Ο πρωθυπουργός είπε αιχμηρά και με ειρωνικό τρόπο ώστε να μην επιδέχεται άλλη ερμηνεία (στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Σκάϊ και τη Σία Κοσιώνη) ότι “δεν θυμάται κάποια ανάληψη πρωτοβουλίας στα ελληνοτουρκικά μεταξύ του 2004 και του 2009”.
Και συνέχισε: «Αυτοί οι οποίοι έχουν ασκήσει εξωτερική πολιτική και δεν έχουν να δείξουν κάτι συγκεκριμένο, θα συνιστούσα να μην μεταμορφώνονται ξαφνικά σε επικριτές από την ασφάλεια και την απόσταση του πληκτρολογίου». Μπορεί να αξιοποίησε την “ειδική” αναφορά, από την δημοσιογράφο, στην κριτική που ασκεί εδώ και καιρό ο πανεπιστημιακός και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Καραμανλή, ωστόσο είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει αγωνία για την πολιτική επιδραστικότητα που έχουν τα συχνά σχόλια του Γιάννη Βαληνάκη.
Ο στόχος της αιχμηρής (και ειρωνικής) δήλωσης του πρωθυπουργού ήταν ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος μόλις πριν μερικές εβδομάδες είχε επισημάνει τον κίνδυνο να περιπέσει η Ελλάδα σε καθεστώς ομηρείας της Τουρκίας, και είχε διαφωνήσει με αυτό που εκείνος περιγράφει ως “πολιτική κατευνασμού”.
Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή -“βαθύς Ιούλιος”- ο κ. Μητσοτάκης αποδομεί την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων της Ν.Δ υπό τον Καραμανλή στα ελληνοτουρκικά, είναι, αν μη τι άλλο, περίεργο. Και ίσως είναι και ριψοκίνδυνο, δεδομένου ότι την στρατηγική εκείνης της πολιτικής στα ελληνοτουρκικά δεν εκπόνησε και δεν υλοποίησε ο καθηγητής Βαληνάκης- στο κάτω-κάτω, υφυπουργός ήταν.Τα πρόσωπα που συναποφάσιζαν την ελληνική στάση απέναντι στην Τουρκία ήταν ο ίδιος ο Καραμανλής, και οι δύο υπουργοί Εξωτερικών εκείνης της περιόδου: ο Πέτρος Μολυβιάτης (τον οποίο άπαντες- και ο πρωθυπουργός– αποχαιρέτισαν σχετικά πρόσφατα με εγκώμια για την σφραγίδα που έβαλε στην ελληνική διπλωματία), και η Ντόρα Μπακογιάννη. Σαφές;
Η έμμεση επίθεση στην εξωτερική πολιτική της διακυβέρνησης της Ν.Δ από το 2004 μέχρι το 2009 στοχεύει, ωστόσο, δε κάτι κατά πολύ υπέρτερο της όποιας κριτικής Βαληνάκη. Απαντά σε μία ολόκληρη σχολή σχετικά με την άσκηση εξωτερικής πολιτικής που εκτείνεται από τον Καραμανλή και τη Ντόρα, και φτάνει -σήμερα- στο Νίκο Δένδια.
“Σχολή” που επιδεικνύει εσχάτως έντονη κινητικότητα: α. οι εσωκομματικές ζυμώσεις στη Ν.Δ που αναδεικνύουν υποψήφιους διαδόχους, και, επιπλέον, οι ολοένα και συχνότερες παρεμβάσεις του υπουργού Άμυνας, β. η, φαινομενικά αθώα, απόφαση του Καραμανλή να αποκτήσει, αίφνης, διαδικτυακό βήμα (karamanlis.gr), γ. το υπό ίδρυση νέο κόμμα Σαμαρά με “πατριωτικό” πρόσημο.
Ακόμα κι αυτό, ωστόσο, εάν συνιστά πλέγμα λόγων που αιτιολογούν τις βολές Μητσοτάκη κατά της διακυβέρνησης Καραμανλή, ως προς τα ελληνοτουρκικά, δεν δικαιολογεί σε πρώτη ανάγνωση την επιλογή, χρονικά, και πολιτικά.
Μπορεί να απέτυχε η πολιτική των “ήρεμων νερών” εξαιτίας της κλιμάκωσης των τουρκικών προκλήσεων, είτε απευθείας, είτε “δι’ αντιπροσώπων” (Λιβύη), μπορεί, επιπλέον, η στρατηγική της Τουρκίας να αποφέρει κέρδη με την πρώτη φάση της συμμετοχής στο SAFE, την συμφωνία με Λονδίνο και Βερολίνο για τα Eurofighter (ίσως και με τους Meteor, εφόσον ανάψει το πράσινο φως και το Παρίσι), μπορεί, ακόμα, να παραπέμπεται η υπόθεση της πόντισης του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης σε ευνοϊκότερες “γεωπολιτικές συνθήκες”, όμως η κυβέρνηση είναι σχετικά εύκολο (;) να κλιμακώσει λίγο τους τόνους με την Τουρκία και να παραπέμψει στις καλένδες τις εκκρεμότητες.
Μόνο εάν ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι η κατάσταση θα γίνει δυσμενέστερη ως προς τα εθνικά μας συμφέροντα και θα κληθεί να λάβει δύσκολες αποφάσεις θα μπορούσε να αιτιολογηθεί η απόφαση να βάλει απέναντί του, όχι πιά τους “καραμανλικούς”, αλλά τον ίδιο τον Καραμανλή, ακόμα και τη Ντόρα Μπακογιάννη.
Την ώρα, ωστόσο, που η Ν.Δ θα δώσει τον νυν υπέρ πάντων αγώνα της αυτοδυναμίας την άνοιξη του 2027 (ουσιαστικά, ο ζωτικός πολιτικός χρόνος για την κυβέρνηση είναι λιγότερος από 18 μήνες), το να βάζει ο πρωθυπουργός απέναντί του ένα σημαντικό τμήμα της παράταξης, και μάλιστα αμφισβητώντας τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητά του στα εθνικά θέματα, ενέχει κινδύνους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να κάνει μία κρίσιμη επιλογή με σημαντικό ρίσκο: “μόνος μου και όλοι σας”. Εφόσον δεν υπάρξει ριζική αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού με την ανάδυση νέων κομμάτων, και παραμείνει ως έχει (δηλαδή, με αντιπολίτευση που δεν δύναται να εκπροσωπήσει το αφήγημα της πολιτικής αλλαγής), είναι πιθανό να κερδίσει, έστω και δύσκολα, το στοίχημα. Σε αντίθετη περίπτωση, το ρίσκο αυξάνει, οι πρωτοβουλίες, πάντως, του ανήκουν σε μεγάλο βαθμό. Σαν τα λευκά πιόνια στο σκάκι, όπως είπε.