Φωτεινή Λαμπρίδη
Η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχεται ότι θα μας επιτρέψει να συνομιλούμε με τους νεκρούς μας, όπως διαβάζω στον διεθνή τύπο, γεγονός που θα προσφέρει άφθονη παρηγοριά σε ανθρώπους που υποφέρουν από την απώλεια οικείων τους.
Θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε την είδηση, ωστόσο δεν μας αφήνει το ποσοστό των εφήβων που χρησιμοποιεί ψηφιακούς συντρόφους στις ΗΠΑ το οποίο αγγίζει το 50%, δείγμα της εξοικείωσης της νέας γενιάς με τα άβαταρ.
Τα τελευταία νέα λένε πως διαδίδονται σε χρόνο dt πλατφόρμες που δημιουργούν ψηφιακά «άβαταρ» εκλιπόντων και παρουσιάζονται ως τεχνολογικό θαύμα, ικανό να «καταργήσει» την οριστικότητα του θανάτου.
Έτσι θα πάψουμε να καλούμε στα όνειρα μας τους αγαπημένους μας, αφού θα συνομιλούμε με το ομοίωμα τους στις ηλεκτρονικές μας συσκευές στις οποίες θα έχουμε μεταφορτώσει τα δεδομένα των κινητών τους για να γνωρίζει το ρομπότ το οποίο θα υποδύεται τον νεκρό μας, όλες του τις συνήθειες και να μπορεί να κάνει την ψευδαίσθηση μας τέλεια.
Ο νεκρός μας, δηλαδή αυτή η προσομοίωση χωρίς συνείδηση, ένα «είδωλο» που θα μιλά στη θέση του αγαπημένου μας προσώπου θα είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή, προφανώς με αντίτιμο κάποια συνδρομή στην εταιρεία που θα εξασφαλίσει την πατέντα, γιατί στην νέα τάξη βιοπολιτικής, υπάρχουν νέοι τρόποι να ελέγχεται η ζωή αλλά και ο θάνατος.
Άραγε θα θυμάται κανένας σε λίγα χρόνια πως ο θάνατος παρά ταύτα είναι οριστικός ή θα μας έχει καταπιεί όλους η ψευδαίσθηση της ψηφιακής αθανασίας; Και πόσα λογικά άλματα μπορεί να κάνει ο καθένας ξεχωριστά αλλά και η ανθρωπότητα στο σύνολο της προκειμένου να απαλύνει το μεγάλο υπαρξιακό τραύμα αυτό της φθοράς, της θνητότητας, της οριστικής απώλειας;
Θα μπορούσε ο αντίλογος να ξεκινά από την αξία της συνειδητοποίησης της θνητότητας που μας υπενθυμίζει την περατότητά μας και μας καλεί να ζήσουμε πιο αυθεντικά. Ο θάνατος, όσο σκληρός κι αν είναι, μας υπενθυμίζει ότι η ζωή έχει όρια. Αν μετατραπεί σε «εναλλακτική κατάσταση» μέσω ενός ψηφιακού ειδώλου, ίσως χάσουμε την αίσθηση ότι ο χρόνος μας είναι πολύτιμος ίσως οδηγηθούμε σε μια κουλτούρα που υποτιμά το παρόν και το βίωμα, κυνηγώντας διαρκώς μια ψευδαίσθηση αιώνιας συνέχειας.
Όμως ποιος θα έλεγε όχι στην πολυτραγουδισμένη αθανασία αν ήταν αληθινή κι όχι ψηφιακή;
Στην πραγματικότητα αυτό που υπόσχεται η τεχνητή νοημοσύνη είναι μια ανατριχιαστική μονοκοντυλιά που επιχειρεί να σβήσει το πένθος, αφού η αλληλεπίδραση με τους οικείους μας θα συνεχίζεται μετά τον θάνατο τους σαν να τους μιλάμε μέσω βιντεοκλήσης.
Κάποιος που έχασε τη μάνα του, δεν θα μπορέσει να πάρει μέσω της οθόνης το άρωμα της, αλλά θα μπορεί να κουβεντιάζει με το ομοίωμα της αφού η τεχνητή νοημοσύνη έχει φροντίσει να εξαλείψει τον πόνο του αποχωρισμού και να τον αντικαταστήσει με μια ψευδαίσθηση παρουσίας.
Αν όμως η αυθεντικότητα δεν προκύπτει από την αποφυγή του πόνου, αλλά από την αποδοχή της σκληρής πραγματικότητας και το πένθος είναι ο τρόπος με τον οποίο η ζωή μας δίνει να καταλάβουμε την αξία των δεσμών μας όπως έγραφε ο Σαρτρ, με τι θα αντικατασταθεί αυτή η εσωτερική ζυγαριά στη νέα εποχή; Ή μήπως η αξία των σχέσεων δεν θα έχει τόσο μεγάλη σημασία αφού θα εκπνέει κάτω από το μέγα ζητούμενο που είναι η αποφυγή πάση θυσία της οδύνης της απώλειας, που θα μοιράζει απλόχερα η τεχνολογία με το αζημίωτο και με την εκχώρηση των προσωπικών δεδομένων των οικείων μας;
Και ποιος θα ψέξει τελικά τον καθένα που θα επιλέξει την ψευδαίσθηση από το πικρό ποτήρι της οδύνης; Εξάλλου δεν υστερούμε και πολύ στην κατασκευή ψευδαισθησιακών κόσμων, με τη διαφορά πως η τεχνητή νοημοσύνη δεν προσφέρει ένα χάπι για να ξεχαστεί κανείς προσωρινά, αλλά μια εγκαθιδρυμένη σχέση καθημερινότητας.
Από αυτή την άποψη, οι νεκροί – άβαταρ ίσως είναι απλά ένας ακόμα τρόπος να τριπάρει ο μοναχός ο άνθρωπος που δεν έχει κοινότητα να τον περιθάλψει με την φροντίδα ή την τελετουργία της, να θρηνήσει μαζί του, να τον στηρίξει ώσπου να βρει το κουράγιο να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ερωτήματα και να νιώσει ότι η αποδοχή της απουσίας είναι απαραίτητη για να συνεχίσουμε να ζούμε όπως εξηγεί η ψυχανάλυση από τον Φρόιντ έως τον Λακάν.
Όμως ίσως η προσκόλληση σε ένα ψηφιακό άβαταρ να μας παγιδεύσει σε μια κατάσταση ατέρμονου πένθους, όπου το «αντίο» δεν λέγεται ποτέ. Σε αυτό το μέλλον που μας υπόσχεται τη δυνατότητα να έχουμε τον έλεγχο των πάντων, κινδυνεύουμε να χάσουμε τον πολύτιμο ανθό του αισθήματος της Περσεφόνης. Το δώρο του απρόβλεπτου και της αμφισβήτησης. Το ρίγος της δημιουργίας.
Και το σημαντικότερο ίσως, την αξία της μνήμης.
Η μνήμη λειτουργεί με κενά, με σιωπές, με επιλογές, με ελεύθερους συνειρμούς. Δεν θυμόμαστε ποτέ τον άλλον ολόκληρο· τον ξαναχτίζουμε μέσα μας. Τα άβαταρ υπόσχονται μια «τέλεια» ανάμνηση, αλλά πως θα το πετύχουν αν δεν αλλοιώσουν την προσωπική και τη συλλογική μνήμη; Με άλλα λόγια, αν αρχίσουμε να στηριζόμαστε όλο και περισσότερο στις ψηφιακές αναπαραστάσεις, πως θα επιβιώσει η δημιουργική διάσταση της μνήμης που μας επιτρέπει να αποδεχτούμε το παρελθόν, να το διατρέξουμε ξανά και ξανά, να μετρήσουμε λάθη, να αναβιώσουμε αισθήματα κι αισθήσεις, να αναζητήσουμε επανορθωτικές εμπειρίες, να εμβαθύνουμε να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε, αν πιστεύουμε σε κάτι και γιατί.
Κι αν δεν αξίζει αυτός ο κόπος, τότε τι έχει αληθινή αξία στον τόσο σύντομο βίο; Οι μηχανικές αναπαραστάσεις αντί για τις αληθινές σχέσεις ή οι διαρκείς αλληλεπιδράσεις με εικονικές μορφές δίχως συνείδηση;
Μια εικόνα συλλογικής παραίσθησης και άρνησης είναι μια εικόνα δυστοπίας από το όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Η συζήτηση δεν αφορά μόνο τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες -που απαξιώνονται την εποχή που τις έχουμε περισσότερο ανάγκη- αλλά όλο το εύρος της κοινωνίας.