«Τα Σόδομα και Γόμορρα της Ελλάδας»: Το τέλος του ξενοδοχείου γυμνιστών που ήταν 50 χρόνια μπροστά

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Ελλάδα άρχισε να πλησιάζει κάπως την Ευρώπη λόγω της ένταξής της στην ΕΟΚ, σε θέματα ηθών και νοοτροπίας, όμως, παρέμενε πολύ πίσω. Κάτι που αντιλήφθηκε (δυστυχώς για εκείνον) ένας επιχειρηματίας που είχε την τρομερή ιδέα να μετατρέψει το ξενοδοχείο του σε κέντρο γυμvιστών.

 

Επρόκειτο για το θέρετρο Ακτή Salanti, μέσω του οποίου η ευρύτερη περιοχή της Ερμιονίδας μετατράπηκε σε πόλο έλξης τουριστών, που συνέρρεαν από όλη την Ευρώπη (κυρίως τις χώρες του βορρά) για να απολαύσουν τις διακοπές τους όπως ακριβώς τις ονειρεύονταν.

 

Δηλαδή σε ένα ονειρικό περιβάλλον, με πλούσια βλάστηση, υπέροχη παραλία, καταγάλανα νερά και μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα προκειμένου να μπορούν να κάνουν το μπάνιο και την ηλιοθεραπεία τους γυμvοί, όπως ακριβώς ήθελαν.

 

Το ξενοδοχείο δεν ήταν ένα απλό κέντρο γυμvιστών, αλλά μιας πλήρης τουριστική μονάδα, με παρεχόμενες υπηρεσίες πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο των προσφερόμενων καταλυμάτων της εποχής.

 

Ήταν pet friendly, κάτι εντελώς… αλλοπρόσαλλο για τους Έλληνες που είχαν άλλη αντίληψη για τα κατοικίδια, ενώ υπήρχαν ακόμη και υποδομές ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του από άτομα που αντιμετώπιζαν κινητικά προβλήματα. Και η αλήθεια είναι πως αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν απλά εκτός ανταγωνισμού.

 

Εκεί, κοντά στην Επίδαυρο, οι επισκέπτες μπορούσαν να απολαύσουν αθλητικές δραστηριότητες στα γήπεδα μπάσκετ, βόλεϊ, τένις, ακόμη και μίνι γκολφ! Φυσικά, υπήρχε πισίνα με pool bar, για εκείνους που δεν προτιμούσαν την θάλασσα, ενώ όσοι για κάποιο λόγο έπρεπε ή ήθελαν να μείνουν στα δωμάτιά τους, γνώριζαν ότι εκείνα ήταν πλήρως εφοδιασμένα με τηλεόραση, ψυγείο, κλιματισμό (θυμηθείτε ότι μιλάμε πάντα για τις αρχές του ’80) όταν και τίποτα από τα παραπάνω δεν θεωρείτο αυτονόητο, όπως σήμερα.

 

Επιπλέον οι ιδιοκτήτες είχαν την πρόνοια να φτιάξουν και άλλους χώρους ικανούς να φιλοξενήσουν συνέδρια ή ακόμη και να καλύψουν επαγγελματικές ανάγκες των επισκεπτών, προσφέροντάς τους παροχές για επικοινωνία με τους χώρους εργασίας τους πίσω στις πατρίδες τους ή και υπηρεσίες δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών.

 

Θα περίμενε κανείς ότι μια τόσο ξεχωριστή και πρωτοποριακή μονάδα θα είχε θριαμβεύσει. Και όντως έτσι έγινε στην αρχή, όταν και η κοινότητα των γυμvιστών της Ευρώπης μετέτρεψε την Ερμιονίδα σε… στέκι της. Δεν κατόρθωσε, όμως, να πείσει τους ντόπιους για τις… αγαθές προθέσεις της!

 

Αν και το πιο κοντινό χωριό απείχε περίπου 5 χιλιόμετρα και είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα (βλέπε ψηλά τείχη και φράχτες) ώστε να μην… σκανδαλίζονται οι κάτοικοι της περιοχής από τους θαμώνες, ή να μην ενοχλούνται οι γυμvιστές από αδιάκριτους και λιγούρηδες ή περίεργους ματάκηδες, τα πράγματα πήραν μια δυσάρεστη για όλους τροπή.

 

Οι ντόπιοι ξεσηκώθηκαν κατά της μονάδας και της γυμvής πελατείας της, θεωρώντας πως οι Ευρωπαίοι επισκέπτες ήταν ελαφρών ηθών και αποτελούσαν… ηθικό κίνδυνο για την τοπική κοινωνία. Ξεκίνησαν τις κινητοποιήσεις τους, με συλλαλητήρια και πορείες που κατέληγαν μέχρι και την είσοδο του ξενοδοχείου, διαμαρτυρόμενοι για τα… Σόδομα και Γόμορρα, όπως γράφτηκε και στον Τύπο της εποχής, που συνέβαιναν κάτω από την… μύτη τους!

 

«Τα Σόδομα και Γόμορρα της Ελλάδας»: Το τέλος του ξενοδοχείου γυμνιστών που ήταν 50 χρόνια μπροστά

 

Όλα αυτά είχαν το κόστος τους για την Ακτή Salanti, η οποία σταδιακά σταμάτησε να είναι το ίδιο θελκτική για το κοινό στο οποίο απευθυνόταν αρχικά. Άλλωστε, κανείς (είτε γουστάρει να κάνει μπάνιο με μαγιό είτε όπως τον γέννησε η μάνα του) δεν θέλει να ακούει άναρθρες κραυγές και κατάρες για το πώς του αρέσει να ζήσει την ζωή του ή να περνάει τον χρόνο του.

 

Έτσι, το κατάλυμα που τάραξε τα νερά πριν από σχεδόν 40 χρόνια, δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει ξανά ποτέ. Παρά το γεγονός ότι άλλαξε έκτοτε κάμποσες φορές ιδιοκτησία και χρήσεις, ξεπεράστηκε από την εποχή του και τελικά έμεινε ένα «κουφάρι» που έμεινε ανεκμετάλλευτο και τελικά έρμαιο στον καιρό και στο… πλιάτσικο το οποίο δέχθηκε όταν αποχώρησαν και οι τελευταίοι (ντυμένοι αυτή τη φορά) πελάτες του.