Μάικλ Ντάγκλας: Το ήσυχο αντίο ενός ανήσυχου σταρ


Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

 

«Nepo baby» πριν καν υπάρξει ο όρος, ο Μάικλ Ντάγκλας βρήκε τη δική του φωνή μέσα από ρόλους που σφράγισαν το Χόλιγουντ, φτάνοντας σε μια καριέρα έξι δεκαετιών γεμάτη σκαμπανεβάσματα και δυνατές στιγμές.

 


Στον δρόμο που χάραξε ο μεγάλος Τζιν Χάκμαν, αυτόν της εθελουσίας εξόδου «πριν τα τινάξει σε κάποιο πλατό», σε δήλωσή του πριν από μερικές μέρες στο πλαίσιο της βράβευσής του στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, ο 80χρονος Μάικλ Ντάγκλας αποφάσισε να διακόψει μια τεράστια καριέρα έξι δεκαετιών, εκτός special απροόπτου, χωρίς να δώσει κάποια σαφέστερη εξήγηση για τους λόγους που τον οδήγησαν να ανακαλέσει τη διακαή του επιθυμία να συνεχίσει να δουλεύει στο σινεμά που τόσο αγαπά και θέλει να υπηρετεί, όπως έλεγε μέχρι και πριν από λίγα χρόνια.

 

Τι μεσολάβησε, ενώ στα 70 του χρόνια, έχοντας ξεπεράσει μια σοβαρότατη ασθένεια, κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση και το σοκ της πρώτης συμμετοχής σε περιπέτεια υπερηρώων, με τον ρόλο του Χανκ Πιμ στο «Ant Man» και το φινάλε των «Avengers», έλεγε πως δεν σκοπεύει να τα παρατήσει ποτέ; Μπορεί και τίποτε συγκεκριμένο. Είναι ένας από τους εναπομείναντες ιππότες της διάδοχης, εναλλακτικής εποχής που ακολούθησε τη χρυσή περίοδο του πατέρα του, αν και ο ίδιος αρνείται πως μεγάλωσε ως γόνος ενός χολιγουντιανού βασιλιά. 

 

Χωρίς να είναι ο γεννημένος sexy star ή ο πιο αγαπητός ηθοποιός ή η προφανής αφίσα σε εφηβικό δωμάτιο, ο Ντάγκλας ανέδιδε σιγουριά και εγγύηση για κάτι διασκεδαστικό και σκεπτόμενο, ως ενήλικος με πείρα, ίσως αντιπαθής και αλαζονικός αλλά ατελής, με ενδιαφέροντα στοιχεία.

 

Ο λόγος είναι απλός: όταν ο Μάικλ ήταν ακόμη μικρός, ο Κερκ Ντάγκλας εργαζόταν νυχθημερόν, βγάζοντας ως και πέντε ταινίες ετησίως, για να φτιάξει όνομα και να συντηρήσει την οικογένειά του. Πριν από τον «Σπάρτακο» και την άνεση που του προσέφεραν οι επιτυχίες της ακμής του, ο σκληρός του αμερικανικού κινηματογράφου ζούσε με την πρώτη του σύζυγο και τα παιδιά τους σε μια γκαρσονιέρα και το μόνο του μέλημα ήταν να μη μοιάσει στον δικό του πατέρα, τον Ρωσοεβραίο μετανάστη και ρακοσυλλέκτη που τα βρόντηξε κι έφυγε. Με τον πατριό του, τον Μπιλ, να αποτελεί πολύτιμη άγκυρα στα κρίσιμα χρόνια της ενηλικίωσης (ήταν 13 όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε), ο Μάικλ είχε ανασφάλεια εξαιτίας της τεταμένης ψυχολογικής κατάστασης του πατέρα του, ενός ανθρώπου που είδε τον γάμο του να διαλύεται αλλά δεν επιθυμούσε με τίποτε να απουσιάζει από την ανατροφή των γιων του.

 

MICHAEL DOUGLAS

Με τον πατέρα του Κερκ Ντάγκλας στο σετ της ταινίας «Hail, Hero» (1969). Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

 

Συνεπαρμένος από την καλιφορνέζικη ελευθερία των ’60s, ο έφηβος Ντάγκλας βασικά καβαλούσε τη μηχανή του φορώντας βελούδινα πουκάμισα και βολτάροντας ως το Σαν Φρανσίσκο, και δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με τον επαγγελματικό του προσανατολισμό, ώσπου ο καθηγητής του στο πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα τον πίεσε να ειδικευθεί: «θέατρο», απάντησε χωρίς να το σκεφτεί πολύ, και από τότε και μετά δεν κοίταξε πίσω. Σε κάθε του παράσταση, ο Κερκ ήταν παρών, και δεν παρέλειπε να του λέει πάντα την αλήθεια, δηλαδή πόσο χάλια ήταν πάνω στη σκηνή.

 

Και είχε δίκιο: ο Μάικλ ακόμη έχει την απορία γιατί δεν τα παράτησε με τόσο τρακ που τον έζωνε σε κάθε έργο, πασχίζοντας για παραπάνω από έναν χρόνο να το ξεπεράσει, ώσπου συνήλθε και βελτιώθηκε, ακολουθώντας την πατρική συμβουλή να δίνει τον καλύτερο του εαυτό σε ό,τι κάνει. Από υπάλληλος σε βενζινάδικο και αρχηγός της άγνωστης ροκ μπάντας Down Shifters, βρήκε τον μέντορα που έλειπε από τον θολό χάρτη του επαγγελματικού του μέλλοντος στο πρόσωπο του γνωστού, βραβευμένου με Όσκαρ ηθοποιού και καλού φίλου του Κερκ, Καρλ Μάλντεν.

 

Από τους «Δρόμους του Σαν Φρανσίσκο» στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70 έγινε ουσιαστικά αποδεκτός ως ηθοποιός, αποσπώντας τρεις συναπτές υποψηφιότητες για Emmy ερμηνείας δεύτερου ρόλου και μακαρίζοντας τον συνάδελφο αστυνομικό στη σειρά για τη γενναιοδωρία του, σε μια εποχή που ο πρωταγωνιστής σπάνια επέτρεπε στον σκηνοθέτη να στρέψει την κάμερα στο δεύτερο όνομα – ο Μάλντεν φημιζόταν για τη βοήθειά του σε νέους ηθοποιούς.

 

MICHAEL DOUGLAS

Μαζί με τον Τζακ Νίκολσον στο σετ της ταινίας «Οne flew over the cuckoo's nest» (1975).

 

Κι ενώ απολάμβανε την εύκολη επιτυχία που του εξασφάλιζε το ανώδυνο σίριαλ, υλοποίησε το μεγάλο, απραγματοποίητο όνειρο του πατέρα του, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Κεν Κέισι «Η φωλιά του κούκου», που ο Κερκ προόριζε για τον εαυτό του, αλλά μετά από 14 χρόνια αναμονής και μάταιας προσπάθειας να το κάνει pitch σε όλα τα στούντιο του Χόλιγουντ, αντιλήφθηκε πως είχε μεγαλώσει για τον κεντρικό ρόλο και παραχώρησε τα δικαιώματα στον γιο του και τον Σολ Ζάεντς.

 

Αν και θεωρητικά αντιεμπορικό λόγω του δύσκολου θέματος, το φιλμ του Μίλος Φόρμαν με τον Τζακ Νίκολσον και τη Λουίζ Φλέτσερ έσκισε σε όλον τον κόσμο, και ο Μάικλ πήρε απότομο βάπτισμα του πυρός στο κινηματογραφικό σύμπαν με ένα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αποκτώντας ταυτόχρονα αξιοζήλευτο status. Αξιοποίησε το εκτόπισμα του βραβείου με το «Σύνδρομο της Κίνας», στο οποίο επίσης πρωταγωνίστησε με την Τζέιν Φόντα, και έγινε παγκόσμια γνωστός με το «Κυνηγώντας το Πράσινο Διαμάντι» και τη συνέχειά του, εγκαινιάζοντας πολυετή συνεργασία και φιλία ζωής με την Καθλίν Τέρνερ. Ανέκαθεν, και ειδικά από τότε που κατηγορήθηκε για κακοποιητική συμπεριφορά, υποστήριζε πως στις ταινίες του καλλιεργούσε περιβάλλον άνεσης και ελευθερίας έκφρασης για τις γυναίκες, κάτι για το οποίο η Σάρον Στόουν και το υποχρεωτικό της σταυροπόδι μπορεί και να έχει αντιρρήσεις…

 

MICHAEL DOUGLAS

Με την Τζέιν Φόντα στο «The China Syndrome» (1979).

 

MICHAEL DOUGLAS

Με τη Σάρον Στόουν στο «Basic Instinct» (1992). Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

 

ΕΠΕΞ MICHAEL DOUGLAS

Το «Wall Street» υπήρξε το διαβατήριό του για τη μεγάλη φάση της καριέρας του, ένα έργο-μαρτυρία των άπληστων και ηθικά ανελέητων ’80s με performance-στιλέτο από τον απεχθή Γκόρντον Γκέκο του Ντάγκλας.

 

Ωστόσο, με αναιμικούς ρόλους στο «It’s my Turn» και στο «A Chorus Line», που πέρασαν απαρατήρητοι, ο Μάικλ δεν προχωρούσε καλλιτεχνικά, ώσπου ο Όλιβερ Στόουν διέκρινε τη μοχθηρία που κρυβόταν στην άκρη του συχνά παγωμένου του χαμόγελου, πίσω από τη συμπαθή του περσόνα και πιο κοντά στην επιθετικότητα που κληρονόμησε από τον Κερκ.

 

Το «Wall Street» υπήρξε το διαβατήριό του για τη μεγάλη φάση της καριέρας του, ένα έργο-μαρτυρία των άπληστων και ηθικά ανελέητων ’80s με performance-στιλέτο από τον απεχθή Γκόρντον Γκέκο του Ντάγκλας. Με σκληρό ανταγωνισμό από τους συνυποψηφίους του, ανάμεσα σε αυτούς και ο κολλητός του, Τζακ Νίκολσον, κέρδισε το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου το 1988, ευχαριστώντας ιδιαίτερα τον πατέρα του, που βοήθησε έναν γιο να βρει την περπατησιά του μακριά από τη μεγάλη σκιά του. Η χρονιά αποδείχθηκε χρυσή, σε συνδυασμό με το τεράστιο σούσουρο γύρω από την «Ολέθρια Σχέση», την απιστία, το σεξ στο ασανσέρ και το κουνέλι στιφάδο, και προϋπάντησε μια σειρά από ρόλους υψηλού προφίλ σε πολυσυζητημένες ταινίες, όπως οι «Αποκαλύψεις», ο «Αμερικανός Πρόεδρος», και λίγο πιο πριν, το φιλμ-φαινόμενο «Βασικό Ένστικτο» το 1992, τη χρονιά που αποφάσισε πως πρέπει να κόψει μαχαίρι το αλκοόλ και τα ναρκωτικά – ως και για εθισμό στο σεξ «κατηγορήθηκε» ο Ντάγκλας στις μεγάλες του δόξες.

 

Χωρίς να είναι ο γεννημένος sexy star ή ο πιο αγαπητός ηθοποιός ή η προφανής αφίσα σε εφηβικό δωμάτιο, ο Ντάγκλας ανέδιδε σιγουριά και εγγύηση για κάτι διασκεδαστικό και σκεπτόμενο, ως ενήλικος με πείρα, ίσως αντιπαθής και αλαζονικός αλλά ατελής, με ενδιαφέροντα στοιχεία. Από κοντά, επικοινωνούσε ευγένεια και ενσυναίσθηση (είχαμε μιλήσει στο πλαίσιο των συνεντεύξεών του για το «The Game» του Ντέιβιντ Φίντσερ), και οι παρατηρήσεις του πρόδιδαν άνθρωπο που ήξερε να ακούει και να μη λέει ανιαρές τυπικούρες.

 

ΕΠΕΞ MICHAEL DOUGLAS

Η ερμηνεία του στο «Falling Down» του Τζόελ Σουμάχερ παραμένει η πιο απαιτητική του Ντάγκλας.

 

Με την πιο απαιτητική από τις ερμηνείες του να παραμένει εκείνη στο «Falling Down» του Τζόελ Σουμάχερ, το πορτρέτο ενός άνδρα που καταρρέει ολοσχερώς και λειτουργεί με τα ψήγματα λογικής που του απομένουν σε ένα καταστροφικό σπιράλ, η καλή του περίοδος ολοκληρώθηκε στο τέλος του αιώνα, με το «Traffic» και το «Wonder Boys». Ξανασυναντήθηκε αγαστά με τον Στίβεν Σόντερμπεργκ στην τηλεταινία «Behind the Candelabra», κερδίζοντας το μοναδικό του Emmy ως πλουμιστός Λιμπεράτσε βουτηγμένος στη λαγνεία, τις γούνες και την υποκρισία (ευφυές κάστινγκ, γιατί κανείς δεν φανταζόταν τον Ντάγκλας στον ρόλο του uber-διασκεδαστή).

 

Ανάμεσα στον κοινωνικό του ακτιβισμό, τις φιλανθρωπίες, το διαζύγιό του από την Ντιάντρα, τα προβλήματα στη σχέση με τον πρωτότοκο γιο του, Κάμερον, και τον μυθιστορηματικό, on and off γάμο του με την Κάθριν Ζίτα Τζόουνς, ο Μάικλ Ντάγκλας δεν σταμάτησε να παίζει κυρίως σε σειρές, πρωταγωνιστώντας μαζί με τον Άλαν Άρκιν ως ηθοποιός που έγινε coach στη «Μέθοδο Κομίνσκι» και ολοκληρώντας μια ξεχωριστή πορεία με μεγαλοπρέπεια, στον ρόλο του Βενιαμίν Φρακλίνου, πριν συνειδητοποιήσει πως ακόμη και για έναν τόσο ανήσυχο και εφευρετικό άνθρωπο του θεάματος, οι ευκαιρίες, ρεαλιστικά, δεν είναι οι ίδιες όπως στο παρελθόν. 

 

Μάικλ Ντάγκλας: «Δεν σκοπεύω να επιστρέψω στην υποκριτική»