Σήμερα κι ενώ… Πυθίες και «καλοθελητές» (ανα)μασώντας φύλλα δάφνης, θα σου μιλάνε προκαταβολικά και «μετά απολύτου γνώσης και βεβαιότητας» (ήδη το κάνουν), για «τι θα πει απόψε ο Τσίπρας στο Παλάς για την ‘Ιθάκη’», σκέφτηκα να κάνουμε κάτι άλλο: το αυτονόητο.
Να αφήσουμε πρώτα τον άνθρωπο να μιλήσει. Απλό;
Αφού λοιπόν όλοι σήμερα μιλάνε για το βιβλίο του Τσίπρα – κι αυτοί που το διάβασαν κι έχουν αποκτήσει ιδία άποψη, αλλά και εκείνοι που δεν το έκαναν αλλά επιμένουν στη γραμμή είτε του «διάβασα τις προδημοσιεύσεις, ξέρω τι λέει», είτε στη γραμμή του «δεν με νοιάζει τι λέει», αλλά «έχω άποψη και μάλιστα τεκμηριωμένη όσο κανείς άλλος, κάτσε να σου την πω» – λέω να αναφερθούμε σε ένα άλλο βιβλίο.
Και να το επαναφέρουμε στην επικαιρότητα. Αν και επίκαιρο παραμένει – ενώ συγχρόνως είναι και ιδιαιτέρως διδακτικό. Και για τα μελλούμενα. Ο λόγος, για «Το ‘φαινόμενο Κασσελάκη’ – το μεσσιανικό προσωπείο της μεταδημοκρατίας», το βιβλίο του έγκριτου συνταγματολόγου, Ξενοφώντα
Κοντιάδη, το οποίο όταν κυκλοφόρησε το 2023 έκανε πάταγο.
Αλλά για τους λάθους λόγους. Και σε αυτό βέβαια δεν φταίει ο συγγραφέας που έκανε άριστα την δουλειά του.
Πολλοί, πάρα πολλοί το αγόρασαν, δεν γνωρίζω πόσοι το διάβασαν. Τομενδιαφέρον μάλιστα των μίντια εκείνη την εποχή, μαγεμένα τότε από τον
εσωκομματικό συριζαϊκό κουρνιαχτό, δεν έστρεψαν βέβαια ποτέ το ενδιαφέρον τους (και του κοινού τους) στην ουσία. Δηλαδή στο περιεχόμενο
του βιβλίου. Αντίθετα, έριξαν όλα τα φώτα τους στο εάν το διψασμένο για τα φώτα της δημοσιότητας «φαινόμενο», θα πήγαινε ή όχι στην παρουσίαση που γινόταν στην ΕΣΗΕΑ ή όχι. Κι αν θα πήγαινε, στο εάν θα μιλούσε.
Τελικά, για την Ιστορία, πήγε. Και μίλησε. Το τι είπε ο Στέφανος Κασσελάκης εκείνη τη βραδιά, είναι μια άλλη συζήτηση.
Μελέτησα ξανά πρόσφατα το βιβλίο του Κοντιάδη. Για δεύτερη φορά. Και δεν κρύβω πως τώρα, με την απαραίτητη χρονική απόσταση από τα γεγονότα
εκείνης της διαλυτικής – για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ – περιόδου, σκέφτόμουν πως σε αυτό που θα ήταν χρήσιμο να επικεντρωθεί κάποιος «στο εδώ και στο τώρα», δεν είναι μόνο το πως ένας άνθρωπος με τα πολιτικά χαρακτηριστικά του Κασσελάκη μπόρεσε, κατάφερε με ένα «επικοινωνιακό Blitzkrieg», να πάρει μέσα σε λίγες μέρες στα χέρια του ένα ιστορικό κόμμα (το κομμάτι ενός ολόκληρου, ιστορικού πολιτικού χώρου).
Ένα κόμμα, το οποίο να μην ξεχνάμε πως εκείνη την εποχή ακόμη δεν είχε συνέλθει πολιτικά, αλλά και δεν είχε ισορροπήσει ψυχικά (αυτό να μην το υποτιμάτε) από την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα, του ιστορικού του ηγέτη, από την προεδρία.
Μεγαλύτερη αξία θα είχε να επικεντρωθεί κάποιος, στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Στις σελίδες που αφορούν στην περιγραφή του πολιτικού πλαισίου ευρύτερα αλλά και ειδικότερα, στο πως είχε δομηθεί και μετεξελιχθεί ένα κόμμα εξουσίας που μετά την εκλογική του ήττα και μέσα σε μια νέα, ιδιαιτέρως απαιτητική πολιτικά και κοινωνικά εποχή, αναζητούσε τον βηματισμό του προς την επόμενη μέρα. Το δεύτερο και το τρίτο μέρος ειδικά, «Πολιτικοί θεσμοί έτοιμοι από καιρό» και «Στον στρόβιλο της μεταπολιτικής», – με τα επιμέρους κεφάλαιά τους – ρίχνουν έντονα το φως τους, ακριβώς σε αυτό.
Όσα συνέβησαν «εντός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ» εκείνη την περίοδο, αναφέρονται αναλυτικά στο βιβλίο του Κοντιάδη. Όπως όμως αναφέρονται εξόχως.
αναλυτικά και στην «Ιθάκη» του ΑλέξηΤσίπρα. Ο οποίος μάλιστα με ψύχραιμη ματιά πια, αξιοποιώντας τον χρόνο ως κεφάλαιο αλλά και ως μέτρο της παρατήρησης των γεγονότων της εποχής, καταγράφει τις παρατηρήσεις του για όσα συνέβησαν, ενώ συγχρόνως κάνει και την ειλικρινή αυτοκριτική του.
Σε μια εποχή όπου το ζητούμενο λοιπόν (ήταν και) παραμένει η σύνθεση, η πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός κι όχι η αφαίρεση ή η διαίρεση δυνάμεων, τα δυο βιβλία αποτελούν και οδηγό προς τους «πολιτικά ναυτιλομένους». Για την επόμενη μέρα.
Στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ φαίνεται πως πήραν το μάθημά τους με τον πιο σκληρό τρόπο. Στην Νέα Αριστερά επίσης. Τουλάχιστον στο κομμάτι της εκείνο, που
αντιμετωπίζει την διεύρυνση, δηλαδή την σύνθεση, δηλαδή την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων-τμημάτων της κοινωνίας, ως το μόνο και απαραίτητο βήμα ώστε να επιτευχθεί το κυβερνητικό άλμα προς τα εμπρός.
Τι μένει πια να φανεί; Εάν το αποτύπωμα των πρόσφατων γεγονότων, η πρόσφατη ιστορική εμπειρία, θα λειτουργήσει ως συλλογικός οδηγός, ως
«πυξίδα» για την επόμενη μέρα κι όχι ως το συλλογικό τραύμα που συνεχίζει να αιμορραγεί. Κι αυτό θα κρίνει τελικά πάρα πολλά μέσα στην ίδια την Ιστορία. Μια Ιστορία που πάντα – σε πείσμα των «συνεπών», των «παρθένων» και των «αλάνθαστων» – θα γράφεται (και) από τα λάθη ή τις
παραλείψεις των ανθρώπων.
Αρκεί βέβαια τα λάθη τους, να ‘ναι «τα ολοκαίνουργια λάθη» όπως σοφά γράφει στο «Με ρωτούν οι χειμώνες» των Διάφανων Κρίνων, η στιχουργική
τους ψυχή, ο Παντελής Ροδοστόγλου.












