασμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι, αφού οι ποινές είναι εξαγοράσιμες προς 10 ευρώ ημερησίως. Σας αφήνω να υπολογίσετε μόνοι σας πόσα ευρώ κόστισε κάθε μία από τις χαμένες ζωές, γιατί θα γράψω καμιά πολύ βαριά κουβέντα και θα τρέχουν εμένα στα δικαστήρια. Σταθείτε, τώρα βλέπω ότι κάποιος έκανε τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση: 348 ευρώ για κάθε ζωή. Ολογράφως, τριακόσια σαράντα οχτώ. Και τα ρέστα παγωτά.
Η υπόθεση έχει κι άλλες ανατριχιαστικές πτυχές, που υπαινίσσονται συγκάλυψη. Ο ανακριτής Θανάσης Μαρνέρης ζητούσε επίμονα τη μετατροπή του κατηγορητηρίου, ώστε να αναβαθμιστούν οι κατηγορίες σε κακουργήματα. Μολονότι όμως το Δικαστικό Συμβούλιο δικαίωσε τον ανακριτή για τις κατηγορίες που βάραιναν 5 αξιωματικούς (για τους οποίους θεωρήθηκε ότι τις κρίσιμες ώρες σκέφτονταν την καριέρα τους και τα αξιώματα), το Συμβούλιο των Εφετών ακύρωσε το βούλευμα, με αποτέλεσμα να δικαστούν άπαντες για πλημμελήματα.
Η στάση που τήρησε η ξεδιάντροπη κυβέρνηση Μητσοτάκη απέναντι στους ανώτατους αξιωματικούς που έμελλε να κριθούν ένοχοι εξ αμελείας για το φριχτό φονικό αποτέλεσε όπλο στην επιχειρηματολογική φαρέτρα του ανακριτή. Σχετικά με τη στάση που ψήφισε ο πάνσοφος Έλλην ψηφοφόρος, γνωρίζοντας πλέον την αλήθεια για όσα έγιναν εκείνη την αποφράδα ημέρα, δεν χρειάζονται πολλά σχόλια. Το σαράντα τακατό είναι κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όλα όσα έχει φορτωμένα στην καμπούρα της η Νέα Δημοκρατία και συνολικά η Δεξιά.
Πολύ φοβάμαι, ότι οι οικιστικές παθογένειες που πολλαπλασίασαν την τραγωδία το 2018 θα προκαλέσουν νέο θρήνο εφ’ όσον ανάψει αύριο παρόμοια πυρκαγιά. Οι κάτοικοι καταγγέλλουν ότι έξι χρόνια τώρα δεν έχει γίνει στο Μάτι το παραμικρό, τίποτε απολύτως που να μετατρέπει το πάθημα σε μάθημα. Ελπίζω ότι κάνω λάθος και ότι υπερτιμώ το πρόβλημα, αλλά τα ίδια έλεγαν και τότε οι ανέμελοι. «Έλα μωρέ, θα πέσουμε στη θάλασσα και θα σωθούμε, χα χα».
Πολλοί δεν πρόφτασαν ούτε να ανοίξουν το στόμα τους. Δεκάδες οικογένειες έχασαν παντοτινά το γέλιο τους. Οι προσδοκίες για δικαίωση διαψεύστηκαν στην πράξη, από ένα δικαστήριο που μοίρασε χαδάκια αντί για χαστούκια. Και η ζωή στην Ελλάδα του 2024 κουτσά στραβά συνεχίζεται. Για πολλούς ανέφελη, για άλλους τραγική και σύντομη. Για το έγκλημα των Τεμπών, άραγε, θα πληρώσει κανείς; Και αν ναι, με πόσα ευρώ την ημέρα;