Ο Νιόνιος και ο άλλος Σαββόπουλος..... Νίκος Παπαδογιάννης


«Ένας συντηρητικός με καρδιά επαναστάτη», που μας έδειξε τον ήλιο, ώσπου μας τον έκρυψε ο ίδιος. Θα πρέπει να καμωθούμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι ήταν το Κούρεμα και τι ακριβώς κουρεύτηκε;

 

Τώρα που κόπασε η πανελλήνια συγκίνηση για τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου, επιτρέψτε μου να προσθέσω τρία σύντομα κείμενα στον ωκεανό των κατευόδιων αποχαιρετισμών, σπαρακτικών τε (όπως του Αλκίνοου Ιωαννίδη) αλλά και κροκοδειλίων.

 

Tρία από τα αμέτρητα που διάβασα το τελευταίο τετραήμερο, αντιφατικά μεταξύ τους όσο και οι δύο ζωές του ανθρώπου που δίκαιοι και άδικοι αποκαλούν αίφνης “Νιόνιο”, λες και πήγαν μαζί του φαντάροι. Μα, ποιοι ακριβώς Χοροί να Κρατήσουν; Γιατί να βγάλουμε τα Τραπεζακια έξω; Ποιον θυσιάζουμε και πρέπει να χορέψουμε και να πιούμε;

 

 

Το πρώτο από τα τρία κείμενα που αναδημοσιεύω ανήκει στον Μάνο Χατζιδάκι, αποθησαυρισμένο από επιστολή του στην Ελευθεροτυπία τον χειμώνα του 1986-87, αμέσως μετά την παρθενική εκπομπή «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» στην ΕΡΤ της εποχής. Τότε υπήρχε όχι μόνο Χατζιδάκις, αλλά και Ελευθεροτυπία:

 

«Αγαπητή Ελευθεροτυπία, συγχωρέστε με αν σας φανώ λίγο ανεπίκαιρος ως προς το θέμα που έρχομαι να σας απασχολήσω. Μεσολάβησαν οι δημοτικές εκλογές και φυσικά η σημασία τους υπήρξεν ισχυρότερη από τη έκπληξη που δοκίμασα παρακολουθώντας την εναρκτήρια εκπομπή του κ. Σαββόπουλου, όπου έλαμψε η αγωγή και το επίπεδό του.

 

Ο κ. Σαββόπουλος, θέλοντας να κοινοποιήσει δημοσίως, την όχι δημοσίως εκφρασθείσα επιθυμία μου, να μην μεταχειριστεί τη μουσική μου στις εκπομπές του, βρήκε την ευκαιρία να ειρωνευτεί την άρθρωσή μου με την κάπως ανορθόδοξη προφορά μου στο γράμμα Ρο.

 

Τόσα χρόνια μιλούσα από το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου και κανείς δε βρέθηκε – φίλος κι εχθρός – να σταθεί στην ιδιοτυπία της προφοράς μου. Και μόνον ο κ. Σαββόπουλος την επισήμανε. Τί οξυδέρκεια! Πρέπει ακόμη να προσθέσω πως δεν μου διέφυγε η ισχυρή δόση ειρωνείας και αναίδειας που περιείχε ο ίδιος στη συνομιλία του με τον κ. Θεοδωράκη.

 

Κατόπιν αυτών, του απαγορεύω όχι μόνο τη χρήση της μουσικής μου, αλλά και την απλή αναφορά του ονόματός μου στις τόσον εγωπαθητικές εκπομπές του. Θα φροντίσω και νομικά να κατοχυρωθώ.

 

Είναι όμως θλιβερό, άτομα που κάποτε ξεκίνησαν με κάποιο ταλέντο, να καταλήγουν σε μια εξυπνάδικη χυδαιότητα για να καλύψουν έτσι τη ραθυμία τους και τη μουσική τους απραξία».

 

Σημειωτέον ότι ο Σαββόπουλος λάτρευε τον Χατζιδάκι ή τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν. «αι τον θεωρούσε αέναη πηγή έμπνευσης, «μια στάση ζωής που σου άλλαζε τον τρόπο σκέψης». Όταν του ζητήθηκε να γράψει σε ένα χαρτάκι τα ονόματα τεσσάρων Ελλήνων για να μνημονεύονται όποτε χρειαζόμαστε κουράγιο, εκείνος έγραψε: Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Γκάτσος, Τάκης Χορν.

 

Είπε κάποτε, σε μία συνέντευξή του: «Τρία πρόσωπα καλώ στο μυαλό μου όταν ετοιμάζω ένα τραγούδι: «Τον καθηγητή κύριο Δημήτριο Βαφειάδη από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, τον ποιητή της Θεσσαλονίκης Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου και τον συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι».Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου έγινε και (υπέροχο) τραγούδι, με τίτλο Η Θανάσιμη Μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, αλλά στη συνέχεια μίλησε με μάλλον απαξιωτικούς τόνους για τον Σαββόπουλο.

 

 

Το δεύτερο κείμενο που θέλω να φιλοξενήσω ανήκει στον ίδιο τον Διονύση Σαββόπουλο και δημοσιεύτηκε -γραμμένο σε πολυτονικό- στο οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του, με τίτλο «Γιατί τα Χρόνια Τρέχουν Χύμα» (εκδ. Πατάκη). Το κείμενο δικαιώνει όσους ισχυρίζονται ότι ο Σαββόπουλος ήταν οι αντιφάσεις του, για να το πω ευγενικά:

 

«Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος.

 

Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός. Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πως ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος.

 

Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ‘χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει. Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ενα παιχνίδι είναι. Ενα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται. Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση».

 

Από τον Θάνο Μικρούτσικο, για τον οποίο είχε πει ότι «προτιμάει να ακούει Ραφαέλα Καρά», ο Σαββόπουλος ζήτησε συγγνώμη μετά θάνατον, στο πρόσφατο βιβλίο του: «Με τον Θάνο δεν ήμουν εντάξει, είχε πει κάποια πράγματα που με στενοχώρησαν, φέρθηκα με τσιγκουνιά ψυχής». Την επιθυμία του Χατζιδάκι, τη σεβάστηκε: «Θα είναι πολύ ωραία (η εκπομπή χωρίς Χατζιδάκι), ακριβώς γιατί μπορεί να αγαπά μερικές φορές και χωρίς ανταπόκριση». Στο γκραν φινάλε της αποχαιρετιστήριας εκπομπής της σειράς παιάνισε, Χάρτινο, το Φεγγαράκι:, μία έμπρακτη συγγνώμη.

 

O κοινωνικά ανήσυχος στιχουργός Νίκος Μωραΐτης έγραψε κάτι πολύ ενδιαφέρον και νομίζω ακριβές: «Ο στίχος του Σαββόπουλου ήταν ξεχωριστός χάρη στην ανάποδη σκέψη του. Ήταν τόσο ιδιοφυής που σκεφτόταν ανάποδα από ό,τι οι κανονικοί άνθρωποι». Σκεφτόταν ανάποδα και έγραφε ανάποδα. Δεν νομίζω ότι η ελληνική δισκογραφία έχει άλλο αριστούργημα σαν τα 12,5 λεπτά της Μαύρης Θάλασσας (από το Βρώμικο Ψωμί του 1971): ανάποδα φωνητικά, ανάποδα φλάουτα, ανάποδα λόγια, όλα ανάποδα, όλα σωστά, ένα έπος που ακούγεται σαν να γράφτηκε αύριο.

 

Μόνο όταν το άκουσα και το μελέτησα κατάλαβα τι εστί Σαββόπουλος. Ο καλλιτέχνης Σαββόπουλος, για να μη μπερδευόμαστε. Διότι ο πολίτης Σαββόπουλος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να κρύψει από τα 90s και μετά το φως που ο ίδιος γέννησε. Όταν τον επικήδειό σου τον εκφωνεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όχι μόνο ως πρωθυπουργός αλλά και ως ευεργετηθείς Μητσοτάκης, κάτι έχεις κάνει τελείως λάθος στη ζωή σου.

 

Το τρίτο και τελευταίο κείμενο αυτού του «ανάποδου» αφιερώματος το έγραψε ο δημοσιογράφος και αδελφικός φίλος Χριστόφορος Κάσδαγλης, στο βιβλίο (γέννημα αγάπης που έγραψε για το εμβληματικό Βρώμικο Ψωμί) για τις εκδόσεις Οξύ. Ο συγγραφέας εξηγεί εξαρχής ότι αυτό το «ανέκδοτο λιβελογράφημα το κρατάει στο συρτάρι», καθ’ ότι αποτελεί μέλος κάποιου μελλοντικού βιβλίου, «γεμάτου λιβέλους για όσους με ενοχλούν».

 

Μολαταύτα, το δημοσιεύει, διότι θεωρεί αδιανόητο να εξαιρέσει το προφανές «ναι μεν αλλά» από ένα εκτεταμένο βιωματικό πόνημα για τον Διονύση Σαββόπουλο. Διαβάστε υπεύθυνα:

 

«Φύγε από τη μέση Διονυσάκη, μου κρύβεις τον ήλιο. Μου γαμάς τη ζωή με όλες αυτές τις μαλακίες σου μετά το ’89. Μη νομίζεις ότι δεν κατέχω τη θεωρία, άλλο ο καλλιτέχνης και άλλο το έργο του. Την ξέρω καλά και την ασπάζομαι, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σού λέω να κάνεις στην άκρη και να μη μου παρασκοτίζεις τις αναμνήσεις. Να πάνε να γαμηθούνε ρε φίλε, η νοσταλγία και οι εκδρομείς του ’60.

 

Μόνο που, φεύγοντας, άσε πίσω τα τραγούδια, δικά μας είναι, όχι δικά σου. Δεν μιλώ για τα νομικά δικαιώματα, αλλά για τα ηθικά, άσε τα κάτω σου λέω με το καλό και πήγαινε όπου γουστάρεις. Τα τραγούδια μέχρι το ’83 εννοώ, τα υπόλοιπα βάλε τα όπου δει, δικό σου θέμα».

 

Και προσθέτει, ως επιμύθιο, ο Κάσδαγλης, πιο νηφάλια: «Ουδόλως με ενδιαφέρει να στήσουμε εδώ θεολογικό συνέδριο, πολύ δε περισσότερο λαϊκό δικαστήριο για να δικάσουμε τις ιδεολογικές μεταπτώσεις του Σαββόπουλου. Ας κρατήσει για πάρτη του ερμηνείες που εξισώνουν το Ζεϊμπέκικο με απολυτίκιο της εκκλησία. Για μένα παραμένει ένας ύμνος στην υπόγεια Ελλάδα των αποκλεισμένων, κραυγή ανάτασης και διαμαρτυρίας».

 

Μου φάνηκε ωστόσο εξωφρενικά μικρόψυχη και σχεδόν ρεβανσιστική η απουσία σύσσωμης της θεσμικής Αριστεράς (και κεντροαριστεράς) από την κηδεία του ανδρός. Από την άλλη, αυτούς που πήγαν, αυτούς θα ήθελε και ο ίδιος ο εκλιπών. Ειδάλλως δεν θα τους άνοιξε τον δρόμο, ρητά και απερίφραστα.

 

Το «άφεριμ» πνευματικών ανθρώπων όπως ο Σαββόπουλος και αργότερα ο Μίκης ήταν το πράσινο φως που χρειαζόταν ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος για να κλείσει δίχως ενοχές την πόρτα στους άπλυτους και στους …ανθέλληνες, που λέει και αυτός ο Δρυμιώτης. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Ή μήπως πρέπει να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι ήταν το Κούρεμα και τι ακριβώς κουρεύτηκε; Πώς να το κάνουμε τώρα; Όταν μιλάμε για καλλιτέχνη αυτού του αναστήματος, ορισμένα πράγματα είναι σημαντικότερα από τη μουσική.

 

khdeia

 

Έγραψε στο Documento η δική μας Χριστιάνα Στυλιανού: « Ίσως να ήρθε η ώρα να τον αφήσουμε ήσυχο, να αναπαυτεί, να πάψουμε να απαιτούμε από τον Σαββόπουλο να είναι κάτι που δεν είναι πια – ο εκφραστής των επαναστατικών χρόνων των babyboomers και ο παππούς των αναρχοmillennials. Δεν χρωστάει να είναι υπασπιστής μιας αριστερής νοσταλγίας και, ίσως καλύτερα, που δεν συνέχισε να συμβάλλει στην αισθητικοποίηση μιας επανάστασης κενής από νόημα και ουσία». Kάπου αλλού είδα να τον γράφουν «πλασιέ ιδεολογίας που ο ίδιος δεν πίστευε».

 

Ο Σαββόπουλος ήταν, μάλλον, όλα αυτά που είπε γι’ αυτόν ο Αλκίνοος:  «Ένας συντηρητικός με καρδιά επαναστάτη. Ένας αυστηρός δάσκαλος με ρούχα παλιάτσου. Ένας λόγιος καραγκιοζοπαίχτης. Ένας δύστροπος γέροντας με ψυχή ζαβολιάρικου παιδιού. Ένας βλοσυρός που αγαπούσε τα ανέκδοτα. Ένας ασκητής με ακριβά ρούχα. Ένας αμήχανος σοφός. Ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη. Δεν ξέραμε πότε ήσουν ρόλος και πότε ο αυθεντικός σου εαυτός. Ίσως ούτε κι εσύ».

 

Νίκος Παπαδογιάννης