Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: Προς ένα νέο ιστορικό συμβιβασμό: Ανατροπές και αδιέξοδα

Η ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, Ομότιμου Καθηγητή Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στην Ακαδημία Αθηνών, στην οποία έγινε τακτικό μέλος.

 

Δεν είναι εύκολο να βρω λόγια για να εκφράσω τη βαθειά συγκίνηση που νοιώθω σήμερα. Η Ακαδημία Αθηνών που μου έκανε την ύψιστη τιμή να με εκλέξει ως μέλος της είναι ο κορυφαίος πνευματικός θεσμός της χώρας. Η Ακαδημία όμως δεν είναι απλώς ένας θεσμός. Είναι και μια ζώσα πραγματικότητα. Ένας τόπος ικανός να παράγει νέα γνώση, να παροτρύνει στην αναζήτηση απαντήσεων σε αδιατύπωτα ακόμα ερωτήματα.

 

Και για μένα προσωπικά είναι επίσης και κάτι «άλλο». Κάτι ακόμα πιο πολύτιμο ίσως. Είναι ένας τόπος που έμμεσα έχει συμβάλει ενεργά στη δική μου ατομική αυτογνωσία, ένας τόπος που ζωντανεύει μέσα μου μια σειρά από αξέχαστες προσωπικές αναμνήσεις. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αρχίσω με αυτές.

 

Δεν ήμουν παραπάνω από δέκα τεσσάρων ετών όταν πρωτοαντίκρισα τη λαμπρή αυτή αίθουσα. Δεν βρέθηκα όμως εδώ ούτε τυχαία ούτε ως αυτόκλητος. Ξεναγός μου υπήρξε ο αδελφός της μητέρας μου, ο ακαδημαϊκός Καίσαρ Αλεξόπουλος, με τον όποιο τότε συνοικούσαμε.

 

Μισόν αιώνα αργότερα, στην ιδία αυτή αίθουσα, η Ακαδημία Αθηνών οργάνωσε μιαν επιβλητική τελετή για τη συμπλήρωση των 100 χρονών από τη γέννηση του Καίσαρα Αλεξοπούλου. Φυσικά ήμουν και εγώ εδώ.

 

Ήταν η τελευταία φορά που θα αντίκριζα τον «αθάνατο» αδελφό της μητέρας μου ζωντανό!.

Λίγες ημέρες αργότερα πέθανε.

 

Η παρουσία μου, λοιπόν, στην ιδία αυτή αίθουσα, σήμερα, αναβιώνει το απαράγραπτο χρέος μου στον «θειο Καίσαρα».

Θυμάμαι την άδολη χαρά του όταν μου μάθαινε κολύμπι.

Όταν ως ορειβάτης, με οδηγούσε στην απόλαυση της περιπλάνησης σε απότομες βουνοκορφές.

Όταν με παροτρυνε να παρατηρώ έκθαμβος τα θαύματα της φύσης.

Όταν με δίδασκε να αμφιβάλλω για τα πάντα, ακόμα και για την ύπαρξη των Θεών.

Όταν με έπειθε να προτιμώ να αδικούν άλλοι έμενα από το να αδικώ εγώ άλλους.

Όταν μου απευθύνονταν ως εάν ήμουν ώριμος έφηβος ενώ ήμουν ακόμα άγουρο παiδί.

Όμως, όλα αυτά ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν.

Σε μιαν εποχή όπου τελούσα ακόμα ο ίδιος «υπό δημιουργική αίρεση».

Σε μιαν εποχή όπου δεν σταματούσα να ψάχνω και να ψάχνομαι αμφιβάλλοντας για τα πάντα.

Σε μιαν εποχή όπου αντί να κρυφοκοιτάζω το αχνό μου είδωλο σε παραμορφωτικούς καθρέφτες, απέστρεφα απλώς το αμήχανο βλέμμα μου.

Η φάση αυτή πέρασε όμως ανεπιστρεπτί την ημέρα που επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία. Κυριολεκτικά εν μια νυκτι, οι νέες συνθήκες με εξωθούσαν να έλθω ενώπιος ενωπίω.

Ως αργοπορημένος ενήλικας ένοιωσα ξαφνικά πως είχε έλθει πια ο καιρός να αναλάβω ο ίδιος το βάρος της ύπαρξης μου Έπρεπε να «γίνω» «κάτι άλλο» από αυτό που «δεν ήμουν». Να μετακινηθώ προς νέους ορίζοντες. Να αποκτήσω νέες αναγνωρίσιμες «ιδιότητες», Mε άλλα λόγια, να αποκτήσω «επάγγελμα».

 

Και εδώ ακριβώς έπαιξαν και πάλι το ρόλο τους οι συγκυρίες, οι συμπτώσεις και η τύχη. Η πίεση της ευρωπαϊκής γνώμης είχε οδηγήσει τον εκδοτικό οίκο Penguin να σχεδιάσει ένα βιβλίο που θα απαντούσε στο ερώτημα «πως η Ελλάδα οδηγήθηκε στην δικτατορία». Και στο πλαίσιο αυτό, εντελως αναπάντεχα, μου ανατέθηκε να το γράψω εγώ. Με τελικό αποτέλεσμα η «Ελληνική Τραγωδία», όπως ονομάστηκε το βιβλίο, να ολοκληρωθεί, να κάνει πολλές εκδόσεις και να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Και η ζωή μου άλλαξε ριζικά. Από τη μια στιγμή στην άλλη έκπληκτος διαπίστωνα πως στα μάτια των «άλλων» και εμμέσως και στα δικά μου, είχα ήδη γίνει «κάποιος άλλος».

Τον ίδιο χρόνο, διορίστηκα βοηθός διδασκαλίας και στη συνεχεία επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Και όταν επιτέλους κατέρρευσε η Χούντα, μπόρεσα να επιστρέψω στην Ελλάδα ως τακτικός πλέον καθηγητής, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Αθήνα. Η ζωή μου εξελίσσονταν πλέον ως «σταδιο-δρομία», όπου το κάθε «στάδιο» οδηγούσε στο επόμενο. Ο χρόνος έμοιαζε να κυλά από μονός του.

 

Στα πλαίσια αυτά, άρχισα να νοιώθω ελεύθερος όχι μόνο να βιώνω αλλά και να απολαμβάνω τα διλλήματα και τις αντιφάσεις μου. Βοηθούσε βεβαίως και η εποχή. Από κοινού με τους περισσότερους ομηλίκους μου, εμπνεόμουν από την πολύμορφη και ζωογόνο νεολαιίστικη έκρηξη του Μάη του 68 την όποια είχα ζήσει από κοντά. Είχα αποκτήσει την «υπαρξιακή» άνεση να επιδίδομαι σε κάθε λογής θεωρητικές αναζητήσεις δίχως δεσμευτικούς δογματισμούς και προκαταλήψεις. Διατηρώντας λοιπόν τις όποιες επιφυλάξεις και αμφιβολίες μου, συνέχιζα να επεξεργάζομαι τους «δικούς μου» τρόπους προσαρμογής σε ένα κόσμο που μπορούσε ακόμα να εμφανίζεται ως δεδομένος, «προφανής», «λογικός» και «κανονικός»

 

Ήδη όμως από το τέλος της περασμένης χιλιετίας, τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Όλα τα αυτονόητα και «κανονικά» νοηματικά σχήματα συνοδεύονταν πια από ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ακόμα και οι αμετακίνητες βεβαιότητες και «κατακτήσεις» του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού έμοιαζαν να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Η άκρατη συστημική «αισιοδοξία» που θεμελιώνονταν στην παντοδυναμία του ελευθέρου λόγου, έχει αρχίσει να κλονίζεται. Κανείς πλέον δεν τολμά να ισχυρίζεται μετά λόγου γνώσεως πως οι κοινωνίες είναι πάντα δυνατόν να οδεύουν προς το «καλύτερο».

 

Μοιραία λοιπόν υπό τις νέες αυτές συνθήκες, μετατοπίζονταν αποφασιστικά η πανάρχαια συζήτηση για το «δέον γενέσθαι», και μαζί με αυτήν ο προβληματισμός γύρω από την έννοια της «προόδου». Το μέλλον δεν εμφανίζονταν πλέον απλά ως απρόβλεπτο. Αναδεικνύονταν σε αόριστο και ανοριοθέτητο διακύβευμα. Ακόμα και όταν έμοιαζαν να διατηρούνται ζωντανές, οι μείζονες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις που σφράγιζαν το δυτικό κόσμο από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι το τέλος του 20ου δεν αντιστοιχούσαν πλέον σε ασύμβατες μεταξύ τους εναλλακτικές προτάσσεις. Τόσο η ιστορική αντιπαράθεση ανάμεσα στη «Δεξιά» και την «Αριστερά» όσο και η μεταγενέστερη διαφοροποίηση ανάμεσα στη «συντήρηση» και τη «μεταρρύθμιση» είχαν παψει να εκφράζουν σαφώς αλληλοαποκλειομενα κοινωνικά προστάγματα.

 

Στα πλαίσια αυτά ακριβώς έκανε την πρώτη της εμφάνιση μια νέα ρηξικέλευθη, θορυβώδης και «μοιραία» λέξη. Η «ανάπτυξη». Πρόκειται για μιαν εντελώς πρωτόφαντη εννοιολογική κατασκευή. Μια κατασκευή που επέτρεψε στη ιδέα της προόδου να ανακτήσει νέα λογικά ερείσματα. Με τη διαμεσολάβηση της νέας αυτής λέξης, η πορεία των κοινωνιών επί τα βελτίω δεν εμφανίζεται πια με τη μορφή μιας αφηρημένης «διιστορικης» ιδέας. Προσλαμβάνεται πλέον και ως πραγματική «ιδιότητα» των σύγχρονων κοινωνιών. Μια ιδιότητα, η ανάπτυξη που οφείλει τώρα να μπορεί να εμφανίζεται αντικειμενική. Να μπορεί να τεκμηριώνεται , να επαληθεύεται. Με άλλα λόγια να είναι μετρήσιμη. Η αφηρημένη ιδέα της προόδου προβάλλεται πλέον ως ολοζώντανη, με σάρκα και οστά. Με αποτέλεσμα η κοινωνική βελτίωση, η οικονομική μεγέθυνση και η πρόοδος να είναι πια δυνατόν να αντιμετωπίζονται ως ομοταγείς έννοιες ή ακόμα και ως συνώνυμα.

 

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: Live η συνεδρία υποδοχής του καθηγητή Κοινωνιολογίας ως τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

 

Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι όλες οι «ανεπτυγμένες» κοινωνίες αυτοπροσλαμβανονται πλέον ως «αναπτυξιακές». Ήδη από το τέλος του δευτέρου πολέμου, τόσο οι καπιταλιστικές όσο και οι σοσιαλιστικές χώρες προσυπέγραφαν μια ποσοτικά επαληθεύσιμη τεκμηρίωση της «δικής τους» ανάπτυξης, δηλαδή της «δικής τους» μετρήσιμης προόδου.

Ακόμα και οι θεμελιώδεις μαρξιστικές κατασκευές αφέθηκαν να αναπαύονται τον «ύπνο του δικαίου». Η διόγκωση των «παραγωγικών δυνάμεων» προτάσσονταν πια του ηθικοπολιτικου μελήματος αλλαγής των λεγόμενων «παραγωγικών σχέσεων». Από μια στιγμή και πέρα, η επίτευξη του καταμετρησιμου «πολύ» επισκιάζει την αναζήτηση ενός αφηρημένου ‘’καλού’’ ενός «ευ».

 

Αυτό όμως σηματοδοτεί μια πλήρη ρήξη με το παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι περισσότερες παραδοσιακές κουλτούρες επέμεναν να προσλαμβάνουν το «καλό» με αφηρημένους «ποιοτικούς» όρους. Αυτή ακριβώς άλλωστε είναι η λογική που διέπει χιλιόχρονες ρήσεις, με τις οποίες γαλουχηθήκαμε.

 

Οπως π.χ. το «παν μετρον άριστον», το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» το «μηδέν άγαν». Γνωμικά που εξέφραζαν μιαν εμμονή στον αφηρημένο και ανοικτό χαρακτήρα όλων των θεμελιωδών αξιακων αρχών. Όπως ακριβώς και η ιδέα του «ωραίου» σε αντιπαράθεση με την ιδέα του «άσχημου», έτσι και το «καλό», το «χρήσιμο», το «σωστό», το «δίκαιο» ή ακόμα και το «αρκετό» και το «επαρκές» δεν υπακούουν σε αυστηρές λογικές προδιαγραφές, σε αυστηρές μετρήσεις. Οι «μεγάλες αξιολογήσεις» παραμένουν ανοιχτές και επίμαχες.

 

Η διαφοροποίηση σε σχέση με το «προαναπτυξιακο» παρελθόν δεν εξαντλείται όμως με την νοηματικη ταύτιση της προόδου με την ανάπτυξη και την μετρησιμη μεγέθυνση. Εξ ίσου σημαντική είναι και η ταυτόχρονη μεταλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το κάθε ξεχωριστό υποκείμενο αυτοπροσδιορίζεται. Αυτήν ακριβώς την εξέλιξη σηματοδοτεί η επικράτηση του λεγομένου νεοφιλελευθερισμού. Έχοντας ήδη κατακλύσει το δημόσιο λόγο, η μεγιστοποιητική λογική διεισδύει τώρα στα άδυτα των ιδιωτικών επιλογών και συμπεριφορών.

 

Ο άκρατος αυτός ατομικιστικός φιλελευθερισμός οδήγησε και σε μιαν άλλη ριζική μεταλλαγή. Την θεαματική μετατόπιση της σχέσης ανάμεσα στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Τις τρεις αφετηριακές συνιστώσες του «κλασικού» φιλελεύθερου αξιακού τρίπτυχου που αποκρυσταλλώθηκαν από τον ευρωπαικό Διαφωτισμο. Εφεξης, η ιδέα της ελευθερίας δεν προσλαμβάνεται ισότιμα και ισοκυρα με τις «εξ αίματος» αδελφές της, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Οι αξιακές θεμελιώσεις της νεωτερικότητας υπόκεινται πλέον σε μιαν άρρητη «εσωτερική» προκαταρκτική ιεράρχηση.

 

Πραγματι, ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος εμφανιζεται τώρα ως μόνος αρμόδιος να ορίζει ο ίδιος κυριαρχικά τις δικές του ανάγκες, τις δικές του προτεραιότητες και τις δικές του επιθυμίες. Δεν αναγνωριζεται κανένας περιορισμός στο φαντασιακό. Ο καθένας από εμάς δικαιούται πλέον να επιθυμεί ανευ όρων και ορίων. Να υλοποιεί ανεμπόδιστα τη δική του ανταγωνιστική βούληση για πλούτο, κύρος, διάκριση, δύναμη και απόλαυση, έστω και εις βάρος των άλλων. Ο καθένας από εμάς είναι ελεύθερος να προωθεί τη δική του «κτητική μανία».

 

Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μείζονα τομή στη περιπετειώδη ιστορία των αξιακών παραδοχών. Ανατρέπεται πλήρως η αρχαιότερη ηθική επιταγή του δυτικού πολιτισμού. Η «δεκάτη εντολή». Το βιβλικό «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν» δεν εξαφανίζεται μόνο από το προσκήνιο. Μοιάζει επιπλέον να έχει αντικατασταθεί από το αντίθετο του. Ως ασύδοτα πλέον ελεύθερος, ο άνθρωπος δεν ‘’δικαιούται’’ απλώς να επιθυμεί ολοένα και περισσότερα. Οφείλει να επιθυμεί. Και γιαυτο ακριβώς βασανίζεται παρατηρώντας τις επιθυμίες και τις επιτυχίες των συνάνθρωπων του. Καλείται να τους μιμείται φθονώντας τους και να τους φθονεί μιμούμενος τους. Και καταλήγει να τους βλέπει σαν αντίπαλους, ίσως και να τους μισεί. Ο «άλλος ως πλησίον» δεν υπάρχει πλέον.

 

Αυτή ακριβώς είναι η πεμπτουσία της αρχαιοελληνικής Ύβρης. Είναι μια ακόρεστη επίδειξη μιας δύναμης που υπερβαίνει τα τρέχοντα ήθη, η έμπρακτη παραβίαση του κάθε μέτρου, ανθρώπινου ή θεέου. Είναι η παρανοϊκή αυτάρκεια όσων δεν ξέρουν να συμβιβάζονται με τα όριά τους. Είναι η παράνοια όσων επιχειρούν να αντικαταστήσουν τις θειες δυνάμεις με τη δική τους ακόρεστη βούληση. Είναι ο παραλογισμός όσων επιδιώκουν να υπερβούν τη φυσική τους θνητότητα. Είναι δηλαδή ο,τι παραμένει από όσους βαυκαλίζονται πως μπορούν να οικοδομήσουν τον εαυτό τους αψηφώντας όχι μόνο τους Θεούς αλλά και τους δαίμονες. Και γιαυτο ακριβώς θα πρέπει να τιμωρηθούν. Η Ύβρις οδηγεί στη Νέμεση.

 

Ο μύθος του Ίκαρου είναι χαρακτηριστικός. Παρασυρμένος από την ύβρη μιας ελευθερίας χωρίς όρους και όρια, ο γιος του Δαίδαλου θέλησε να ανταγωνιστεί τη ίδια του την ανθρώπινη φύση. Θέλησε να πετάξει ψηλότερα απ’ ό,τι του το επέτρεπαν τα εύθραυστα κέρινα φτερά του. Δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτε και προσέβλεπε στα πάντα.

 

Δεν βρισκόμαστε μακριά από τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης φαντασίωσης. Ζούμε σε ένα κόσμο όπου η επιτυχία έχει γίνει το νέο θεϊκό μέτρο, κι όπου το άτομο καλείται να «πετάξει» μόνο του, να φτάσει όσο ψηλά θέλει, έστω και εις βάρος όλων των άλλων, ή να καεί στη σιωπή. Σε ένα κόσμο όπου όλα γύρω μας μοιάζουν να επαναλαμβάνουν ‘’Μπορείς τα πάντα.

 

Ήδη ως παιδιά διδασκόμαστε στερεότυπα. Πως «Το μόνο όριο είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Πρέπει να κάνουμε ο,τι είναι δυνατόν για να πετυχαίνουμε ο,τι επιθυμούμε δίχως να πτοούμαστε από την παρουσία των συνανθρώπων μας. Και αν τελικώς δεν τα καταφέρουμε, θα φταίμε μόνον εμείς οι ίδιοι.

 

Ετσι όμως, μαζί με τους «άλλους» αποδυναμώνεται και η συμβολική σημασία του οργανωμένου «Όλου», της συλλογικότητας, της κοινωνίας, της οργανωμένης δηλαδή πολιτικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο πως στους καιρούς μας όλες σχεδόν οι θεσμολογημένες πολιτικές εξουσίες φαίνεται πλέον να αρκούνται σε ένα ρόλο «συντονιστικό» «διαχειριστικό», ή ακόμα και διακοσμητικό. Οι «κυβερνήσεις» μετονομάζονται σε «δια-κυβερνήσειςς». Από τη στιγμή που μπορούν να εγγυώνται την αναπαραγωγή του «όλου συστήματος», η βασική αποστολή τους θα έχει ολοκληρωθεί. Κατά τα αλλά, ο κόσμος πρέπει να αφήνεται να προχώρα μόνος του.

 

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για το τέλος της ιστορίας, το τέλος της πολιτικής, το τέλος της ιδεολογίας, το τέλος της ουτοπίας, το τέλος των οργανωμένων ταξικών αντιθέσεων και συγκρούσεων.

 

Η πορεία του κόσμου φαίνεται πια να προκαθορίζεται από μια συστημική αυτάρκεια. Μιαν αυτάρκεια που, με τη σειρά της, ανοίγει το δρόμο προς μια διάχυτη πλέον πνευματική νωχέλεια.
Στον σημερινό «καλύτερο των δυνατών κόσμων» όπου θεωρείται δεδομένο ότι μπορούμε να επιθυμούμε και να επιδιώκουμε τα πάντα, δεν «χρειάζεται» πια να σκεφτόμαστε ως μέλη μιας συλλογικότητας, μιας ενιαίας «ανθρωπότητας».

 

Ακόμα μια φορά όμως η πανούργα ιστορία αποδείχθηκε πιο απρόβλεπτη από τους ερμηνευτές της, Τις τελευταίες δεκαετίες, σε όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου, οι ρυθμοί της οικονομικής μεγέθυνσης, της «ανάπτυξης», άρα και της μετρήσιμης προόδου ανακόπτονται, ή και αντιστρέφονται.
Παντού, οι ανισότητες και οι αδικίες εκρήγνυνται.

 

Η εξαθλίωση απειλεί ολοένα και περισσότερους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Οι βίαιες συγκρούσεις διαδέχονται η μια την άλλη και οι κάθε λογής βαρβαρότητες επανέρχονται δριμύτερες. Η ιδέα της προόδου κυριολεκτικά δεινοπαθεί.

 

Εκ των πραγμάτων λοιπόν, οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε ένα νέο προβληματισμό. Έναν προβληματισμό που κατατείνει στη σιωπηρή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών των πολιτικών εξουσιών. Έστω διστακτικά, το αποδυναμωμένο «πολιτικό» μοιάζει έτσι βαθμιαία να «επιστρέφει». In extremis λοιπόν, ακόμα και αν δεν μπορεί να εξασφαλίσουν την αέναη «πρόοδο», οι οργανωμένες εξουσίες ανακτούν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε αναγκαίες διορθωτικές παρεμβάσεις

 

Έτσι, όλα φαίνονταν να τελούν υπό στοιχειώδη τουλάχιστον έλεγχο. Ως που ενέσκηψε μια νέα απροσδόκητη, τρομακτική και μη αναστρέψιμη απειλή. Μια απειλή που άλλαξε με μιας τα πάντα σε οικουμενική πλέον κλίμακα. Μια απειλή που έμοιαζε να πέφτει από τον ουρανό. Μιλώ προφανώς, για την κλιματική κρίση. Αιφνίδια, το φάντασμα ενός οικουμενικού ολέθρου μας κατακλύζει. Στοιχειώνει ο,τι είχε απομείνει από τον κόσμο που όλοι γνωρίζαμε. Αιφνίδια, η λογοκριμένη πολιτική εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο. Το φιλικό μέχρι πρόσφατα φυσικό περιβάλλον γίνεται εχθρικό. Μετά από χιλιετίες αγαστής συνύπαρξης, η φύση και ο άνθρωπος συνυπάρχουν πλέον μόνον υπό αίρεση. Θαλεγε κανείς πως η φύση εκδικείται το λόγο και ο λόγος ανταποδίδει τα ίσα.

 

Έτσι μοιάζει να εγκαινιάζεται μια νέα ανθρωπόκαινη, «γεωλογική εποχή». Μια νέα αυτόματη πρόοδο τους, πιέζονται επιπλέον να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να αποτρέψουν η τουλάχιστον να αναβάλουν την επικείμενη καταστροφή τους «φάση» στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι μετανεωτερικες κοινωνίες που, ουτως η άλλως, δεν μπορούν πια να προσβλέπουν στην.

 

Ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται πλέον υπό το κράτος μιας ανεξέλεγκτης «κατάστασης ανάγκης». Και οι καταστάσεις ανάγκης» απαιτούν «λύσεις ανάγκης». Από τη στιγμή που όλοι συμφωνούν πως «κάτι» πρέπει να γίνει, «κάποια» θεσπισμένη κεντρική ή αποκεντρωμένη «πολιτική εξουσία» «κάποιος» υφιστάμενος ή αδόμητος ακόμα θεσμός οφείλει πλέον να αναλάβει «κάποιες» ευθύνες και να αναπτύξει «κάποιες» σωτήριες πρωτοβουλίες.

 

Κι εδώ ακριβώς κάνει την εμφάνιση του ένα νέο τρομακτικό και πρωτοφανές πολιτικό αδιέξοδο. Το οικουμενικά κυρίαρχο αίτημα της ανεξέλεγκτης ποσοτικής ανάπτυξης, προσκρούει πλέον μετωπικά στην άμεση προτεραιότητα της περιβαλλοντολογικής σωτηρίας.

 

Είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία όπου δυο εξ ίσου ανυπέρθετες πολιτικές προτεραιότητες εμφανίζονται ασύμβατες Η ευθύνη για τη συντήρηση του πλανήτη μοιάζει πλέον ασυμβίβαστη με την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζαμε.

 

Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι μετέχοντες στο παίγνιο (κράτη, επιχειρήσεις και άτομα) βρίσκονται εμπεπλεγμένοι σε μια πρωτοφανή «δομική» αντίφαση. Διχως να το εχουν επιδιωξει, ολοι αναγκάζονται πλέον να λειτουργούν ως «σχιζοειδείς τζαμπατζήδες» (free riders) ως «λαθρεπιβάτες της κοινής ανθρώπινης μοίρας». Το ορθολογικο «κοινό» συμφέρον «όλων», να συντηρηθεί η ειρήνη, να αποφευχθούν οι αιματηροί πόλεμοι και να διασωθεί ότι απομένει από το φυσικό περιβάλλον μπαίνει μέσα σε παρένθεση .

 

Ολοι αποφεύγουν να επωμισθουν το βαρος του μερίδιου που θα «επρεπε» να τους «αναλογεί» σε ένα υπό συνεχή αύξηση «κοινό λογαριασμό». Ολοι προσπαθούν να συμβιβάσουν τα «δικά τους» ασυμβίβαστα. Όλοι επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τη δική τους ωφέλεια με το μικρότερο δυνατό ατομικό κόστος.

Και ταυτόχρονα, όλοι οχυρώνονται πίσω από κομψές εκλογικεύσεις. Μάταια όμως. Καμιά εκδοχή «οικολογικής ευαισθησίας», «οικουμενιστικής ειρηνοφιλίας» και «αλληλέγγυας δικαιοσύνης» δεν πείθει πιά. Ευχολόγια!! Στην πραγματικότητα όλοι θα επιθυμούσαν τον περιορισμό της ανάπτυξης όλων των άλλων αρκεί η δική τους ανάπτυξη να παραμένει για πάντα ενεργή και αδιάλειπτη.

 

Που όμως μας οδηγούν όλα αυτά; Aναρωτιέμαι αν θα ήταν δυνατόν το αδιέξοδο να αρθεί μέσα από ένα νέο «ιστορικό συμβιβασμό» Eνα νέο ιστορικό συμβιβασμό που θα θεμελιώνεται σε μια νέα αφετηριακή παραδοχή. Την παραδοχή πως μολονότι οι επιθυμίες όλων των ανθρώπων και όλων των λαών θα έπρεπε να προσλαμβάνονται ως κατ αρχήν «ισότιμες», το ζήτημα της ικανοποίησης των διαφορετικών αυτών επιθυμιών και αναγκών δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται πάντα με ενιαία κριτήρια.

 

Υπό τους ορούς αυτούς, τίθεται πλέον το ερώτημα εάν οι ανθρώπινες επιθυμίες και ανάγκες μπορεί να καλυφτούν δίχως πρόσθετη επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Και συνακολουθά, το ακόμα πιο καίριο πολιτικό ερώτημα τι, ποια αγαθά και ποιες υπηρεσίες θα «μπορούν» και θα πρέπει» να εξακολουθήσουν να παράγονται και « τι», «ποια αγαθά» και «ποιες» υπηρεσίες» θα «μπορεί και θα «πρέπει» να πάψου να παράγονται, άρα και να «εξαφανιστούν» από την ελεύθερη αγορά.

 

Απαντήσεις βέβαια δεν υπάρχουν, Παραμένει όμως ανοικτό το ζήτημα αν θα ήταν δυνατόν να ανακοπεί η ανθρώπινη επιθυμία για το «πολύ». Πως θα μπορούσε η προστασία του περιβάλλοντος να λειτουργήσει ως αντίρροπο στην άμεση επιθυμία των ανθρώπων για όλο και περισσότερη αλόγιστη κατανάλωση, εδώ και τώρα. Πιο πολύ. Όλο και πιο πολύ.

 

Το αδιέξοδο μοιάζει πλήρες. Η ιδέα της « πολιτιστικής επανάστασης» που έρχεται στο νου δεν δίνει απαντήσεις. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως οι ιδιοτελείς λαθρ-επιβάτες του κόσμου θα δέχονταν με τη θέληση τους να αυτό-μεταμορφωθούν εν μια νυκτι σε ανιδιοτελείς συν-επιβάτες ενός κοινου «οχήματος».

 

Αναρωτιέμαι λοιπόν τι θα μπορούσε να γίνει. Στο νου μου έρχεται μιαν αλληγορία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, εμπνευσμένη από ένα πινάκα του Πάουλ Κλέε. Ο «άγγελος» που κινεί τα νήματα της ιστορίας είναι αιχμάλωτος μιας τεράστιας και παντοδύναμης θύελλας.

 

Τα ερείπια που σωρεύονται μπροστά του υψώνονται ως τον ουρανό . Θα ήθελε να παραμείνει για λίγο, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συγκεντρώσει τους ηττημένους. Να σταθεί, Να συλλογιστεί. Αλλά η θύελλα που φυσάει από τον ουρανό, τον ωθεί αδιάκοπα προς το μέλλον. Η θύελλα αυτή είναι ο,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο.

 

Ίσως μια λύση θα ήταν μέσα σε αυτή τη θύελλα να αναθεωρήσουμε ριζικά όχι μόνο το πώς αντιλαμβανόμαστε την πρόοδο, αλλά και πως αντιμετωπίζουμε τη σχέση μας με το χρόνο, τη σχέση μας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Τime was, time is, time is not. Ο χρόνος ήταν, ο χρόνος, είναι , ο χρόνος ΔΕΝ είναι, μας θυμίζει αμείλικτα ο Ελιοτ.

 

Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο για μια άλλη ανθρωπότητα, για μια άλλη ανθρώπινη ανθρωπότητα, δεν μπορεί να αναφέρεται ούτε σε αυτό που πιστεύουμε πως υπάρχει, ούτε σε εκείνο που «κληρονομήσαμε» από τους προγόνους μας, ούτε σε αυτό που δεν επιτρέπεται να γίνει, ούτε όμως απλώς σε αυτό που δεν υπάρχει ακόμα.

Το σημερινό πλανητικό διακύβευμα δεν αντιπαραθέτει πια συντηρητικούς και μεταρρυθμιστές, δεξιούς και αριστερούς, φτωχούς και πλούσιους, ορθολογιστές και παραλογιζόμενους.

Το πραγματικό δίλλημα των σκεπτόμενων σήμερα ανθρώπων συνοψίζεται στην ανάγκη να επιλέξουμε ανάμεσα στο «όλοι μας» και στο «κανείς».

 

Βιβλιοβούλιο:Καλεσμένος ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς