Τα φαντάσματα του παρελθόντος και το σήμερα που μοιάζει με αναμονή


Αντώνης Μπατζιάς

 

«Υπάρχει μια φωτογραφία σου, ξεχασμένη στα βάθη του διαδικτύου, μια εικόνα που τραβήχτηκε 10 ή 15 χρόνια πριν, τότε που τα πράγματα έμοιαζαν ανοιχτά, άπειρα κι εσύ πίστευες (ή ήθελες να πιστεύεις) ότι όλα είναι μπροστά σου»

 

Υπάρχει μια φωτογραφία σου, ξεχασμένη στα βάθη του διαδικτύου, μια εικόνα που τραβήχτηκε 10 ή 15 χρόνια πριν, τότε που τα πράγματα έμοιαζαν ανοιχτά, άπειρα κι εσύ πίστευες (ή ήθελες να πιστεύεις) ότι όλα είναι μπροστά σου.

 

Τώρα τη βρίσκεις τυχαία, σαν αρχαιολογικό εύρημα από μια εποχή που έχει τελειώσει αλλά δεν έχει πεθάνει. Στέκεσαι μπροστά της και νιώθεις ότι βλέπεις έναν ξένο.

 

Έναν άνθρωπο που μιλούσε αλλιώς, γελούσε αλλιώς, έγραφε στο blog του με λέξεις που σήμερα δεν θα χρησιμοποιούσες ποτέ. Κι όμως, είναι εσύ. Το ψηφιακό σου φάντασμα.

 

Δεν είναι μόνο η εικόνα. Είναι οι παλιές αναρτήσεις, τα status που έγραψες βιαστικά, τα σχόλια σε forum που τότε έμοιαζαν ασήμαντα και τώρα επιστρέφουν σαν μικρά κομμάτια ενός χαμένου εαυτού, τα ψηφιακά απολιθώματα που αποδεικνύουν πως ήσουν εκεί, κάποτε, πριν η ζωή σε φθείρει, σε αλλάξει, σε αναγκάσει να γίνεις αυτό που είσαι σήμερα.

 

Κι αυτή η αναμέτρηση δεν είναι εύκολη γιατί δεν είναι απλή νοσταλγία. Είναι σαν να στέκεσαι ανάμεσα σε δύο καθρέφτες, στον έναν ο παλιός εσύ, στον άλλον ο σημερινός, και στη μέση ένας διάδρομος που δεν ξέρεις πού οδηγεί, αυτός ο ενδιάμεσος χώρος που στέκεις αμήχανος, μισός ανάμνηση, μισός αναμονή.

 

Η Εποχή των Ψηφιακών Φαντασμάτων

 

Η μνήμη κάποτε ήταν ένα εσωτερικό τοπίο. Σήμερα, η μνήμη είναι αποθηκευμένη σε σέρβερ, σε παλιές σελίδες που κανείς δεν διαγράφει ποτέ. Μια διαρκής απόδειξη του ποιος ήσουν, σαν να μην έχεις δικαίωμα στη λήθη.

 

Η ψηφιακή αρχαιολογία είναι η νέα ψυχαγωγία μιας γενιάς που ψάχνει στα βάθη του διαδικτύου για να ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό.

 

Παλιά blogs του 2009, ξεχασμένα MySpace προφίλ, φωτογραφίες στο Facebook που ποζάρεις με μια αφέλεια που σήμερα μοιάζει αδιανόητη. Αυτά τα φαντάσματα δεν πεθαίνουν ποτέ , παραμένουν εκεί και σε περιμένουν να τα ξανασυναντήσεις.

 

Κι όταν τα βρίσκεις, δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις. Υπάρχει η αμηχανία «ήμουν εγώ αυτός;», υπάρχει η νοσταλγία, «πόσο πίστευα τότε στα πάντα» και υπάρχει κι ένα κρυφό, πικρό συναίσθημα: «πόσα όνειρα άφησα να σαπίσουν στο μεταξύ;».

 

Τα ψηφιακά φαντάσματα είναι χειρότερα από τις αναμνήσεις, γιατί οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν, μαλακώνουν, μπορείς να τις ξαναγράψεις μέσα σου και να συμφιλιωθείς. Τα φαντάσματα όμως είναι εκεί, με ημερομηνία, με φωτογραφία, με λέξεις που έγραψες και δεν μπορείς να διαγράψεις πια από την Ιστορία.

 

Μαρτυρίες ενός εαυτού που κάποτε ήθελε, ονειρευόταν, έψαχνε, αλλά ίσως δεν έγινε ποτέ αυτό που υποσχόταν στον εαυτό του.

 

Ζούμε με αυτά τα φαντάσματα. Μερικές φορές τα ξαναβλέπουμε τυχαία και λέμε «πόσο μικρός ήμουν». Άλλες φορές, είναι πιο σκληρό, αφού συνειδητοποιείς ότι έχεις προδώσει κάτι δικό σου, κάτι που ήξερες τότε και έχασες στην πορεία.

 

Και τότε, το φάντασμα δεν είναι απλώς παρελθόν. Είναι ένας καθρέφτης που σε κάνει να αναρωτηθείς τι πραγματικά άλλαξε: εσύ ή ο κόσμος γύρω σου;

 

Το Liminal Space της Ζωής μας

 

Υπάρχουν χώροι που είναι φτιαγμένοι για να περιμένεις. Ένας διάδρομος σε νοσοκομείο. Ένα κενό γραφείο πριν την επόμενη συνέντευξη. Μια αίθουσα αναχωρήσεων με καθίσματα καρφωμένα στο πάτωμα, πλαστικά και σκληρά, που δεν φτιάχτηκαν για να βολέψουν αλλά για να σου θυμίζουν ότι δεν είσαι εδώ για να μείνεις.

 

Αυτή είναι η αισθητική του liminal space, μέρη που δεν είναι ούτε αφετηρία ούτε προορισμός, μόνο διάδρομοι που σε οδηγούν κάπου αλλού, χωρίς ποτέ να φτάνεις πραγματικά.

 

Και κάπως έτσι μοιάζει η ζωή μας με τυλιγμένη με τα ψηφιακά μας φαντάσματα. Ένας ενδιάμεσος χώρος. Όλα προσωρινά από δουλειές «μέχρι να βρεθεί η καλή», σχέσεις «μέχρι να βρω τον σωστό άνθρωπο», σπίτια «μέχρι να σταθώ στα πόδια μου».

 

Ακόμα και τα όνειρά πια είναι προσωρινά, τροποποιημένα για να χωράνε σε μια καθημερινότητα που δεν αντέχει την πολυτέλεια του οριστικού. Ζούμε σε μια μόνιμη αναμονή, του αύριο, της επιτυχίας, του «ξεκινήματος» που δεν έρχεται ποτέ.

 

Τα liminal spaces που έγιναν viral στο διαδίκτυο, αυτές οι φωτογραφίες άδειων διαδρόμων, ξεχασμένων παιδότοπων, φωτισμένων αλλά έρημων εμπορικών κέντρων που μας ανατριχιάζουν γιατί μοιάζουν επικίνδυνα γνώριμα. Είναι εικόνες της δικής μας εσωτερικής κατάστασης που ξέρουμε ότι είμαστε «κάπου», αλλά δεν ξέρουμε αν έχουμε φύγει ή αν έχουμε φτάσει.

 

Αυτός ο ενδιάμεσος χώρος δεν είναι απλώς αναμονή. Είναι αποξένωση. Όταν ζεις πάντα για το επόμενο βήμα, χάνεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι κάπου τώρα. Ακόμα κι όταν κάνεις παύση, δεν είναι ανάπαυση· είναι ησυχία πριν το επόμενο άγχος.

 

Ο χρόνος δεν γεμίζει με ζωή, αλλά με προθεσμίες, εκκρεμότητες και λίστες που πρέπει να τσεκάρεις για να δικαιώσεις την ύπαρξή σου.

 

Κι έτσι το σήμερα μοιάζει σαν ένα διάλειμμα χωρίς διάρκεια, ένα κενό που πρέπει να γεμίσεις με παραγωγικότητα ή με scroll σε ατελείωτες οθόνες, σαν να περιμένεις κάτι να συμβεί για να ξεκινήσει η «πραγματική ζωή».

 

Όμως δεν ξεκινάει ποτέ. Και η ειρωνεία είναι ότι μαθαίνουμε να ζούμε μόνο σαν περαστικοί, να μεταχειριζόμαστε κάθε στιγμή σαν προπόνηση για κάτι άλλο. Μέχρι που μια μέρα συνειδητοποιείς ότι ο διάδρομος δεν οδηγεί πουθενά. Ή χειρότερα, οδηγεί κατευθείαν σε μια έξοδο χωρίς να έχεις ζήσει τίποτα ενδιάμεσα.

 

Η Μετά – Παραγωγικότητα

 

Ίσως η μεγαλύτερη παγίδα της εποχής μας είναι η λατρεία της παραγωγικότητας, αφού από μικροί μάθαμε να μετράμε την αξία μας με κουτάκια όπως στόχοι, επιτεύγματα, αποδοτικότητα, multitasking, αυτοβελτίωση.

 

Ακόμα και η ξεκούραση έγινε εργαλείο παραγωγικότητας. Ξεκουράσου για να δουλεύεις καλύτερα, διάβασε για να γίνεις πιο ανταγωνιστικός, βγες βόλτα για να «γεμίσεις μπαταρίες». Τίποτα δεν είναι άσκοπο.

 

Όλα πρέπει να οδηγούν κάπου. Αλλά τι συμβαίνει αν το «κάπου» δεν το φτάνει κανείς ποτέ; Ή αν, όταν το φτάσει, μοιάζει άδειο; Μήπως όλη αυτή η μανία του προγραμματισμού και της απόδοσης είναι το αληθινό κενό; Κάποιοι άρχισαν να αντιδρούν.

 

Ήσυχα, σχεδόν υποσυνείδητα, να κάνουν πράγματα χωρίς αποτέλεσμα. Να μαθαίνουν κιθάρα χωρίς όνειρο να γίνουν καλλιτέχνες. Να περπατούν χωρίς GPS, απλώς για να χαθούν λίγο. Να γράφουν γράμματα που δεν θα στείλουν ποτέ. Να διαβάζουν βιβλία που δεν θα «χρησιμεύσουν» πουθενά.

 

Έτσι, η κουλτούρα της μετά-παραγωγικότητας γίνεται μια μικρή επανάσταση που επαναφέρει την αξία του άσκοπου, όχι σαν τεμπελιά, αλλά σαν αντίσταση στη μηχανή που μας θέλει πάντα σε λειτουργία.

 

Γιατί ίσως μόνο στο άσκοπο βρίσκουμε ξανά την ελευθερία της στιγμής: εκεί όπου δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα, μόνο το βίωμα.

 

Η αναζήτηση ενός άλλου νοήματος, πιο ανθρώπινου, πιο τρυφερού, που δεν χρειάζεται απόδειξη ή βιογραφικό για να υπάρξει, είναι το να κάθεσαι σε ένα παγκάκι χαζεύοντας, όχι για να «φορτίσεις», αλλά γιατί αυτή είναι η ζωή σου αυτή τη στιγμή.

 

Κι ίσως τότε, για πρώτη φορά μετά από καιρό, ο διάδρομος του liminal space αρχίζει να μοιάζει με σπίτι.

 

Γιατί δεν περιμένεις πια να ανοίξει μια πόρτα στο μέλλον· μένεις εδώ, με όλη τη συνειδητότητα του «τώρα».

 

Γιατί ίσως το πιο θαρραλέο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταματήσουμε να κυνηγάμε τον παλιό ή τον μελλοντικό μας εαυτό και να ζήσουμε με τον σημερινό.