Φωνές από την πόλη της Γάζας : «Θα μείνουμε μέχρι το τέλος, δεν έχουμε σχέδιο Β»

Μόνικα Αρτινού

 

Οι  τηλεφωνικές επαφές των δημοσιογράφων της ισπανικής El Pais με τον  Ράμι Αμπού Τζαμούς, δημοσιογράφο στην πρωτεύουσα της Λωρίδας της Γάζας, ξεκινά με μια ερώτηση και μια απάντηση:

 

– Πώς είσαι;

 

– Ακόμα ζωντανός.

 

Ο Ράμι Αμπού Τζαμούς, δημοσιογράφος στην πόλη της Γάζας, μεταφέρει την εξάντληση και την πείνα των κατοίκων, οι οποίοι συχνά δεν έχουν τα μέσα για να διαφύγουν. Ο ίδιος, μαζί με χιλιάδες άλλους, έχει συνειδητά επιλέξει να παραμείνει στην πόλη παρά τους κινδύνους, ενώ αναφέρει την ωμότητα των βομβαρδισμών που προηγήθηκαν της επίθεσης, με τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας να δηλώνει ότι η Γάζα «καιγόταν».

 

Yπάρχει ένας ακόμη λόγος που πολλοί μένουν. Ο ισραηλινός στρατός διέταξε την εκκένωση ολόκληρης της πόλης της Γάζας, αλλά το κόστος είναι απαγορευτικό για τους περισσότερους, ειδικά μετά από πολλαπλούς εκτοπισμούς. «Το κόστος μετακόμισης μιας οικογένειας ξεπερνά τα 3.500 δολάρια», εξηγεί ένας κάτοικος στην ισραηλινή Haaretz.

 

Μια απλή διαδρομή με φορτηγό από την πόλη της Γάζας προς τις νότιες πόλεις Deir al-Balah ή Khan Yunis – μια απόσταση 14–25 χλμ. μπορεί πλέον να κοστίσει έως και 7.000 σέκελ (2.000 δολάρια) σε μετρητά.

 

Για όσους βασίζονται σε μεταφορές χρημάτων από το εξωτερικό, το ποσό αυξάνεται σε σχεδόν 3.900 δολάρια. «Για ποια γη, ποια πίστη, ποια πατρίδα, ποιον λαό, ποια αιτία είναι όλα αυτά;» είπε ένας κάτοικος στην εφημερίδα. «Είτε πληρώνεις, είτε πεθαίνεις παγιδευμένος στο βορρά».

 

Συχνά αποδέκτες των χρημάτων είναι οι Παλαιστίνιοι ταγματασφαλίτες, που συνεργάζονται με τον ισραηλινό στρατό.

 

Μια ιστορική διάσταση προσθέτει βάθος στην κατανόηση της σημερινής κατάστασης. Ο Χουσσάν Λουμπάντ, ένας 60χρονος κάτοικος, συγκρίνει τον τρέχοντα εκτοπισμό με τη Νάκμπα, την “Καταστροφή” του 1947-1949, κατά την οποία 750.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν από τα εδάφη τους.

 

Η Νάκμπα, ως το αρχικό σημείο αναφοράς για τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων, παραμένει ένα ισχυρό σύμβολο της απώλειας και της αντίστασης για τον λαό της Γάζας, συνδέοντας το παρελθόν με τις σημερινές προκλήσεις.

 

Οι περισσότεροι κάτοικοι της Γάζας σήμερα είναι απόγονοι αυτών των προσφύγων, γεγονός που εντείνει το αίσθημα της απώλειας και της επανάληψης της ιστορίας. Ο Λουμπάντ, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του στη Μπέιτ Λάχια, εκφράζει την απελπισία του για τη συνεχή φυγή και την προοπτική μιας σκληρής ζωής σε σκηνές στη νότια Γάζα.

 

Ανάμεσα στις ιστορίες επιβίωσης ξεχωρίζει η αφοσίωση του Δρ. Μοχάμεντ Σάλεχ, ο οποίος επέστρεψε στην πόλη της Γάζας για να στηρίξει την ομάδα του στην ιατρική μονάδα Al Awda. Παρά τους κινδύνους και τις δυσκολίες μετακίνησης, αυτός και οι συνάδελφοί του παραμένουν προσηλωμένοι στην παροχή φροντίδας σε όσους την έχουν ανάγκη.

 

Ο Δρ. Σάλεχ περιγράφει τους βομβαρδισμούς ως “φρικτούς”, σημειώνοντας ότι στόχευαν “σπίτια όπου κοιμόντουσαν άνθρωποι”,

 

 

Οι συνθήκες διαβίωσης των εκτοπισμένων οικογενειών είναι εξίσου τραγικές. Ο Δρ. Σάλεχ μοιράζεται την εμπειρία της δικής του οικογένειας, που ζει με τον κουνιάδο του στο Ντέιρ ελ-Μπάλαχ.

 

Εκεί, περισσότερες από οκτώ οικογένειες στριμώχνονται σε μόλις τέσσερα δωμάτια, με την έλλειψη χώρου να είναι τόσο έντονη που ο γιος του αστειεύεται ότι κοιμούνται όρθιοι.

 

Τι κάνουν όσοι αποφασίζουν να φύγουν από τον Βορρά για να σώσουν τα παιδιά τους αλλά δεν έχουν χρήματα; Η οικογένεια Qadir περπάτησε έξι ώρες κατά μήκος της παραλιακής οδού Al-Rashid της Γάζας.

 

«Κάναμε βάρδιες», λέει ο Qadir. «Μερικές φορές έσπρωχνα το αναπηρικό καροτσάκι της μητέρας μου, άλλες φορές η γυναίκα μου κουβαλούσε ένα από τα παιδιά. Αν κάποιο από τα παιδιά κουραζόταν, το κρατούσαμε για 10 λεπτά και συνεχίζαμε να προχωράμε. Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ