Γιατί η μεγάλη αποταμίευση των ηλικιωμένων στην Ευρώπη αποτελεί οικονομικό πρόβλημα

Του Stuart Trow

 

 

Η αποταμίευση έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ιδίως μεταξύ των ηλικιωμένων Ευρωπαίων. Η Barclays εκτιμά ότι οι ηλικιωμένοι συγκέντρωσαν επιπλέον οικονομίες 600 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το ποσό αυτό σίγουρα θα παρείχε ώθηση στην οικονομία της Ευρώπης εάν δαπανάτο στους εμπορικούς δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων. Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι μεγάλο μέρος αυτών των μετρητών θα παραμείνει αχρησιμοποίητο και ανενεργό.

 

Τι κρύβεται πίσω από αυτήν τη συσσώρευση; Τα αρνητικά επιτόκια ανά την Ευρώπη υποτίθεται ότι αποτρέπουν την εξοικονόμηση και ενθαρρύνουν δαπάνες και επενδύσεις. Για τους μεγαλύτερους αποταμιευτές, ωστόσο, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αντιδρούν όταν τα επιτόκια είναι τόσο χαμηλά είναι απαραίτητη εάν θέλει κανείς να τους ενθαρρύνει να βάλουν τα χρήματά τους στην υπηρεσία της οικονομίας.

 

Η επίδραση των χαμηλών επιτοκίων

 

Πολύ χαμηλά επιτόκια σημαίνει ότι χρειάζεται κανείς μεγαλύτερη αποταμίευση ή συνταξιοδοτικές παροχές για να επιτύχει οποιοδήποτε δοσμένο επίπεδο εισοδήματος.

 

Το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) είναι μόλις 0,1%. Αυτό σημαίνει ότι για παραγωγή ετήσιου εισοδήματος από τόκους 10.000 βρετανικών λιρών απαιτούνται αποταμιεύσεις 10 εκατομμυρίων λιρών. Παλαιότερα, όταν το επιτόκιο ήταν 5%, όπως ήταν πριν από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, θα λάμβανε κανείς αυτό το ποσό από οικονομίες 200.000 λιρών και με πολύ μικρό κίνδυνο. Τα μαθηματικά γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν τα επιτόκια είναι αρνητικά, όπως είναι στην ευρωζώνη, όπου το κεφάλαιο στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν αυξάνεται, αλλά "διαβρώνεται" με την πάροδο του χρόνου.

 

Τα χαμηλά επιτόκια τροφοδοτούν τον φόβο μεταξύ των συνταξιούχων (και εκείνων που γλυκοκοιτάζουν το να αποσυρθούν από την εργασιακή τους απασχόληση) ότι οι αποταμιεύσεις τους δεν θα αυξηθούν σε μια πορεία χρόνου και τελικά τα χρήματα θα εξαντληθούν. Επομένως, η σκέψη της κατανάλωσης αυτού του κεφαλαίου είναι άβολη και μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικά προσεκτικές, έως και φοβικές κινήσεις.

 

Αυτός ο προβληματικός αντίκτυπος των χαμηλών επιτοκίων προηγήθηκε του Covid. Μελέτη του 2017 έδειξε ότι πολλοί συνταξιούχοι στις ΗΠΑ συνέχιζαν να συσσωρεύουν αποταμιεύσεις ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή τους. Οι άνθρωποι που εισέρχονταν στη δεκαετία των 80 ετών τους ήταν πλουσιότεροι από ό,τι στη δεκαετία των 60 ή των 70 τους χρόνων, συνυπολογιζομένου ακόμη και του πληθωρισμού, κυρίως επειδή δεν είχαν ξοδέψει όσο θα επέτρεπε ο πλούτος τους. Πράγματι, οι πλουσιότεροι ξόδευαν 53% λιγότερο απ’ ό,τι θα μπορούσαν να ξοδεύουν.

 

Συμπεριφορικά οικονομικά

 

Η συμπεριφορική οικονομική θεωρία εκτιμά επίσης ότι οι άνθρωποι είναι λιγότερο πρόθυμοι να ξοδέψουν ένα κεφαλαιουχικό κέρδος σε σχέση με το κέρδος που έχουν από τόκους ή μερίσματα. Το σκεπτικό είναι ότι προτιμούν τη βεβαιότητα του "κάλλιο πέντε και στο χέρι" από ένα ουδέποτε πραγματοποιημένο και λιγότερο προβλέψιμο κέρδος κεφαλαίου.

 

Μια άλλη αιτία αυτής της απροθυμίας για δαπάνη αποταμιεύσεων είναι ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται, ολοένα και περισσότερο, να αναλαμβάνουν ατομικά το ρίσκο της εξασφάλισης των πόρων για τη συνταξιοδότησή τους.

 

Στο παρελθόν, οι πιο τυχεροί συνταξιούχοι είχαν συντάξεις που συνδέονταν με τον τελευταίο τους μισθό με συγκεκριμένο συντελεστή και παρείχαν ένα κανονικό, εγγυημένο εισόδημα. Για τους υπόλοιπους, τα προϊόντα εγγυημένης προσόδου μπορούσαν να παράγουν ένα εισόδημα, με κάποιο κόστος. Είτε έτσι είτε αλλιώς, καθένας ήξερε πάντα πόσα θα μπορούσε να ξοδεύει κάθε μήνα χωρίς να υπάρχει κίνδυνος οι αποταμιεύσεις του να εξαντληθούν.

 

Σήμερα, είναι πιο συνηθισμένο για τους ανθρώπους να αναλαμβάνουν το σύνολο του ρίσκου, π.χ. εκείνο του πληθωρισμού και της αστάθειας της αγοράς, για να μην αναφέρουμε το άβολο συναίσθημα να χρειάζεται να προσέχουν συνέχεια μήπως ο τρόπος ζωής τους υπερβεί τις χρηματικές τους δυνατότητες. Οι υπολογιζόμενες επί του τελικού μισθού συντάξεις είναι πολύ λιγότερο συχνές και τα εισοδήματα που καταβάλλονται από προγράμματα σταθερής προσόδου είναι πολύ χαμηλότερα απ’ ό,τι κάποτε, ακριβώς επειδή τα επιτόκια είναι τόσο χαμηλά. Σε αυτό το περιβάλλον, η υπερβολική προσοχή στις δαπάνες γίνεται κατανοητή.

 

Βλάβη στην οικονομία

 

Το πρόβλημα είναι ότι η υπερβολική προσοχή μπορεί να βλάψει τους αποταμιευτές και την οικονομία. Οι συνταξιούχοι καταλήγουν να ζουν με περισσότερες "προφυλάξεις" απ’ ό,τι είναι απαραίτητο, υπό τον φόβο ότι θα εξαντληθούν τα χρήματά τους. Ταυτόχρονα, η οικονομία αποτυγχάνει να ωφεληθεί, καθώς εκείνοι με τα περισσότερα μετρητά είναι οι λιγότερο διατεθειμένοι να τα ξοδέψουν.

 

Το να έχει κανείς ένα προσωπικό πλάνο μπορεί να βοηθήσει ως προς το πρώτο ζήτημα. Είτε πρόκειται για κάτι που δημιούργησε κανείς ο ίδιος σε ένα υπολογιστικό φύλλο ή για το προϊόν μιας δαπανηρής επίσκεψης σε έναν οικονομικό σύμβουλο, εκείνο που θέλει κανείς να εξασφαλίσει είναι μια σωστή προβολή του τι μπορεί να ξοδέψει για να αισθάνεται πιο άνετα αξιοποιώντας την αποταμίευσή του.

 

Πριν από την τρέχουσα "μανία" για εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, ένας γενικός κανόνας ήταν ότι μια μείωση κατά 4% του κεφαλαίου σας ανά έτος κατά τη συνταξιοδότηση ήταν βιώσιμη. Σήμερα οι συμβουλές είναι πιο συντηρητικές. Μερικοί σύμβουλοι προτείνουν ως βιώσιμο ποσοστό ένα 3% ή και λιγότερο. Η Artemis Investment πιστεύει ότι το 4% είναι ακόμη εφικτό, μόνον όμως εάν το 60% του κεφαλαίου σας παραμένει επενδεδυμένο σε μετοχές. Πρόκειται για υπερβολικό ποσοστό για πολλούς από τους πλέον προσεκτικούς επενδυτές. Εναλλακτικά, εάν είναι κανείς διατεθειμένος να διατηρεί το 40% των επενδύσεών του σε μετοχές, ένα ποσοστό απόσυρσης 3,5% κατ’ έτος λογικά παραμένει βιώσιμο.

 

Εάν έχει κανείς επαρκή χρηματοοικονομική ευελιξία ώστε να αποφύγει να μειώσει τις επενδύσεις του μετά από μια πτώση της αγοράς, όπως εκείνη που συνέβη πέρυσι, κάτι τέτοιο μπορεί επίσης να κάνει μια τεράστια διαφορά στα οικονομικά του.

 

Μπορεί επίσης να διοχετεύσει τις αποταμιεύσεις του σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία προσφέρουν εισόδημα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ακίνητη περιουσία παραμένει δημοφιλής επένδυση, παρά τον κίνδυνο και τις υλικοτεχνικές προκλήσεις. Το να έχει κανείς τουλάχιστον μία πηγή εγγυημένου εισοδήματος μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο σίγουροι για τη μεταχείριση του κεφαλαίου τους ως χρήματα τα οποία μπορούν να δαπανηθούν.

 

Κρατικές συντάξεις

 

Μια άλλη μορφή εισοδήματος που συχνά παραβλέπεται, π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι η κρατική σύνταξη. Περίπου το ένα τέταρτο των συνταξιούχων, ιδίως οι γυναίκες, δεν διασφαλίζουν ότι λαμβάνουν όσα δικαιούνται πλήρως. Η κρατική σύνταξη αυξάνεται σύμφωνα με έναν περίπλοκο τύπο που συχνά ξεπερνά τον πληθωρισμό, αυξάνοντας έτσι την αγοραστική δύναμη του συνταξιούχου. Μια μέση πλήρης σύνταξη στο Η.Β. πληρώνει επί του παρόντος 9.339,20 λίρες ετησίως.

 

Φυσικά, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι συσσωρεύουν μετρητά στα γηρατειά τους είναι επειδή κανείς δεν ξέρει πόσο μπορεί να του κοστίσει η φροντίδα για τις κλασικές ανάγκες ενός ηλικιωμένου. 

 

Επομένως, εάν οι κυβερνήσεις μπορούσαν να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους να παρέχουν κάποια βεβαιότητα σχετικά με την κάλυψη του κόστους αυτής της φροντίδας, τα μέτρα αυτά πιθανότατα θα λειτουργούσαν ευεργετικά από οικονομική άποψη, απελευθερώνοντας τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις.

 

Και αν όλα αυτά δεν σας έπεισαν να ξοδέψετε τα "αποθηκευμένα" μετρητά σας, κάντε το για το καλό όλης της υπόλοιπης κοινωνίας.