Οι νοικοκυραίοι... Σοφία Βιδάλη

H πρόσφατη συζήτηση σχετικά με την γνωστή διαμάχη για τις δημόσιες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, επανάφερε στο δημόσιο λόγο μια φρασεολογία μετεμφυλιακής κοπής, βαθέως τύπου οικογενειοκρατίας και κυρίως, κοινωνικού διαχωρισμού, απαράδεκτου σε μια δημοκρατία.

 

Και ενώ τη συζήτηση έχει μονοπωλήσει το αν πρέπει ή όχι να αποτελεί ο χώρος του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη «στρατιωτική περιοχή», είναι εξίσου αξιοσημείωτο το πως η παρούσα θεσμική εξουσία αντιλαμβάνεται το λαό και τις λαϊκές διαμαρτυρίες.

 

Οι νοικοκυραίοι που θυμήθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ήταν ένα ιστορικά υπαρκτό «υποκείμενο» στην Ελλάδα και μάλιστα δεν εκπροσωπούσαν απαραίτητα εκείνους που ήταν με το «νόμο και την τάξη», αλλά κυρίως εκείνο το κοινωνικό στρώμα που αποτελείτο από ειδικευμένους εργάτες, βιοτέχνες, μαγαζάτορες κάθε είδους και ελεύθερους επαγγελματίες -τεχνίτες που είχαν δραστηριότητες στα αστικά κέντρα: Επρόκειτο για μια κοινωνική κατηγορία που τουλάχιστον στην Αθήνα σύμφωνα με το βιβλίο του του Νίκου Ποταμίανου (οι νυκοκυραίοι) αποτέλεσαν ένα μείγμα -υπόδειγμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού- από ανθρώπους και ομάδες που τις χαρακτήρισε η δημιουργικότητα, η ευρηματικότητα, η αγάπη για τη ζωή,  οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πρόγονοι της μεσαίας τάξης και αργότερα των μεταγενέστερων μικρομεσαίων μιας ελληνικής ιδιαιτερότητας που δεν αντιστοιχεί ακριβώς στη μεσαία τάξη, αν λάβουμε υπόψη τους

ειδικούς.

 

Οι νοικοκυραίοι δεν είχαν αμιγή ιδεολογικό προσανατολισμό, αλλά παρόλα αυτά μάλλον υπερείχαν οι συντηρητικοί ανάμεσά τους. Το γενικό τους προφίλ ήταν εκείνο του «μέσου συνετού – μετρημένου ανθρώπου», ενώ η επίκληση του όρου επηρεάστηκε και από τα φίλτρα της μετεμφυλιακής πραγματικότητας.

 

Η κατηγορία αυτή των επαγγελματιών όμως χάθηκε στο πέρασμα της Ιστορίας.

 

Σήμερα οι συνέπειες της αποβιομηχάνισης, η λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, με ότι αυτό σημαίνει για την αγορά, την οικονομία και τις επιδράσεις τους στις κοινωνικές σχέσεις, η συνεχής προσπάθεια  καταστροφής και διαγραφής από τη μνήμη των πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας  του 20ου αιώνα, η επικράτηση των αντιδημοκρατικών απόψεων αλλά και του λαϊκισμού στο δημόσιο λόγο, η καταστροφή της αυτοαπασχόλησης και στη συνέχεια η πρόσφατη κρίση, όλα αυτά, έχουν εξαφανίσει την συμπαθή τάξη των νοικοκυραίων: βιομηχανίες και βιοτεχνίες έκλεισαν, οι νέοι έφυγαν, η αγορά συρρικνώθηκε στον τουρισμό, τα κοινωνικά πρότυπα περιορίζονται στο πόσα έχεις στην ξιπασιά της άσκοπης επιδειξιομανίας, στο ναρκισσισμό του αυτοθαυμασμού των αρίστων και στην απαξίωση της γνώσης, της ευζωϊας, της πολιτικής ως τέχνης του μοιράζεσθαι τα δημόσια αγαθά.

 

Ό,τι χαρακτήριζε τους νοικοκυραίους έχει χαθεί και έχει μείνει μόνο η δυτικότροπη νοηματική ταύτισή τους με το «νόμο και την τάξη»,  με την  κοινωνική ακινησία και την αντίδραση σε κάθε τι το νέο, που στην Ελλάδα στιγματίστηκε και από την περίοδο της δικτατορίας.

 

Για ποιους νοικοκυραίους λοιπόν κάνουν λόγοι όσοι τους επικαλούνται; Και με ποιο απόθεμα γνώσης τολμούν και συγκρίνουν π.χ. τους πάλαι ποτέ υφασματέμπορους της Αιόλου, με το μονοπώλιο των φαγάδικων και των καφέ για τουρίστες;

 
Αλλά ακόμα και χωρίς τα παραπάνω οι δημόσιες διατυπώσεις περί νοικοκυραίων, δείχνουν την αριστοκρατική αντίληψη για το λαό που χαρακτηρίζει κάποιους ανθρώπους ή πολιτικούς χώρους και που  απέχει πολύ από την ιδέα και της πιο συντηρητικής δημοκρατίας.

 

Διότι αν είναι οι νοικοκυραίοι είναι αυτοί «που έχουν υγιείς (!) επιδιώξεις» – κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο- και αν οι νοικοκυραίοι «κουράστηκαν από την προσπάθεια επιβολής ιδεών» (δηλαδή υπάρχουν ιδέες με τις οποίες οι άνθρωποι γεννώνται και δεν τους επιβάλλονται;) και αν αυτοί οι νοικοκυραίοι «ακούγονται λιγότερο από όσο πρέπει», τότε οι άλλοι, αυτοί που αποφεύγει να χαρακτηρίσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, τι είναι;

 

Αυτοί που βγαίνουν στο Σύνταγμα και διαδηλώνουν, οι γονείς των θυμάτων των Τεμπών, ο Πάνος Ρούτσι, οι φοιτητές που ξυλοκοπήθηκαν αγρίως, οι εργαζόμενοι που θα δουλεύουν 13ωρα, όσοι διαδηλώνουν για να διαμαρτυρηθούν καθώς βλέπουν τη ζωή τους εδώ και πολλά χρόνια να διαλύεται, όλοι αυτοί δεν είναι «νοικοκυραίοι» – δηλαδή μετρημένοι άνθρωποι; Τότε τι είναι;

 

Ή μήπως στην αντίληψη των ιθυνόντων όσοι διαδηλώνουν και διαμαρτύρονται δημόσια είναι μπαχαλάκηδες, αλήτες, εγκληματίες, και καιροσκόποι; Κάπως θα πρέπει να απαντηθεί αυτό το ερώτημα ή να ανασκευαστούν οι χαρακτηρισμοί.

 

Διότι είναι σωστό να θυμόμαστε όλοι, ότι υπάρχει και ένα άρθρο 11 στο Σύνταγμα που κατοχυρώνει το «δικαίωμα του συνέρχεσθαι» και υποχρεώνει την Πολιτεία να προστατεύει και να διευκολύνει την άσκησή του.

 

Και αυτό είναι που ενοχλεί κατά τη γνώμη μου: οι δημόσιες συναθροίσεις διαμαρτυρίας και διεκδίκησης αποτελούσαν πάντα μία δοκιμασία για τα δημοκρατικά ανακλαστικά των κυβερνήσεων.

 

Όμως τα τελευταία χρόνια η υποχώρηση των λαϊκών και κοινωνικών κινημάτων είχε αμβλύνει από τη μνήμη τη σημασία αυτών των πρακτικών διεκδίκησης, που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία.

 

Η τραγική υπόθεση των Τεμπών και οι ιστορικές λαϊκές συγκεντρώσεις επανέφεραν -φαίνεται- το φόβο του «εχθρού λαού» στους ιθύνοντες. ΄Ετσι  η τελευταία πράξη αντίδρασης απέναντι στην απεργία πείνας του κ. Ρούτσι έβγαλε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας τους «νοικοκυραίους».

 

Έτσι διαπιστώσαμε ότι όσα χρόνια και αν περάσουν, η συντηρητική αντίληψη για την κοινωνία θα τρέμει πάντα τις δημόσιες συναθροίσεις και διεκδικήσεις και θα διαχωρίζει πάντα το λαό από τους  «νοικοκυραίους», πέρα και κόντρα σε κάθε κοινωνική πραγματικότητα και ιστορικό προηγούμενο. Γι αυτό και η συζήτηση για τον άγνωστο στρατιώτη, ίσως είναι μια συζήτηση που αποπροσανατολίζει και  «συγκαλύπτει» τη βασική ιδεολογική αντίληψη που την τροφοδοτεί.

 

τ. Καθηγήτρια Παντείου

 

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους