Η εποχή που ακούμε αντί να διαβάζουμε (κι όσα χάνουμε στο μεταξύ)..... Αντώνης Μπατζιάς


Τώρα που άνοιξε πάλι η συζήτηση για την “Ιθάκη” του Αλέξη Τσίπρα, ένα βιβλίο που άλλοι περιμένουν να γίνει ταινία…

 

Τώρα που άνοιξε πάλι η συζήτηση για την “Ιθάκη” του Αλέξη Τσίπρα, ένα βιβλίο που άλλοι περιμένουν να γίνει ταινία κι άλλοι το αντιμετωπίζουν σαν trailer για την πολιτική σεζόν, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς τι απέγιναν όλα τα υπόλοιπα βιβλία. Εκείνα που δεν έγιναν viral, ούτε soundtrack, ούτε αντικείμενο ειρωνείας στα social. Εκείνα που δεν συνοδεύονται από δημοσιεύματα, quotes και debate panels. Εκείνα που, πολύ απλά, έμειναν αυτό που ήταν, κείμενα που ζητούν την αφοσίωσή σου.

 

Η “Ιθάκη”, είτε την αγαπά κανείς είτε τη χλευάζει,  έφερε στην επιφάνεια την περίεργη αντίφαση της εποχής που όλοι έχουν άποψη για το βιβλίο, αλλά σχεδόν κανείς δεν θέλει να το διαβάσει. Θα το δουν σε ντοκιμαντέρ; Θα περιμένουν μια 20λεπτη περίληψη από κάποιον δημοσιογράφο – podcaster; Το πιθανότερο ναι. Κι αυτό δεν αφορά την “Ιθάκη”, μα αφορά τον τρόπο που καταναλώνουμε πλέον ιδέες, μνήμη και αφήγηση. Σαν να λέμε «Πες μου να σου πω ότι το άκουσα»  κι ας μη διαβάσω ποτέ τη σελίδα από όπου προήλθε το συμπέρασμα.

 

Ζούμε σε μια στιγμή όπου το βιβλίο συζητιέται περισσότερο απ’ όσο διαβάζεται. Κι ενώ οι τίτλοι γίνονται memes, τα podcasts πολλαπλασιάζονται και τα audiobooks κερδίζουν έδαφος, η ανάγνωση μοιάζει να χάνει χώρο μπροστά σε μια προφορικότητα που επιστρέφει σαν παλιά αγάπη με νέα συσκευασία. Έτσι, ένα πολιτικό βιβλίο δεν ανοίγει πλέον συζητήσεις για το περιεχόμενό του, αλλά για το format του. Το ίδιο το περιεχόμενο, ειρωνικά, γίνεται δευτερεύον. Κι εκεί αρχίζει το πραγματικό ζήτημα, δηλαδή τι σημαίνει ότι προτιμάμε να ακούμε αντί να διαβάζουμε;

 

Ο χρόνος μάς λείπει ή η συγκέντρωση;

 

Και πώς αλλάζει αυτό τον τρόπο που σκεφτόμαστε;

 

Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην Αθήνα νιώθω πως η πόλη δεν περπατιέται πια, απλώς ακούγεται. Βγαίνεις στο δρόμο και βλέπεις ανθρώπους να κυκλοφορούν σαν ασύρματες συσκευές, με ένα καλώδιο να κρέμεται από το αυτί και τον κόσμο να τους ζωγραφίζει με θόρυβο από φανάρια, φωνές, λεωφορεία και ειδοποιήσεις. Κάποτε βλέπαμε εφημερίδες στα παγκάκια, τώρα βλέπουμε κινούμενα AirPods. Δεν είναι απαραίτητα «καλό» ή «κακό». Είναι, όμως, ένα καθαρό σημάδι της εποχής, μιας εποχής κουρασμένης, βιαστικής, που δεν προλαβαίνει ούτε να διαβάσει ούτε να κοιτάξει τον εαυτό της. Ζούμε σε μια κοινωνία που ζητά άποψη, αλλά δεν αντέχει τις σελίδες.

 

Πόσο από αυτό είναι μόδα και πόσο ανάγκη;

 

Πόσο από αυτό είναι τεχνολογία και πόσο κόπωση;

 

Και, κυρίως, τι σημαίνει για το μυαλό μας;

 

Η κουλτούρα της ακρόασης και ο τρόπος ζωής που τη γέννησε

 

Ο ήχος χωράει παντού, στο μετρό, στο γραφείο, στο σούπερ μάρκετ, στα λεπτά της αναμονής, στις βόλτες που δεν είναι πια βόλτες αλλά μετακινήσεις από A σε B. Ένα podcast μπορεί να σου μιλήσει σχεδόν ασυναίσθητα. Ακόμη και τέσσερα λεπτά μέχρι τη στάση αρκούν για ένα συμπυκνωμένο επεισόδιο. Δεν χρειάζεται καν να αποφασίσεις συνειδητά ότι θα «ασχοληθείς» μαζί του, απλώς το αφήνεις να κυλά.

 

Το multitasking έγινε ο νέος τρόπος ύπαρξης. Κανείς δεν αφιερώνει πλέον αποκλειστικό χρόνο στην κατανόηση. Όλα πρέπει να γίνουν παράλληλα με κάτι άλλο κι όσο πιο κουρασμένος είναι κάποιος, τόσο πιο εύκολα θα πατήσει το play αντί να ανοίξει ένα βιβλίο. Σε αυτή την κουρασμένη κοινωνία, ο ήχος δεν είναι απλώς βολικός, μα είναι ο μόνος τρόπος να νιώθουμε πως μαθαίνουμε κάτι χωρίς να μας ζητείται η ψυχική ενέργεια που δεν έχουμε.

 

Όμως, η στροφή στην ακρόαση δεν είναι μόνο πρακτική, αλλά και ψυχολογική. Σε μια εποχή που η σιωπή έχει γίνει σχεδόν πολυτέλεια, ο ήχος τη σβήνει. Καλύπτει το κενό, απαλύνει την αμηχανία, λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι «κάτι γίνεται» ακόμη κι όταν δεν αντέχεις άλλα. Είναι ανθρώπινο, αλλά είναι και ανησυχητικό, το ότι η παύση είναι βαριά, ενώ η ροή του ήχου βολεύει. Κι όχι, δεν έχει σχέση με το κλασικό ραδιόφωνο όλο αυτό…

 

Προτιμάμε να ακούμε επειδή η ανάγνωση απαιτεί εκείνη την εσωτερική σταθερότητα που η ζωή μας έχει διαλύσει;

 

Το audiobook, από την άλλη, έχει γίνει για πολλούς το «βιβλίο που δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν». Δεν απαιτεί να καθίσεις κάπου ήρεμα ούτε να ανοίξεις σελίδες. Το αφήνεις να σε συνοδεύει όσο οδηγείς, όσο μαγειρεύεις, όσο προσπαθείς να τακτοποιήσεις μια μέρα γεμάτη ειδοποιήσεις. Είναι ο πιο εύκολος τρόπος να νιώσεις ότι μαθαίνεις ή ενημερώνεσαι, χωρίς να δώσεις πραγματικά την προσοχή που απαιτεί το κείμενο. Και, χωρίς αμφιβολία, υπάρχει κάτι απελευθερωτικό σε αυτό. Σε μια κοινωνία όπου ο χρόνος λιγοστεύει, η προφορικότητα λειτουργεί σαν ένα προσβάσιμο μονοπάτι προς τη γνώση, μιας και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί δηλώνουν πως τα audiobooks τους έφεραν ξανά κοντά στο βιβλίο.

 

Για κάποιους, είναι η πρώτη επαφή με έναν κόσμο από γραπτά κείμενα δεν είχαν καταφέρει να ανοίξουν. Φυσικά και βοηθάει η ακρόαση ανοίγοντας πόρτες σε ανθρώπους που δυσκολεύονται με την ανάγνωση, είτε λόγω δυσλεξίας είτε λόγω κόπωσης είτε λόγω ενός προγράμματος που δεν αφήνει περιθώρια για πνευματική ησυχία. Προσφέρει πρόσβαση εκεί όπου το βιβλίο συχνά μοιάζει βαρύ και απαιτητικό. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί δηλώνουν πως το audiobook τους ενθάρρυνε να πιάσουν ξανά βιβλίο. Η προφορικότητα λειτούργησε σαν γέφυρα.

 

Όμως εδώ γεννιέται ένα ακόμη ερώτημα:

 

Μήπως, τελικά, προτιμάμε να ακούμε επειδή η ανάγνωση απαιτεί περισσότερη ενέργεια απ’ όση είμαστε διατεθειμένοι να διαθέσουμε;

Ή μήπως, πιο απλά, έχουμε συνηθίσει τόσο την αδιάκοπη ροή του ήχου ώστε η παύση μιας σελίδας μάς φαίνεται σχεδόν βίαιη;

 

Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει ο ήχος

 

Όσο κι αν αγαπάμε τα podcasts, δεν γίνεται να παραβλέψουμε ότι η ανάγνωση και η ακρόαση είναι εντελώς διαφορετικές δραστηριότητες, με άλλους βαθμούς συγκέντρωσης. Η ακρόαση έχει έναν ασταμάτητο ρυθμό. Ο αφηγητής καθορίζει την ταχύτητα της σκέψης σου. Αν χάσεις μια φράση, δύσκολα επιστρέφεις. Η εμπειρία είναι γραμμική και συνεχής. Δεν υπάρχει η ευκολία της ματιάς που γυρίζει πίσω στη σελίδα. Δεν υπάρχει η οπτική δομή που βοηθά στη μνήμη και την οργάνωση. Η ακρόαση ευνοεί την παθητικότητα. Μπορείς να την αφήσεις να τρέξει δίπλα σου σαν μουσική. Δεν σου ζητά να «δουλέψεις» το περιεχόμενο. Και σε μια κοινωνία κουρασμένη, αυτή η παθητικότητα μοιάζει σχεδόν ανακούφιση.

 

Από την άλλη, ο γραπτός λόγος, χρειάζεται αφομοίωση, για τον τρόπο γραφής, για τα επιχειρήματα που δεν ξεδιπλώνονται με την πρώτη ή σημεία που θέλεις να επεξεργαστείς, να σταματήσεις και να ξαναρχίσεις. Το κείμενο σε αναγκάζει να σταθείς. Η παύση δεν είναι εμπόδιο, μα εργαλείο. Ακόμα κι ένα μικρό άρθρο στην οθόνη του κινητού, σε θέλει πιο συγκεντρωμένο. Κάτι που σημαίνει πως ίσως χάσεις τη στάση που ήθελες να κατέβεις…

 

Τι κόστος όμως έχει όλο αυτό; Τι σημαίνει πολιτισμικά το ότι η κάθε άποψη μετατρέπεται από άρθρα σε σύντομα ηχητικά δεκάλεπτα;

 

Τι σημαίνει ένας πολίτης που ακούει, αλλά σπάνια διαβάζει;

 

Τι σημαίνει μια προσοχή που εκπαιδεύεται στην αδιάκοπη ροή, όχι στην εστίαση;

 

Δεν είναι απλώς τεχνολογικό ζήτημα, αλλά πολιτισμικό. Ίσως και λίγο φιλοσοφικό.

 

Η ελπίδα της σελίδας

 

Η προφορικότητα δεν είναι απειλή για την ανάγνωση, μα η επιστροφή σε κάτι βαθιά ανθρώπινο. Από τα καφενεία μέχρι τις πλατείες, η φωνή ήταν πάντα συνδεδεμένη με την κοινότητα. Σήμερα η τεχνολογία την έκανε προσιτή, όχι ξένη. Το ζήτημα δεν είναι να επιλέξουμε στρατόπεδο αλλά να θυμηθούμε τι προσφέρει η κάθε μορφή. Ο ήχος δίνει οικειότητα και πρόσβαση. Το κείμενο δίνει βάθος και συγκέντρωση. Η ακρόαση βοηθά να μη χαθείς μέσα στη μέρα, η ανάγνωση βοηθά να μη χαθείς μέσα στον εαυτό σου.

 

Και το μεγάλο ερώτημα τελικά δεν είναι αν χάνονται τα βιβλία.

 

Είναι αν χάνεται η ικανότητά μας να στεκόμαστε απέναντι σε μια ιδέα χωρίς να μας την «παραδώσει» κάποιος έτοιμη. Αν χάνεται η υπομονή να φτάσουμε στη δική μας Ιθάκη, χωρίς να μας την αφηγηθούν σε 20 λεπτά.

 

Γιατί, όσο κι αν αλλάζουν τα μέσα, η ανάγκη για γραπτό λόγο δεν θα σβήσει. Μπορεί να μικρύνει. Μπορεί να γίνει πιο απαιτητική. Μπορεί να συρρικνωθεί μέσα στη γενικευμένη κόπωση της εποχής, αλλά δεν θα εξαφανιστεί. Η σκέψη θέλει χρόνο κι ο χρόνος χρειάζεται τα γράμματα. Η ακρόαση θα συνεχίσει να επεκτείνεται. Η ανάγνωση θα συνεχίσει να βαθαίνει.

 

Και κάπου ανάμεσα στα δύο, ίσως θυμηθούμε ότι ο τρόπος που διαβάζουμε διαμορφώνει και τον τρόπο που υπάρχουμε.

 

Αντώνης Μπατζιάς