Τώρα, η αυτοβελτίωση έχει timeline, story, reels, θέλει φως καλό, caption πιο καλό και hashtag για να το δει ο αλγόριθμος.
Ένα απόγευμα, ξαπλωμένος στον καναπέ μετά από μια φαινομενικά «παραγωγική» μέρα, ένιωσες άδειος. Όχι κουρασμένος. Άδειος. Σαν να ήσουν το delivery boy της ίδιας σου της ζωής, πάντα σε μια διανομή στόχων, πάντα με εκκρεμότητες. Άνοιξες το Instagram. Κάποιος έτρεχε μαραθώνιο, κάποιος άλλος είχε μόλις τελειώσει το δεύτερο πτυχίο του. Μία άλλη είχε κάνει yoga, διάβαζε Γιούνγκ και έφτιαχνε smoothie με σπόρους chia. Και ξαφνικά σκέφτηκες: δεν υπάρχει πια χώρος για «τίποτα». Πρέπει πάντα να γίνεσαι «κάτι»…
Ζούμε σε εποχές όπου η βελτίωση δεν είναι επιλογή. Είναι απαίτηση. Το να θες να ησυχάσεις, να σταματήσεις, να μείνεις ο ίδιος, δεν μοιάζει
με ανάπαυση αλλά με ήττα. Μας έπεισαν ότι είμαστε ένα ημιτελές software και πως κάθε πρωί πρέπει να ξυπνάμε και να «αναβαθμίζουμε» τον εαυτό μας. Έτσι, κάπου εκεί, ανάμεσα σε mindfulness εφαρμογές και λίστες goals, έρχεται μια σκέψη που μοιάζει σχεδόν ασεβής: ίσως δεν χρειαζόμαστε για update. Ίσως χρειαζόμαστε μια αγκαλιά.
Το ερώτημα όμως δεν είναι αν πρέπει να εξελισσόμαστε. Το ερώτημα είναι ποιος το ορίζει αυτό και με τι κόστος; Και γιατί δεν έχουμε την αποδοχή του εαυτού ως έχει. Κι ας είναι από τεμπελιά. Ή συμπόνια…
Από την Έμπνευση στην Τυραννία
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε, η ιδέα του να θες να γίνεις καλύτερος εαυτός, ήταν πράξη εσωτερική. Διάβαζες ένα βιβλίο, πήγαινες μια βόλτα μόνος, έγραφες σ’ ένα τετράδιο που κανείς δεν έβλεπε. Τώρα, η αυτοβελτίωση έχει timeline, story, reels, θέλει φως καλό, caption πιο καλό και hashtag για να το δει ο αλγόριθμος.
Η σύγχρονη κουλτούρα της αυτοβελτίωσης ξεκίνησε με καλές προθέσεις. Με βιβλία τύπου «Πώς να κερδίζεις φίλους» και «Ξύπνα στις 5 π.μ. για να πετύχεις». Κι από εκεί πέρασε στους σεμιναρο-θεραπευτές, στους life coaches, στους podcasters του «success mindset». Και μετά… στα social, όπου η έμπνευση μετατράπηκε σε πίεση. Η εικόνα πλέον είναι αυτή: ξυπνάς, πίνεις νερό με λεμόνι, κάνεις stretching, διαλογισμό, γράφεις τις ευγνωμοσύνες σου, ξεκινάς δουλειά, τρέχεις, διαβάζεις 30 σελίδες, μαγειρεύεις υγιεινά, ποστάρεις κάτι «deep», κοιμάσαι με white noises και εφαρμογή αναπνοών. Αν δεν κάνεις τίποτα από αυτά, νιώθεις ένοχος. Αν τα κάνεις όλα, είσαι εξαντλημένος. Η παραγωγικότητα έχει γίνει φετίχ, αφού πρέπει να έχεις projects, goals, milestones, bullet journal, KPI, life plan. Ο ελεύθερος χρόνος πρέπει να μοιάζει δημιουργικός.
Η βαρεμάρα είναι σχεδόν ύποπτη. Και το πιο σκληρό; Ότι όλο αυτό το βιώνουμε μόνοι μας. Επειδή όλοι οι άλλοι φαίνεται να τα καταφέρνουν. Ή έτσι μας δείχνουν. Με το ακόμα πιο ύπουλο σύνδρομο της εποχής, αυτό του «πάντα κάτι ακόμα». Η τεμπελιά πλέον είναι θανάσιμο αμάρτημα, οπότε εκείνες οι Κυριακές που άραζες σπίτι με καφέ, 3 εφημερίδες και χωρίς διάθεση για δουλειές, χωρίς να θες να κάνεις τίποτα, μοιάζει πλέον με ταινία τρόμου.
Το Σύνδρομο του «Πάντα Κάτι Ακόμα»
Γιατί δεν είμαστε ποτέ αρκετοί; Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο μήνυμα της εποχής, δεν είσαι αρκετός. Ακόμα. Αυτό το “ακόμα” είναι το αγκίστρι. Το δόλωμα. Το εμπόδιο, αφού δεν έχει σημασία πόσα κατάφερες, πάντα κάτι θα λείπει. Δεν πήγες διακοπές στο εξωτερικό φέτος; Δεν έχεις βρει ακόμη νόημα στη δουλειά σου; Δεν έχεις ξεκινήσει κάποιο σεμινάριο; Δεν πήρες την πιστοποίηση που θα σε απογειώσει; Μήπως δεν γυμνάστηκες σήμερα; Ακόμα και η ξεκούραση πρέπει να οδηγεί στην παραγωγικότητα. Να κάνει reset το μυαλό. Να επαναφορτίζει. Ποτέ απλώς… ν’ αράζουμε. Ζούμε με checklists και life hacks και bullet journals και habit trackers, ξεχνώντας να ρωτήσουμε πού πάμε τελικά; Και με ποιο τίμημα;
Το Κόστος της Τελειότητας
Κάθε τι που προβάλλεται ως “βελτίωση” έχει ένα κόστος που δεν μετριέται σε likes ή κιλά. Μετριέται σε ξενύχτια, σε κρίσεις άγχους, σε καρδιακούς παλμούς που ανεβαίνουν δίχως λόγο, σε δέρμα που δεν ξεκουράζεται, κάνοντας την υπερένταση είναι το νέο φυσιολογικό.
Δηλαδή, τι πληρώνουμε για να εξελισσόμαστε; Το burnout δεν έρχεται πια από υπερβολική εργασία. Έρχεται από υπερβολικό εαυτό. Αναζητώντας την τέλεια εκδοχή μας, γινόμαστε ξένοι προς εκείνη που έχουμε, σβήνουμε κομμάτια που δεν ταιριάζουν στο μοντέλο, σαν τη ροπή στη μελαγχολία, την ανάγκη για ακινησία, τη δυσκολία στις κοινωνικές επαφές. Ό,τι δεν «πουλάει» ως εξέλιξη, πετιέται. Οι σχέσεις φτωχαίνουν. Δεν μιλάμε πια για τα ελαττώματά μας. Δεν δείχνουμε τι δεν ξέρουμε. Είμαστε busy. Και μόνοι.
Πληρώνουμε επίσης με το φόβο της αποτυχίας, που δεν είναι πια φόβος, μα ντροπή. Αν δεν κάνεις κάτι να αλλάξεις, σημαίνει ότι έχεις αποτύχει. Ότι δεν είσαι αρκετά «πεινασμένος», αρκετά «πειθαρχημένος». Και τελικά… ποιος θυμάται να ζήσει το παρόν; Το μυαλό είναι πάντα στην επόμενη βελτίωση και ζωή μας περνάει σαν check-in σε αεροδρόμιο, με μια βαλίτσα γεμάτη ανασφάλειες και boarding pass που γράφει «next goal».
Το Δικαίωμα στη Μη-Παραγωγικότητα
Κάποιοι το λένε τεμπελιά, άλλοι κατάρρευση συστήματος. Λίγοι το λένε “ευλογημένη απραξία”. Το θείο τίποτα. Το «κάθομαι και κοιτάω το ταβάνι και μ’ αρέσει». Ναι, υπάρχει και αυτό. Και δεν χρειάζεται ούτε caption, ούτε απολογία. Υπάρχει μια σοφία σχεδόν αρχαϊκή στο να αφήνεσαι, στο να κάθεσαι σε ένα παγκάκι με φίλους και να μιλάτε επί μία ώρα για το αν ο ήλιος έχει αλλάξει απόχρωση φέτος. Να διαφωνείτε για το αν ο καφές στον συγκεκριμένο φούρνο έχει καεί λίγο παραπάνω. Να μη βγαίνει κανένα συμπέρασμα. Και να μην πειράζει καθόλου.
Γιατί ναι, ενίοτε η πιο επαναστατική πράξη δεν είναι η «βελτίωση», μα η ραθυμία. Το να κάτσεις. Να μην εξελιχθείς. Να μην κάνεις τίποτα απολύτως. Ούτε journaling, ούτε step goals, ούτε πρωτεΐνη σε σκόνη. Να μην «δουλεύεις τον εαυτό σου». Να τον αφήσεις λίγο ήσυχο να ξεκουραστεί. Κι αν κάποιος σε ρωτήσει τι έκανες σήμερα, ν’ απαντήσεις με στόμφο «Απολύτως τίποτα κι ήταν υπέροχο». Ας μιλήσουμε, λοιπόν, και για την αξία της ανίας. Της πλήξης. Του να χαζεύεις τον ανεμιστήρα ή να μετράς πόσα πλακάκια έχει η κουζίνα σου. Να κουβεντιάζεις χωρίς κανέναν σκοπό. Χωρίς agenda, χωρίς στόχους. Μόνο για να γελάσεις ή να σιωπήσεις μαζί με κάποιον. Το “αρκετά” καμιά φορά δεν είναι στάσιμη λίμνη, είναι καταφύγιο. Και αν πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στο επόμενο upgrade και σε μια μεσημεριανή τεμπελιά με τυρόπιτα, καφέ και χαζομάρες… ε, δεν είναι και τόσο δύσκολη η επιλογή. Ίσως τελικά, ο προορισμός δεν είναι να βελτιωνόμαστε διαρκώς, αλλά να βρούμε κάποιον να μας κοιτάξει και να μας πει «Έλα εδώ. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Είσαι ήδη εντάξει».
Αντώνης Μπατζιάς