Ανάλυση: Η “βόμβα” των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων στην καρδιά της Ευρώπης

Σπύρος Σιδέρης

 

Η συζήτηση για τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια στην Ευρώπη έχει πάρει πλέον διαστάσεις μείζονος θεσμικής κρίσης: δεν αφορά μόνο το πώς θα βρεθούν χρήματα για την Ουκρανία, αλλά και το αν η ΕΕ είναι διατεθειμένη να δοκιμάσει τα όρια του διεθνούς δικαίου, της προστασίας της ιδιοκτησίας και της αξιοπιστίας του ευρώ ως ασφαλούς νομίσματος. Στην καρδιά της αντιπαράθεσης βρίσκεται το Βέλγιο, όπου εδρεύει ο χρηματοοικονομικός κολοσσός Euroclear, στον οποίο «κάθονται» τα περισσότερα ρωσικά κρατικά αποθεματικά που έχουν «παγώσει» μετά την εισβολή του 2022. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια αυτά – ή τουλάχιστον τα κέρδη που παράγουν – για ένα «δάνειο επανορθώσεων» προς το Κίεβο, παρουσιάζεται από πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες ως η πιο «δίκαιη» λύση: ο επιτιθέμενος να πληρώσει για τις ζημιές που προκάλεσε.

 

 

Από την άλλη, η βελγική κυβέρνηση αλλά και η ίδια η Euroclear προειδοποιούν ότι η ευθεία χρήση ή δέσμευση αυτών των πόρων αγγίζει τα όρια της κλοπής, ανοίγει «άγνωστα νομικά μονοπάτια» και μπορεί να υπονομεύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στη μέση αυτής της τριβής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ζητά να διαφυλαχθεί η νομική καθαρότητα των αποφάσεων, προειδοποιώντας ότι η αξιοπιστία του ευρώ εξαρτάται ακριβώς από το ότι οι κανόνες δεν αλλάζουν εκ των υστέρων, ακόμη κι όταν ο στόχος – η στήριξη της Ουκρανίας – είναι πολιτικά και ηθικά δημοφιλής.

 

Τι ακριβώς συμβαίνει με τα παγωμένα κεφάλαια

 

Μετά την εισβολή της Ρωσίας, η ΕΕ «πάγωσε» περίπου 210 δισ. ευρώ κρατικών ρωσικών αποθεματικών που βρίσκονται εντός της ευρωπαϊκής δικαιοδοσίας, εκ των οποίων η μερίδα του λέοντος κρατείται στην Euroclear στις Βρυξέλλες. Τα κεφάλαια αυτά δεν έχουν κατασχεθεί – τυπικά παραμένουν ιδιοκτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, απλώς η Μόσχα δεν έχει πρόσβαση σε αυτά. Στο μεταξύ, τα χαρτοφυλάκια συνεχίζουν να παράγουν τόκους και άλλα έσοδα, τα οποία φορολογούνται από το βελγικό κράτος και εν μέρει αναδιανέμονται ως βοήθεια προς την Ουκρανία.

 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πήγε ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας ένα «δάνειο επανορθώσεων», δηλαδή η ΕΕ να δανειστεί από τις αγορές, με εγγύηση τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια, και τα χρήματα να πάνε στην Ουκρανία για ανοικοδόμηση και πολεμικές ανάγκες. Το δάνειο θα αποπληρωνόταν στο μέλλον από τις αποζημιώσεις που – θεωρητικά – θα πληρώσει κάποτε η Ρωσία ως υπεύθυνη για τον πόλεμο. Για να μειωθούν οι νομικοί κίνδυνοι, η Επιτροπή επιμένει ότι δεν θα αλλάξει η κυριότητα των ρωσικών κεφαλαίων· θα χρησιμοποιηθούν μόνο τα κέρδη τους και η μελλοντική αξίωση αποζημιώσεων.

 

Γιατί το Βέλγιο λέει «όχι»

 

Ο πρωθυπουργός του Βελγίου Μπαρτ ντε Βέβερ χαρακτήρισε χτες δημόσια την ιδέα ευθείας χρήσης των ρωσικών κεφαλαίων ως «κλοπή», συγκρίνοντάς τη με το να μπαίνει κάποιος σε πρεσβεία, να αρπάζει τα έπιπλα και να τα πουλά. Η βελγική κυβέρνηση δεν θέλει να βρεθεί στη θέση του κράτους που παραβίασε το δικαίωμα ιδιοκτησίας ενός άλλου κράτους – ιδίως όταν στο έδαφός της φιλοξενεί έναν κρίσιμο κόμβο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής, όπως η Euroclear.

 

Η διευθύνουσα σύμβουλος της EuroclearΒαλερί Ουρμπέν, ήταν ακόμη πιο ωμή: δεν υπάρχει «τέτοια διαδικασία» με την οποία η Euroclear απλώς παραδίδει χρήματα στην ΕΕ, εξήγησε. Τα κεφάλαια αυτά αντιμετωπίζονται λογιστικά ως δικά της, είναι όμως δεσμευμένα από απαιτήσεις της ρωσικής κεντρικής τράπεζας για πιθανή αποζημίωση δαπανών στο μέλλον. Η ίδια προειδοποίησε ότι η ευρωπαϊκή πρόταση κινείται σε «αχαρτογράφητη νομική περιοχή» και μπορεί να υπονομεύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

 

Πίσω από τη βελγική επιφύλαξη κρύβονται και πολύ συγκεκριμένοι φόβοι:

– πιθανές αγωγές της Ρωσίας ή επηρεαζόμενων επενδυτών σε διεθνή δικαστήρια,
– ο κίνδυνος να θεωρηθεί η ΕΕ ότι παραβιάζει διεθνείς συνθήκες και κανόνες κρατικής ασυλίας,
– η απειλή ότι άλλα κράτη θα αρχίσουν να αμφισβητούν πόσο ασφαλές είναι να κρατούν συναλλαγματικά αποθέματα σε ευρώ, αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολιτικά σε μελλοντικές κρίσεις.

 

Τι φοβάται η ΕΚΤ

 

Η ΕΚΤ έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο, αλλά η φωνή της έχει βάρος. Η πρόεδρός της, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει προειδοποιήσει επανειλημμένα ότι οποιαδήποτε λύση πρέπει να είναι «η πιο κοντά στο διεθνές δίκαιο» και να μην δίνει την εντύπωση ότι η ΕΕ κατάσχει αυθαίρετα κρατικά αποθεματικά. Όπως σημείωσε, η αξιοπιστία του ευρώ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος εξαρτάται από την αίσθηση ότι οι κανόνες είναι σταθεροί και προβλέψιμοι – ακριβώς αυτό που, κατά την ίδια, διαχωρίζει την Ένωση από αυταρχικά καθεστώτα.

 

Με απλά λόγια: αν σήμερα η ΕΕ βρει τρόπο να παρακάμψει τις αρχές της για τη Ρωσία, ποιος εγγυάται σε άλλες χώρες ότι δεν θα συμβεί κάτι αντίστοιχο αύριο; Είναι μια συζήτηση που δεν αφορά μόνο τον πόλεμο, αλλά το μέλλον του ευρώ και της ίδιας της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

 

Γιατί το θέλουν οι Ευρωπαίοι

 

Παρά τις αντιρρήσεις, πολλές χώρες – με πρώτη τη Γερμανία και τις βόρειες και ανατολικές χώρες – πιέζουν για την ενεργοποίηση των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων. Ο βασικός λόγος είναι πολιτικός και οικονομικός: η Ουκρανία χρειάζεται δεκάδες δισεκατομμύρια για να συνεχίσει τον πόλεμο και να κρατήσει το κράτος της όρθιο. Οι ευρωπαϊκοί προϋπολογισμοί όμως πιέζονται, οι κοινωνίες κουράζονται και οι κυβερνήσεις φοβούνται το πολιτικό κόστος νέων πακέτων βοήθειας.

 

Έτσι, η ιδέα να πληρώσει «ο επιτιθέμενος» βρίσκει μεγάλη απήχηση: παρουσιάζεται ως ηθικά δίκαιη, πολιτικά πιο εύπεπτη και – θεωρητικά – συμβατή με το διεθνές δίκαιο που προβλέπει πολεμικές επανορθώσεις για τον επιτιθέμενο. Νομικοί και οικονομολόγοι που στηρίζουν την πρόταση μιλούν για «υπερβολικούς φόβους» της βελγικής κυβέρνησης και υποστηρίζουν ότι η στοχοποίηση των αποθεματικών του κράτους που παραβίασε κατάφωρα τον Χάρτη του ΟΗΕ είναι συμβατή με την πρακτική των κρατικών κυρώσεων.

 

Ποιες θα είναι οι συνέπειες αν τελικά χρησιμοποιηθούν

 

Ακόμη και στο «ήπιο» σενάριο – χρήση μόνο των κερδών ή παροχή δανείου με εγγύηση τα κεφάλαια – οι κίνδυνοι είναι συγκεκριμένοι:

 

– Η Ρωσία είναι βέβαιο ότι θα απαντήσει με κατασχέσεις δυτικών περιουσιακών στοιχείων στη δική της επικράτεια και με πολυετείς νομικές μάχες.
– Ορισμένες χώρες του παγκόσμιου Νότου μπορεί να δουν την κίνηση ως απόδειξη ότι τα δυτικά νομίσματα δεν είναι πλέον «ουδέτερα» και να επιταχύνουν τη διαφοροποίηση των αποθεμάτων τους.
– Αν κάτι πάει στραβά νομικά – μια απόφαση διεθνούς δικαστηρίου, μια ισχυρή πολιτική ανατροπή – η ΕΕ ίσως βρεθεί να καλύπτει η ίδια το κενό του δανείου προς την Ουκρανία από τους δικούς της φορολογούμενους.

 

Από την άλλη, αν η ΕΕ κάνει πίσω, μένει το ερώτημα: ποιος θα πληρώσει για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας; Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ή ο υπαίτιος της καταστροφής;

 

Έχει πληρώσει ποτέ νικήτρια χώρα αποζημιώσεις;

 

Η έννοια των πολεμικών αποζημιώσεων στην κλασική διεθνή πρακτική είναι σαφής: πληρώνει ο ηττημένος. Από την Καρχηδόνα προς τη Ρώμη, μέχρι τη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Ιταλία, την Ουγγαρία ή τη Ρουμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο, πάντα οι ηττημένες χώρες κατέβαλαν τεράστια ποσά στους νικητές.

 

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου νικήτριες ή ισχυρές χώρες κατέβαλαν αποζημιώσεις για συγκεκριμένες πράξεις (για παράδειγμα, διμερείς διακανονισμοί για παραβίαση δικαιωμάτων, για καταστροφές ή για κατάσχεση περιουσιών), αλλά αυτά θεωρούνται συμβιβασμοί και όχι κλασικές «πολεμικές επανορθώσεις» προς τον ηττημένο. Η γενική αρχή παραμένει: ο επιτιθέμενος και η ηττημένη πλευρά αναλαμβάνουν το βάρος των αποζημιώσεων.

 

Αυτό ακριβώς προσπαθεί σήμερα να «προεξοφλήσει» η ΕΕ με την πρόταση για τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια: να μετατρέψει την αναμενόμενη – αλλά αβέβαιη – μελλοντική υποχρέωση της Ρωσίας σε άμεση ρευστότητα για την Ουκρανία. Το ερώτημα είναι αν, στο όνομα αυτής της «ιστορικής δικαιοσύνης», η Ένωση είναι έτοιμη να αναλάβει τον κίνδυνο να αμφισβητηθούν οι ίδιοι οι κανόνες πάνω στους οποίους χτίστηκε η μεταπολεμική ευρωπαϊκή τάξη.