Ευτυχώς δεν παίρνουμε κι εμείς 5.000€..... Αντώνης Μπατζιάς


Σε μια ταινία, ο Σταυρίδης έδινε μεγαλύτερο μισθό στον Παπαμιχαήλ κι αυτός απαντούσε «Δίνεται πολλά. Εγώ είμαι βλάκας, θα σπάσω το κεφάλι μου τι να κάνω τα υπόλοιπα». Από μια τέτοια κατάσταση έχουν γλιτώσει κι όσοι παίρνουν τον μέσο μισθό. Ή όχι ακριβώς…

 

Υπάρχουν στιγμές που η δημόσια ζωή της χώρας δίνει τόσο παράλογες δηλώσεις, που θα μπορούσαν να σταθούν αυτούσιες σε stand-up παράσταση. Η πιο πρόσφατη ανήκει σε βουλευτή που αποφάσισε να μοιραστεί δημόσια το υπαρξιακό του δράμα, ότι δηλαδή δεν βγαίνει οικονομικά με 5.000€ τον μήνα. Το είπε με σοβαρότητα. Με αίσθηση καθήκοντος. Και φυσικά με τον τόνο ανθρώπου που ζητάει την κατανόηση του κόσμου για την καθημερινή του μάχη ανάμεσα σε λογαριασμούς και γραβάτες.

 

Και κάπου εκεί, ο μέσος Έλληνας που επιβιώνει, η λέξη όχι υπερβολική πλέον, με σκάρτα 1.000€ μουγκάθηκε για μια στιγμή. Πιθανότατα την ώρα που έκανε προσθαφαιρέσεις στο e-banking για να δει αν βγαίνει ο μήνας ή αν θα βγει εκείνος έξω από το σπίτι για να φωνάξει από το μπαλκόνι. Το άκουσε και ένιωσε εκείνο το γνώριμο τράβηγμα στο στομάχι, σαν να σου λένε ότι ο Πωλ ΜακΚάρτνεϋ δυσκολεύεται οικονομικά επειδή ανέβηκε η τιμή στα καπέλα.

 

Για τον συγκεκριμένο πολιτικό, τα 5.000€ είναι λίγα. Ααα, λάθος, 4.000€. Τα 1.000 πάνε στο κόμμα… Για τον εργαζόμενο, τα 1.000€ είναι όλα. Ενοίκιο, φαγητό, λογαριασμοί, μετακινήσεις, ίσως παιδιά, ίσως χρέη, σίγουρα άγχος. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι πολιτισμική. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο «δεν βγαίνω γιατί έχω έξοδα» και στο «δεν βγαίνω γιατί το πορτοφόλι είναι άδειο σαν ψυγείο φοιτητή». Αυτή η δήλωση λοιπόν δεν ήταν απλώς ατυχής. Ήταν η απόδειξη ότι ένα κομμάτι του πολιτικού κόσμου δεν καταλαβαίνει καν σε ποια χώρα ζει.

 

Η Τραγωδία του πολυτεκνικού βουλευτή

 

Η δυσκολία του βουλευτή να «βγει» με 5.000€ βασίζεται στο ότι δεν έχει έξοδα με βάση τη δική μας καθημερινότητα. Έχει «υποχρεώσεις», μια κομψή λέξη που καλύπτει οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κάποιος που δεν έχει πληρώσει ποτέ ΔΕΗ και έχει ξεχάσει πώς είναι το καλάθι του σούπερ μάρκετ. Ένα κοστούμι δεν είναι απλώς ρούχο, είναι ανακοίνωση. Ένα αυτοκίνητο δεν είναι μετακίνηση, είναι σύμβολο. Ένα κρασί δεν είναι έξοδο, είναι «πολιτική παρουσία».

 

Το επάγγελμα του πολιτικού έχει χτιστεί πάνω στην εικόνα και η εικόνα κοστίζει. Δεν μπορεί ένας βουλευτής να εμφανιστεί με σακάκι από 2ο χέρι, ούτε να κάνει βόλτες με ένα αυτοκίνητο που θυμίζει τριακονταετίας. Πρέπει να δείχνει επιτυχημένος, στιβαρός, στιλπνός, σοβαρός κι όλα αυτά, μαντέψτε, έχουν τιμή. Αν χρειαζόταν να πληρώσει τις ίδιες τιμές που πληρώνει ο λαός, ίσως το πολιτικό σύστημα να είχε διαφορετική εικόνα. Αλλά δεν χρειάζεται.

 

Βάλε τώρα και τις «ανεπίσημες» υποχρεώσεις, τα ραντεβού, τις δημόσιες σχέσεις, τα τραπέζια, την αναγκαστική συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις που δεν είναι πια κοινωνικές αλλά πολιτικές. Και φυσικά, την ελληνική οικογενειακή παράδοση, όπου κάθε συγγενής έχει «μια δουλίτσα» που «κάπως» πρέπει να τακτοποιηθεί. Δεν είναι έξοδα αυτά. Είναι κοινωνικό έργο.

 

Κι έτσι, τα 5.000€ συρρικνώνονται. Χάνονται. Επουλώνονται μέσα στην καθημερινότητα του προνομίου. Όταν λοιπόν ο βουλευτής δηλώνει ότι «δεν βγαίνει», το εννοεί. Το ζει. Κι ευτυχώς δουλεύει και γυναίκα του. Μόνο που το «δεν βγαίνει» είναι εντελώς διαφορετικής φύσης από το δικό μας.

 

Ο κοινός θνητός και το τρικ των 1.000€

 

Ο απλός εργαζόμενος από την άλλη, αυτός που βγάζει 1.000€, δεν κάνει προϋπολογισμό. Κάνει ζογκλερικά. Βάζει σε σειρά ενοίκιο, ρεύμα, νερό, supermarket, βενζίνη, εισιτήρια, ίσως κάποιο δάνειο, ίσως και παιδιά. Και στο τέλος βγαίνει ένα ποσό που ούτε ο διάολος δεν θα μπορούσε να φτιάξει. Και είναι αρνητικό. Το e-banking γράφει με κόκκινα γράμματα. Το πορτοφόλι περιέχει μια απόδειξη από καφέ και 2 κέρματα. Το ψυγείο περιέχει αέρα και μισό λεμόνι. Πάλι έμεινε κάμποσος μήνας στο τέλος του μισθού…

 

Ο Έλληνας του 2025 έχει γίνει ειδικός στη διαχείριση των «λίγων». Ξέρει να κάνει τα 20€ να κρατάνε 5 ημέρες. Ξέρει να ψωνίζει τα είδη που λήγουν αύριο για να τα πάρει μισοτιμής. Ξέρει να μειώνει την ποσότητα του φαγητού και να αυξάνει την ευρηματικότητα. Η ελληνική οικογένεια έχει περάσει από φάσεις κρίσης και λιτότητας, αλλά τώρα έχει μπει σε μια περίοδο που θα έπρεπε να διδάσκεται ως μάθημα. Πώς να ζεις με μισθούς που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θεωρούνται χαρτζιλίκι 16χρονου.

 

Κι έτσι, όταν ο πολιτικός δηλώνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με 5.000€, είναι σαν να λέει σε έναν ακροβάτη ότι δεν μπορεί να περπατήσει χωρίς μπαστούνι. Είναι εντελώς αποκομμένος από αυτό που ζει ο κόσμος. Ο μέσος μισθός έχει μείνει κοντά στα 1.000€ εδώ και χρόνια. Οι τιμές ανεβαίνουν. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί. Τα supermarket έχουν γίνει εμπειρία επιβίωσης. Και μέσα σε αυτό το τοπίο, κάποιος κοιτώντας από ψηλά ζητάει κατανόηση. Και δεν είναι το ποσό που εξοργίζει τον κόσμο, μα η αλαζονεία. Το ότι δεν υπάρχει καμία επαφή με το καθημερινό άγχος, καμία αντίληψη του τι σημαίνει να μετράς τα ρέστα σου. Όταν δεν έχεις ζήσει ποτέ με 1.000€, είναι εύκολο να πεις ότι τα 5.000€ δεν φτάνουν.

 

Αυτοί με τα 1.000€, ας βγούνε στο μπαλκόνι

 

Και τώρα πάμε στο βασικό. Αν ο βουλευτής δεν βγαίνει με 5.000€, τι ακριβώς περιμένει από τους υπόλοιπους που ζουν με 1.000€; Να βγουν στο μπαλκόνι; Να κάνουν crowd-funding για το ενοίκιο; Να αρχίσουν να τρώνε φωτογραφίες;

Το ζήτημα δεν είναι οι αριθμοί. Είναι το μήνυμα που εκπέμπεται, πως ο πολιτικός κόσμος έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ από τον μέσο πολίτη που πλέον δεν αντιλαμβάνεται ούτε καν την έννοια του εισοδήματος. Σαν την Μαρία Αντουανέτα που έλεγε σ’ αυτούς που δεν είχαν ψωμί να φάνε παντεσπάνι. Και σε αυτή την εικόνα ήρθε να προστεθεί και η πρόσφατη δήλωση του Νίκου Δένδια, ότι «ο λαός πρέπει να θυσιαστεί» και ότι οι πολίτες θα χρειαστεί «να χάσουν εισόδημα για να χρηματοδοτηθεί η άμυνα της χώρας».

 

Ένας υπουργός ζητά από μια κοινωνία που ήδη ζει στο όριο να δώσει κι άλλο. Όχι γιατί δεν έχει δώσει μέχρι τώρα. Αλλά γιατί, κατά πως φαίνεται, δεν υπάρχει πλέον κανείς άλλος πρόθυμος να πληρώσει τον λογαριασμό. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι ειπώθηκε κάτι δύσκολο. Είναι ότι ειπώθηκε σαν να είναι λογικό. Σα να υπάρχει περιθώριο θυσίας εκεί που δεν υπάρχει ούτε περιθώριο λάθους. Σα να μιλάμε για έναν λαό με αποταμιεύσεις, με σταθερά εισοδήματα, με ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για ανθρώπους που κόβουν από το φαγητό για να πληρώσουν λογαριασμούς. Για ανθρώπους που έχουν σταματήσει να κάνουν σχέδια. Για νέους που νοικιάζουν μαζί στα τριάντα τους γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

 

Αυτό το «να θυσιαστεί ο λαός» μπορεί να ειπωθεί μόνο από κάποιον που δεν έχει δει από κοντά τι σημαίνει ελληνικό πορτοφόλι το 2025. Δεν μπορείς να ζητάς από έναν άνθρωπο που ζει με 1.000€ να χάσει κι άλλο εισόδημα, την ίδια στιγμή που συνάδελφός σου δηλώνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με 5.000€. Αυτό δεν είναι πολιτικός λόγος. Είναι κοινωνική πρόκληση.

 

Αντώνης Μπατζιάς