Κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων….. Αντώνης Μπατζιάς


«Κωλοέλληνες» τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος κι από κει είναι παρμένος ο τίτλος. Ένα κράτος που ξεπλένει ευθύνες με λέξεις, εκδίδει…

 

«Κωλοέλληνες» τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος κι από κει είναι παρμένος ο τίτλος. Ένα κράτος που ξεπλένει ευθύνες με λέξεις, εκδίδει αποστολές με κόστος, θάβει τραγωδίες και αφήνει την ακρίβεια να μας πνίγει.

 

Η σιωπή ως πρώτο μέτρο καταστροφής

 

Σ’ αυτή τη χώρα, όταν συμβαίνει κάτι μεγάλο, τρένο εκτροχιάζεται, θεσμός καταρρέει, κόσμος υποφέρει, η πρώτη αντίδραση δεν είναι η συγγνώμη. Είναι η καθυστέρηση. Είναι η απόσταση. Είναι το αφήγημα: «Δεν γνωρίζαμε», «δεν είδαμε», «δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε». Κάπως έτσι οικοδομείται η λήθη. Με λέξεις που απομυζούν τη μνήμη, ,με ανακοινώσεις που γίνονται πιο γρήγορα από τις έρευνες. Και στο τέλος, όταν ρωτάς «ποιος φταίει», έχουν ήδη καλυφθεί όλα τα ίχνη. Αυτό το κράτος φοβάται να αγγίξει τον εαυτό του. Φοβάται να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Γιατί όταν κοιτάζει, βλέπει τους ασυστόλους και θέλει να σβήσει τις αντανακλάσεις.

 

Το έγκλημα στα Τέμπη έγινε 28 Φεβρουαρίου 2023 και πλέον φαίνεται πως δεν ήταν απλώς μια τραγωδία. Ήταν η αποκάλυψη μιας χώρας που επέλεξε να μην δει. 57 νεκροί. Θραύσματα σε ράγες, σιωπές εκατοστών, καθυστερήσεις, διαδρομές που δεν συνέδεσαν το χθες με το σήμερα. Δυόμισι χρόνια μετά, η δίκη έχει οριστεί για τον Μάρτιο του 2026 και στα μεσοδιαστήματα, οι μηχανισμοί μιλούν για έρευνα», «διαδικασία», «αναθεώρηση».

 

Να πεις «ανθρώπινο λάθος», όταν έχεις αφήσει ένα δίκτυο αδυναμιών; Να πεις «ακραία συγκυρία», όταν έχεις αφήσει συσσωρευμένα προβλήματα να εκραγούν; Να πεις «δυσλειτουργία», όταν όλοι οι διακόπτες του συστήματος είναι σπασμένοι; Το κράτος καλεί τον χρόνο να υπογράψει την αμνησία κι όσο καθυστερεί τη δίκη, τόσο μειώνεται η ένταση της οργής. Όσο αφήνεις να ξεθυμάνει η μνήμη, τόσο διευκολύνεις τους διαχειριστές της. Οι ράγες έγιναν σύμβολο σύνδεσης και ταυτόχρονα, έκθεσης. Κι όταν το τρένο δεν συνδέει, αλλά συντρίβει, κάποιος πρέπει να αναλάβει ευθύνες.

 

Τα χωράφια που φτυαρίζουν χρήμα και η ακρίβεια που κανείς δεν πολέμησε

 

Άλλη μια πλευρά του ίδιου παραμυθιού, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, εκεί που οι επιδοτήσεις υποτίθεται ότι θα στηρίξουν, έγινε εργαλείο εσωτερικής λεηλασίας. Κέντρα Υποβολής Δηλώσεων που εμφανίζονται ως «φούσκες», δηλώσεις που φέρουν υπογραφές ανύπαρκτων δικαιούχων, ποσοστά φοροδιαφυγής που πλησιάζουν το 100%. Σε 58 κέντρα εντοπίστηκαν αδήλωτες συναλλαγές εκατομμυρίων. Σε 42 επιβλήθηκαν λουκέτα 48 ωρών, πρόστιμα περιορισμένης έκτασης. Οι «αθωώσεις» εδώ δεν έχουν να κάνουν με πρόσωπα. Έχουν να κάνουν με τεχνική, με «μονάδες με λάθος διαχείριση», με «μεμονωμένα περιστατικά» και με «μεταρρυθμίσεις υπό επεξεργασία». Το σκάνδαλο γίνεται διαχειριστικό ζήτημα, επάρκεια γίνεται έννοια υπό όρους, η ευθιξία μένει στα διαγγέλματα κι όχι στις συνέπειες. Και όταν το κονδύλι που θα έπρεπε να φυτρώσει ψωμί φυτρώνει κασέτες αποσιωπήσεων, τότε το κράτος αυτοκτονεί αργά, με ύφος αυτοδιοίκησης.

 

 Την ίδια στιγμή, η ακρίβεια κατατρώει τα θεμέλια της καθημερινότητας. Χωρίς να κάνει εκρήξεις, χωρίς ν’ αφήνει αίμα. Η τιμή του ψωμιού ανεβαίνει, το φως μισοσβήνει, ο μισθός διαστέλλεται. Και αυτοί που κυβερνούν μιλούν γιαγια «διεθνή κρίση», «ενεργειακή μετακίνηση», «συναλλαγματικές αναταράξεις», λέξεις-κουρτίνες που καλύπτουν την ανεπάρκεια. Κι ο κόσμος κάνει μαθηματικά στο καλάθι για να βρει πόσο μένει για το γάλα, πόσο πρέπει να κόψει από αλλού για το νοίκι. Η ακρίβεια είναι το πιο σταθερό θεσμικό πλαίσιο που επιβιώνει. Κανείς δεν παραιτείται γι’ αυτήν. Κανείς δεν φοβάται να την επικαλεστεί. Κανείς δεν παραδέχεται ότι την επέλεξε. Αλλά πάντα υπάρχει κόστος. Αυτό το κόστος πληρώνεται σε αξιοπρέπεια. Το κράτος που δεν αποζημιώνει τους πολίτες για τους υπερβολικούς λογαριασμούς, γίνεται εκδικητικό. Προσφέρει ελεημοσύνες και κρατά αποστάσεις.

 

Κι όταν τελειώσει η μέρα, θυμάσαι ότι δούλεψες.

 

Τουλάχιστον «υπάρχει δουλίτσα». Η 13άωρη εργασία, αυτός ο νέος, λαμπερός μύθος της «ευελιξίας», μπήκε από την πίσω πόρτα, ήσυχα, σαν φίδι σε κοπάδι. Την πλάσαραν σαν «επιλογή», σαν «ευκαιρία», σαν «εναλλακτική». Λες κι η κούραση είναι θέμα lifestyle, όχι εξάντλησης. Μιλούν για «ελευθερία» του εργαζόμενου να επιλέγει, για «μοντέρνα αγορά», για «προσαρμογή στην εποχή». Μόνο που και σε αυτή την εποχή η μέρα δεν έχει 13 ώρες. Έχει 24. Και σε αυτές τις 24, κάποιος πρέπει να φάει, να ανασάνει, να θυμηθεί ότι είναι άνθρωπος. Κάθε ώρα μετά την όγδοη είναι ώρα αποσύνθεσης. Λένε πως «όλα είναι θέμα συνεννόησης», πως «δεν είναι υποχρεωτικό», αλλά ποιος τολμά να πει όχι, όταν η ανάγκη φορά κοστούμι εργοδότη; Η 13άωρη εργασία δεν είναι πρόοδος. Είναι μια κομψά διατυπωμένη επιστροφή στον μεσαίωνα. Μια κανονικοποίηση της εξάντλησης, βαφτισμένη «ευελιξία». Ένα σύστημα που σου δίνει το δικαίωμα να επιλέξεις ανάμεσα στην κούραση και την ανεργία.

 

Και η υποκρισία φέρνει το τιμολόγιο

 

Και μέσα σε όλα αυτά, ήρθε η στιγμή που η υποκρισία φόρεσε στολή. Η αποστολή στη Γάζα και η φράση που πήγε να γίνει θεσμός: «να πληρώσουν αυτοί».Δεν υπάρχει τεκμηριωμένη απόδειξη ότι κάποιοι υποχρεώθηκαν να πληρώσουν τα έξοδα επιστροφής. Αλλά η φράση, αυτή η μικρή μα αιχμηρή, μιλά για όλα.

 

Να πληρώσουν αυτοί — ποιοι; Ό, τι κι αν συμβαίνει στη Γάζα, όποια άποψη κι αν έχει ο καθένας για τα εκεί συμβάντα, υπάρχει κανείς που πιστεύει πως αυτοί που πήγαν εκεί πρέπει να πληρώσουν και κανένας άλλος; Με τόσα λεφτά να πάνε και να έρχονται, αυτά τα λεφτά θα σώσουν τον προϋπολογισμό του κράτους;  Ένα κράτος, που έστω για μια στιγμή, γίνεται κομιστής, δηλώνει τιμή αποστολής, ζητάει έκπτωση επιστροφής, συζητά επιδότηση νοήματος.

 

Αυτή η φράση «να πληρώσουν αυτοί» στο συγκεκριμένο θέμα, περισσότερο από κάθε σκάνδαλο, δείχνει τη δομή του πράγματος. Ο ρόλος σου ως πολίτης δεν είναι να συμμετέχεις, είναι να πληρώνεις. Κι ο ρόλος του κράτους δεν είναι να σε προστατεύει, είναι να μετράει την παρουσία σου. Η υποκρισία δεν κρατά λόγια, κρατά αποδείξεις. Γι’ αυτό και το 13άωρο εργασίας ψηφίστηκε τόσο εύκολα, γιατί αυτό το κράτος δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι δανείζει ζωή με τοκογλυφικό επιτόκιο.

 

Η Ελλάδα της Αθώωσης

 

Τέμπη, ΟΠΕΚΕΠΕ, ακρίβεια, αποστολή στη Γάζα. Δεν είναι διαφορετικές ιστορίες. Είναι κεφάλαια του ίδιου θεατρικού «Η Ελλάδα της Αθώωσης» που γράφεται χρόνια τώρα. Σε αυτό, όλοι παίζουν ρόλο. Κάποιοι πρωταγωνιστούν, κάποιοι σκηνοθετούν και, οι περισσότεροι, παρακολουθούν.

 

Κι όσο κοιτάνε τη σκηνή, το σκηνικό σαπίζει από μέσα, τα σκοινιά που κρατούν τις κουρτίνες έχουν σαπίσει, τα φώτα τρεμοπαίζουν κι όμως η παράσταση συνεχίζεται. Κάθε άρθρο, κάθε διακοπή, κάθε καθυστέρηση είναι πράξη αποσιώπησης. Κάθε «αθώωση» είναι παγίδα λέξης, αφού αλλάζει τα όρια σφάλματος, ενοχοποιεί τη μνήμη και θάβεις την ευθύνη. Κι ο σαρκασμός εδώ δεν είναι πολυτέλεια, είναι ασπίδα, αφού πλέον γελάμε για ν’ αντέξουμε…

 

Το κράτος των ασυστόλων και των πεσμένων κώλων δεν χρειάζεται κριτική, χρειάζεται καθρέπτη. Κι αν κάτι το φοβίζει, δεν είναι οι εξεταστικές, είναι η στιγμή που θα δει τον εαυτό του γυμνό. Κι όταν αυτό συμβεί, ίσως να μην υπάρχει χώρος για δικαιολογίες. Κανείς δεν σώζεται με υποσχέσεις, σώζεται αν μείνει ξύπνιος.

 

Αν θυμάται.

 

Αν δεν δέχεται το εισιτήριο της επιστροφής ως υποχρέωση.

 

«Η πιο κραυγαλέα υποκρισία δεν είναι να στέλνεις κάποιον να πολεμήσει, είναι να του λες ότι θα πληρώσει το εισιτήριο της επιστροφής.»

 

Αντώνης Μπατζιάς