Στις 8 Ιουνίου 1995 η τουρκική εθνοσυνέλευση ομόφωνα εξουσιοδότησε την κυβέρνηση της Τανσού Τσιλέρ να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, περιλαμβανομένων και των στρατιωτικών, εναντίον της Ελλάδας σε περίπτωση που επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Από εκείνη την περίοδο μέχρι και σήμερα η Αθήνα επαναλαμβάνει την πάγια θέση της, ότι «ο καθορισμός της έκτασης των χωρικών υδάτων αποτελούσε εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα, το οποίο θα ασκηθεί όταν κριθεί σκόπιμο».
Επίσης η άρση του casus belli έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των βασικών κριτηρίων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για πλήρη σεβασμό του διεθνούς δικαίου και της καλής γειτονίας, που αποτελεί θεμέλια αρχή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Eνωση.
Αυτό είναι ένα πολύ σύντομο ιστορικό της αιτίας κήρυξης πολέμου που είναι σε ισχύ από τη γείτονα, το οποίο μάλιστα έχει έρθει και πάλι στην επικαιρότητα με αφομή το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE της ΕΕ, ύψους 800 δισ. ευρώ και την προσπάθεια της Τουρκίας να περάσει από το «παράθυρο» η τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Αύριο Τρίτη το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων (ΣΓΥ) θα επικυρώσει τον κανονισμό, όπως αυτός συμφωνήθηκε στο τελευταίο συμβούλιο των μόνιμων αντιπροσώπων (Coreper).
Και μπορεί να είναι γνωστό ότι η απόφαση για τον μηχανισμό Safe πρόκειται να υιοθετηθεί με ειδική πλειοψηφία (QMV) και όχι ομοφωνία ο πρωθυπουργός όμως άνοιξε το θέμα συνδέοντας την άρση του casus belli με την πιθανότητα της συνεργασίας της Τουρκίας με την Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή άμυνα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στον ΣΚΑΪ άφησε να εννοηθεί ότι η όποια συμφωνία της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να τύχει ομοφωνίας, καθώς εμπίπτει, με την ευρεία έννοια, στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών. Ουσιαστικά ο κ. Μητσοτάκης παραπέμπει στις λεκτικές διατυπώσεις που περιλαμβάνονται στο τελικό κείμενο του υπό έγκριση κανονισμού Safe και η ανάγνωσή τους παραπέμπει στο άρθρο 212 της συνθήκης λειτουργίας της Ε.Ε. (ΣΛΕΕ) περί ομοφωνίας στη λήψη αυτών των αποφάσεων.
«Υπάρχει και μια πρόβλεψη», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, «η οποία δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς, ότι για να μπορέσει η Ε.Ε. να συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία με τρίτο κράτος-μέλος, υποψήφιο εν προκειμένω, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών-μελών».
Ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε πως «είναι σαφές ότι αν η Τουρκία επιθυμεί να μπει στα χρηματοδοτικά εργαλεία της ευρωπαϊκής άμυνας, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι δικαιολογημένοι προβληματισμοί και της Ελλάδας και της Κύπρου». Και σημείωσε τα εξής: «Για να γίνω πιο συγκεκριμένος και πιο σαφής: είναι 30 χρόνια από τότε που η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε το περιβόητο casus belli. Νομίζω ότι, 30 χρόνια μετά, έχει έρθει η ώρα να ζητήσουμε ευθέως από τους Τούρκους φίλους μας να το βγάλουν από το τραπέζι». Ο πρωθυπουργός είπε, χαρακτηριστικά, ότι «δεν γίνεται από τη μια να διεκδικείς να μπεις σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία και από την άλλη να εξακολουθεί να υπάρχει μια απόφαση η οποία απειλεί, ουσιαστικά, μια ευρωπαϊκή χώρα με πόλεμο, αν κάνει κάτι το οποίο έχει νόμιμο δικαίωμα να κάνει».
Ο διπλωματικός μαραθώνιος της Αθήνας ξεκίνησε από την παρουσίαση της πρότασης της Κομισιόν τον περασμένο Μάρτιο, ώστε να περιορίσει όσο το δυνατόν την ένταξη της Τουρκίας στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και να συνδιαμορφώσει τους όρους συμμετοχής της.
Βασικό εμπόδιο ήταν η νομική βάση υιοθέτησης του κειμένου του κανονισμού Safe, που προέβλεπε ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία από τους μονίμους αντιπροσώπους της Ε.Ε. Επομένως, η ελληνική πλευρά έπρεπε να πείσει το σύνολο των εταίρων για τα επιχειρήματά της. Αν και υπήρξε ευρεία κατανόηση εξαρχής με το επιχείρημα της Αθήνας και της Λευκωσίας για την ανάγκη πλήρους ευθυγράμμισης της Τουρκίας με την κοινή εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. –που θα αφορούσε και άλλες υποψήφιες προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρες–, η πλειονότητα των κρατών-μελών δεν επιθυμούσε διατύπωση που θα εξαιρούσε γενικά την Aγκυρα.
Το βασικό μήνυμα, άλλωστε, που ήθελε να περάσει η ΕΕ είναι πως ο κανονισμός Safe αποτελεί πρόσκληση προς όλους τους νατοϊκούς εταίρους, και τις ΗΠΑ. Επιπλέον, συγκεκριμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, καθώς και η Πολωνία έχουν ήδη προτεραιοποιήσει τη συνεργασία τους με την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Το Βερολίνο, μάλιστα, είχε διατυπώσει με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι δεν θα αποδεχόταν αποκλεισμό της Τουρκίας. Κατά κανόνα τουλάχιστον το 65% της αξίας κάθε έργου, που θα χρηματοδοτείται στο πλαίσιο του «εργαλείου» Safe, θα πρέπει να προέρχεται από αμυντικές εταιρείες στην Ε.Ε., στη Νορβηγία ή στην Ουκρανία, εκτός εάν η Κομισιόν συνάψει συμφωνία ασφάλειας –όπως υπεγράφη την περασμένη Δευτέρα με το Ηνωμένο Βασίλειο– και εμπορική συμφωνία αμυντικής βιομηχανίας με τρίτη χώρα.
Συμφωνία ασφάλειας για την Τουρκία θα είναι μάλλον απίθανη, καθώς απαιτείται εναρμόνιση με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) για κάθε υποψήφιο κράτος-μέλος, με την Aγκυρα να πληροί μόλις το 6% των κριτηρίων. Ωστόσο, «παράθυρο» για την Τουρκία αποτελεί η δυνατότητα σύναψης εμπορικής συμφωνίας που χρειάζεται ειδική πλειοψηφία και υπήρξε το «επίμαχο» ζήτημα το οποίο απασχόλησε την Αθήνα.
Γι’ αυτό ζητήθηκε από την Κομισιόν να υπάρξει συμπληρωματική δήλωση, που επισυνάφθηκε στα πρακτικά του Coreper της περασμένης Τετάρτης. Ωστόσο δεν έγινε δεκτή από τις νομικές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σύμφωνα με ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές, η προσπάθεια Αθήνας και Λευκωσίας να περιληφθεί ρητή αναφορά στο κείμενο του κανονισμού που θα παρείχε ουσιαστική «δικλίδα ασφαλείας».
Η Κομισιόν δεσμεύθηκε μέσω της συμπληρωματικής δήλωσης –σε σχέση με μελλοντικές συμφωνίες– για χρήση του άρθρου 212 της συνθήκης για τη λειτουργία της Eνωσης, βάσει του οποίου «οι συμφωνίες οικονομικού, χρηματοδοτικού και τεχνικού περιεχομένου της Eνωσης με τους υποψήφιους εταίρους αποφασίζονται με ομοφωνία». Υπήρξαν άλλωστε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που για τους δικούς τους λόγους, κυρίως λόγω διμερών διαφορών ή δύσκολων σχέσεων με υποψήφια κράτη-μέλη, επιθυμούσαν επίσης αυτή τη δέσμευση.
Επιχειρήθηκε επίσης να προστεθούν ειδικά κριτήρια για τη συμμετοχή αμυντικών βιομηχανιών τρίτων χωρών στο άρθρο 17 του κανονισμού, που αφορά τους όρους συμμετοχής τους.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, καμία εταιρεία εκτός της Ε.Ε., της Νορβηγίας ή της Ουκρανίας που συμμετέχει στις συμφωνίες κοινής προμήθειας δεν θα επιτρέπεται να παράγει περισσότερο από το 35% της αξίας αγοράς. Ωστόσο, το τελικό κείμενο επιτρέπει σε κάθε υπεργολάβο με λιγότερο από το 15% της αξίας να μετέχει σε συμφωνία, ενώ εξωτερικοί εργολάβοι δύναται να συνεισφέρουν 15% και έως 35% της τελικής αξίας των προϊόντων, υπό προϋποθέσεις. Αυτό ήταν και το σημείο που «κόλλησε» τις διαπραγματεύσεις τις τελευταίες εβδομάδες, κυρίως εξαιτίας της Γαλλίας που ήθελε να περιορίσει αρκετά τη συμμετοχή βρετανικών εταιρειών και να προωθηθεί ο κεντρικός στόχος της γύρω από το «αγοράζουμε ευρωπαϊκά».
Σύμφωνα με διπλωματικές στο κείμενο του κανονισμού διατυπώνεται σαφώς και οριζοντίως ότι η συμμετοχή τρίτης χώρας δεν θα πρέπει να απειλεί τα συμφέροντα της Ε.Ε. και των κρατών-μελών της, ενώ αφαιρέθηκαν στο τέλος –εκτός μίας– όλες οι αναφορές σε ομοϊδεάτες εταίρους. Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή της Τουρκίας δεν αποκλείεται από δυνάμει μελλοντικές διμερείς ή πολυμερείς συνεργασίες.
Σύμφωνα με πληροφορίες «παράθυρο» συμμετοχής τουρκικών αμυντικών εταιρειών θα δοθεί μέσω κοινοπραξιών και σχετικών συμφωνιών μετόχων.
Η Αθήνα κατέθεσε, μάλιστα, εθνική δήλωση στα πρακτικά του Coreper, όπου –ανάμεσα σε άλλα– εκφράζει την πεποίθηση ότι «η Κομισιόν και οι εταίροι θα σεβαστούν τις θεμελιώδεις αρχές σε όλα τα στάδια της εφαρμογής του Safe» και πως οι συμπεφωνημένες διατάξεις και ρυθμίσεις του μηχανισμού δεν θα αποτελέσουν «προηγούμενο» για μελλοντικά αμυντικά προγράμματα της Ευρώπης.
- Στην Εθνική Δήλωση της Ελλάδας στο COREPER της 21ης Μαΐου, η Αθήνα χαιρετίζει τη συμφωνία Κανονισμού για το SAFE, δηλώνοντας ότι η συνεργασία με «ομονοούντα τρίτα κράτη εκτός Ε.Ε., τα οποία ευθυγραμμίζονται με την κοινή μας εξωτερική πολιτική ασφάλειας και άμυνας» μπορεί να είναι επωφελής. Συγχρόνως, όμως, εκφράζει σοβαρότατες επιφυλάξεις και τονίζεται ότι: «Πρέπει να επιδεικνύεται εξαιρετική προσοχή όσον αφορά τη συμμετοχή τρίτων χωρών και των βιομηχανιών/νομικών οντοτήτων τους (αναδόχων και υπεργολάβων) όταν οι εν λόγω τρίτες χώρες δεν ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της ΚΕΠΠΑ, δεν συμμερίζονται τις θεμελιώδεις αξίες και αρχές της Ενωσης ή/και αντιβαίνουν στα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας της Ε.Ε. και όλων των κρατών-μελών της». Τέλος, Ελλάδα τονίζει ότι οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις, οι οποίες ελήφθησαν υπό καθεστώς εξαιρετικών περιστάσεων για τη στήριξη των επενδύσεων στην αμυντική βιομηχανία, «δεν επηρεάζουν ούτε δημιουργούν προηγούμενο για άλλα υφιστάμενα ή μελλοντικά αμυντικά προγράμματα της Ενωσης».
Επί της ουσίας, πάντως, η Αγκυρα δεν πρόκειται να επιχειρήσει τη συμμετοχή της στα προγράμματα ανάπτυξης της ευρωπαϊκής άμυνας με κάποια διακριτή συμμετοχή, αλλά μέσω εταιρειών που ως εργολάβοι ή υπεργολάβοι θα βρεθούν σε κοινοπραξίες ευρύτερων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα είναι εκείνη που οδήγησε τους Τούρκους προ μηνών να προχωρήσουν σε επενδύσεις, όπως η αγορά της ιταλικής Piaggio από την εταιρεία Baykar, η οποία μπορεί να ανήκει στον γαμπρό του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, λογίζεται ωστόσο οργανισμός ο οποίος δεν έχει απευθείας σχέσεις με την κυβέρνηση της Τουρκίας.
Στην Αγκυρα, επικρατεί ικανοποίηση από τις μέχρι στιγμής εξελίξεις που αφορούν την πιθανή συμμετοχή της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα, αν και εκφράζεται ενόχληση για τις ελληνικές προσπάθειες να την περιορίσει. Πηγές του υπουργείου Αμυνας της Τουρκίας ανέφεραν ότι «οι προσπάθειες να αγνοηθεί ο κρίσιμος ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή και η σημασία της για την ασφάλεια της Ευρώπης είναι καταδικασμένες να αποτύχουν». Και πρόσθεταν ότι «η μεταφορά των διμερών διαφορών σε πολυμερείς πλατφόρμες και η υιοθέτηση μιας στάσης περιθωριοποίησης της χώρας μας δεν είναι ούτε καλοπροαίρετο ούτε κι ένα σώφρον βήμα». Ενώ σημείωναν ότι «ως μέλος του ΝΑΤΟ και του ΟΑΣΕ και ως υποψήφια προς ένταξη χώρα της Ε.Ε., η Τουρκία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας με την αναπτυσσόμενη αμυντική βιομηχανία της, τον σημαντικό ρόλο της στην επίλυση περιφερειακών κρίσεων και τον ισχυρό στρατό της. Θα συνεχίσουμε να εξηγούμε την ισχύ της Τουρκίας σε όσους δεν την αντιλαμβάνονται».
Οι ίδιες πηγές κατέληγαν ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση παραμένει στρατηγικός στόχος για την Τουρκία, καθώς «η Τουρκία και η Ε.Ε. μοιράζονται μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα σε πολλούς τομείς, όπως η άμυνα και η ασφάλεια, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η πρόληψη της παράτυπης μετανάστευσης».