Η Λούκα Κατσέλη ανήκει στην κατηγορία των πολιτικών που έχουν να επιδείξουν αξιόλογο έργο, σοβαρότητα και διαχρονική συνέπεια. Το λέω μετά λόγου γνώσεως και για αυτό ακριβώς αισθάνομαι την ανάγκη να σχολιάσω όσα κάνει και λέει η καλή τέως υπουργός (και τέως συνάδελφος), συμπεριλαμβανομένης της συνέντευξης που έδωσε πρόσφατα στο tvxs.
Όλα δείχνουν ότι η κα. Κατσέλη πιστεύει βαθιά στο εγχείρημα της «ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς». Δεν είναι η μόνη. Υπάρχουν και άλλοι σοβαροί άνθρωποι που θέτουν επιτακτικά το ίδιο ζήτημα, διότι η κατάσταση πλέον δεν υποφέρεται. Η προοπτική της συνεργασίας στη βάση ενός «ελάχιστου κοινού παρονομαστή» προβάλλει ως μια αναγκαία και αυτονόητη λύση, αν θέλουμε κάποτε να απαλλαγούμε από αυτό το φύραμα καιροσκόπων και κοινωνικά ανάλγητων μισανθρώπων που μας κυβερνά.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι διπλό. Πρώτον, είναι μια «ανανεωμένη» ή «αναδιατεταγμένη» Κεντροαριστερά η σωστή απάντηση στο πολιτικό πρόβλημα, στη ζοφερή πραγματικότητα των ανισοτήτων, το κατεδαφισμένο κοινωνικό κράτος, το διαβρωμένο και διάτρητο δικαιικό σύστημα; Και δεύτερον, πόσες πιθανότητες έχει ένας νέος, συνεργατικός σχηματισμός να συγκινήσει τον κόσμο, στα μάτια του οποίου ο χώρος της ευρύτερης Αριστεράς είναι εντελώς απαξιωμένος;
Επιτρέψτε μου μια υποσημείωση, πριν αναπτύξω την κριτική μου. Δεν ζούμε στη δεκαετία του 1960, όταν ο όρος «Κεντροαριστερά» είχε κάποιο περιεχόμενο γιατί περιέγραφε έναν πραγματικό χώρο, δηλαδή την αριστερή (ανδρεοπαπανδρεϊκή) πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, που είχε τις ίδιες περίπου θέσεις και πεποιθήσεις με τη μαχητική -και ταυτόχρονα σοφή- ΕΔΑ. Ζούμε σε μια εποχή όπου αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ δεν υφίσταται. Και δεν υπάρχουν πια «συνοδοιπόροι», γιατί απλούστατα ο χώρος της Αριστεράς δεν ξέρει που πηγαίνει.
Απουσία οράματος και «γραμμής», τι νόημα έχει λοιπόν η αναζήτηση ενός κοινού πολιτικού παρονομαστή; Άλλωστε, ο όποιος κοινός παρονομαστής ανάμεσα στις λεγόμενες «προοδευτικές δυνάμεις» θα είναι ταυτόχρονα και ο ελάχιστος: ευρύς μεν σε ό,τι αφορά το προγραμματικό του περιεχόμενο, αλλά αναπόφευκτα αβαθής σε ό,τι αφορά την πολιτική του ουσία. Προσιδιάζει όμως κάτι τέτοιο στη σημερινή ακραία πραγματικότητα, όπου οι δύο θητείες της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχουν διαβρώσει όλους τους θεσμούς και έχουν εμπεδώσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε όλη τη δημόσια σφαίρα;
Πώς θα πάρει πίσω και πώς θα αντιστρέψει μια «ευγενής» και «πολιτισμένη» κεντροαριστερή συμμαχία ό,τι έχει εδραιώσει η Νέα Δημοκρατία στην ανώτατη εκπαίδευση, δηλαδή τη λογική του εύκολου κέρδους για τους πανεπιστημιακούς, τη λογική των προσωπικών λύσεων για τους φοιτητές, τα ιδιωτικά μαγαζιά και τα δημόσια παραμάγαζα; Πώς θα αλλάξει ο Άρειος Πάγος; Πώς θα αλλάξει η Αστυνομία και από μηχανισμός ωμής και απρόκλητης βίας θα γίνει υπηρεσία που περιφρουρεί τη νομιμότητα και επικουρεί τους πολίτες; Πώς θα αλλάξει η μεταναστευτική πολιτική και από πολιτική «pushbacks» και ξυλοδαρμών θα μετατραπεί σε πολιτική προστασίας και ομαλής ενσωμάτωσης όσων ζητούν μια θέση στον ήλιο; Και το κυριότερο: πώς θα αποσυνδεθεί η χώρα από τον ατλαντισμό και τη λογική των εξοπλισμών, για να βρει τα μέσα να διορθώσει τις κοινωνικές ανισότητες; Όλα αυτά απαιτούν και προϋποθέτουν μια στιβαρή, αν όχι «ακραία» αριστερή πολιτική, που λυγίζει τη στραβή βέργα από την άλλη μεριά (για να θυμηθούμε και λίγο τον Λένιν). Τέτοια πολιτική δεν προκύπτει όμως με συμμαχίες «καλοπροαίρετων» ανθρώπων, αν υποθέσουμε βέβαια ότι αυτοί αριθμούν τις χιλιάδες που μας χρειάζονται και ότι ομονοούν σε όλα.
Έπειτα, υπάρχει και το ζήτημα της «κουλτούρας», όπως έλεγε κι ο αείμνηστος Χοσέ Μουχίκα. Αν είναι κάτι που έχει πραγματικά εμπεδώσει ο Μητσοτάκης, περισσότερο ίσως και από τις πολιτικές του, είναι η κουλτούρα του κυνισμού, του ατομικισμού, της αδιαφορίας, της αποστράτευσης. Φοβάμαι λοιπόν ότι μια κεντροαριστερή συμμαχία, από τη φύση της «στρογγυλοποιητική», χωρίς ηθικο-ιδεολογικό βάθος και πάθος, δεν θα μπορέσει ποτέ να ασκήσει τη διαπαιδαγωγητική πολιτική που χρειάζεται για να στηριχθεί μια ανορθωτική προσπάθεια. Ο υποκειμενικός παράγοντας έχει τεράστια σημασία, εάν στοχεύει κανείς σε μικρές, έστω, αλλά ουσιαστικές αλλαγές.
Δεν μπορούμε έτσι, ετεροχρονισμένα, να επαναφέρουμε στη ζωή τη «Λαϊκή Ενότητα» του Σαλβαδόρ Αλιέντε, που είχε το τραγικό τέλος που είχε και που μας έδωσε να καταλάβουμε με σκληρό τρόπο ότι «Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί». Δεν υπαινίσσομαι βέβαια ότι η Αριστερά θα πρέπει να (ξανα)πάρει το όπλα. Απλώς επισημαίνω τη φενάκη που κρύβει το αφήγημα του «Όλοι μαζί μπορούμε!».
Η κα Κατσέλη είναι έξυπνος άνθρωπος και πεπειραμένη πολιτικός. Καταλαβαίνει λοιπόν καλά ότι με «καλέσματα» και ικεσίες δεν προσέρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τα υπάρχοντα κόμματα της αντιπολίτευσης. Επινοεί λοιπόν τον «Δούρειο Ίππο» των διάφορων Ινστιτούτων, δηλαδή των σωματείων που έχουν ιδρύσει διάφοροι εν αποστρατεία πολιτικοί, και καλεί όσους και όσες έχουν ακόμα αριστερόστροφες ιδέες και προοδευτικά σκιρτήματα να προσέλθουν στις κοινές εκδηλώσεις τους που θα γίνουν το φθινόπωρο. Το σχήμα συμπληρώνεται από οργανωτικές επιτροπές -και στο μέλλον από τοπικές επιτροπές πρωτοβουλίας- αποτελούμενες από προσωπικότητες και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και τα τοιαύτα.
Το «ξεκάρφωμα» όμως δεν πρόκειται να πιάσει. Όλοι αναγνωρίζουν πίσω από το κάθε «Ινστιτούτο» τον πραγματικό επισπεύδοντα. Και όπως είπαμε με άλλη ευκαιρία, τα πρόσωπα και τα χαρτιά αυτά είναι καμένα. Όχι ότι δεν θα μπορούσε να επανακάμψει κάποιος Τσίπρας στην κεντρική πολιτική σκηνή, γιατί αυτά τα πράγματα συμβαίνουν καμιά φορά όπως αποδεικνύει το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να περάσουν δεκαετίες και να συμβούν τεκτονικές αλλαγές.
Η λογική του «Περιμένουμε μέχρι να φτάσει ο κόσμος στο Αμήν, να καταργήσει ο Μητσοτάκης το ΕΣΥ και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ή να κάνει ο Τράμπ έναν καινούργιο τυχοδιωκτισμό» είναι λογική τριτοδιεθνιστικού κόμματος που δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Η πικρή -και δυστυχώς η μόνη- αλήθεια είναι ότι οι πολίτες θα εμπιστευθούν ξανά την Αριστερά όταν θα τους μιλήσει ντόμπρα και θα τους υποσχεθεί κάτι που γίνεται και κάτι που έχει ουσιαστική σημασία για τη ζωή τους. Χωρίς τεχνάσματα και ετεροπροσωπίες. Γιατί καινούργια πράγματα με παλιά και φθαρμένα υλικά δεν γίνονται. Μόνο παράγκες …
Share
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους