Φωτεινή Λαμπρίδη
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κάνει σημαία την υπόσχεση για «brain regain» για την επιστροφή δηλαδή των νέων επιστημόνων που έφυγαν κατά χιλιάδες εν μέσω κρίσης, στη χώρα.
Ωστόσο η εικόνα που μας δίνει η πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας, για το δημογραφικό και το ελληνικό brain drain είναι αποκαλυπτική. Η έρευνα συνδέει τη φυγή των νέων με το δημογραφικό, επισημαίνοντας πως αν δεν σταματήσει η «αιμορραγία» του δυναμικού, κάθε συζήτηση για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας θα παραμένει «κενό γράμμα».
Η αποδημία των Μεταναστών Υψηλής Εξειδίκευσης δεν συνδέεται μόνο με την οικονομική κρίση, αλλά κυρίως με την αναζήτηση εργασίας που να ανταποκρίνεται στο επίπεδο σπουδών των νέων, να προσφέρει προοπτικές εξέλιξης, αξιοπρεπείς απολαβές και, κυρίως, καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι «καλύτερες εργασιακές συνθήκες» προηγούνται ως κίνητρο ακόμη και των υψηλότερων μισθών. Αυτό καταδεικνύει πόσο έχουν υποβαθμιστεί οι όροι εργασίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η έλλειψη αξιοκρατίας, οι περιορισμένες ευκαιρίες εξέλιξης και η αναζήτηση πιο ανοιχτών και ανεκτικών κοινωνιών προστίθενται στους βασικούς λόγους φυγής. Για πολλούς, η γνωριμία με διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα και η αίσθηση κοινωνικής ασφάλειας που αυτά προσφέρουν είναι εξίσου σημαντικά.
Από τη σταθερή εργασία στην επισφάλεια
Η φυγή δεν αφορά μόνο τους αποφοίτους πανεπιστημίων υψηλής εξειδίκευσης. Η σταδιακή αποδόμηση της σταθερής και πλήρους απασχόλησης από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα έχει πλήξει μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης κυριαρχούν, η προστασία από απολύσεις έχει μειωθεί και η μισθολογική συμπίεση έχει γίνει καθεστώς.
Η περίοδος των μνημονίων έδωσε την χαριστική βολή: ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% σε σχέση με τα επίπεδα της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, ενώ θεσπίστηκε ο «υποκατώτατος» μισθός για νέους έως 25 ετών, μειωμένος κατά 32%. Παράλληλα, η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη επιδείνωση συνθηκών εργασίας στην Ευρώπη. Η αύξηση των εργατικών ατυχημάτων, που το 2022 ήταν κατά 11,7% υψηλότερη από το 2021, υπογραμμίζει την υποβάθμιση της ασφάλειας στην εργασία.
Οι νέοι χωρίς προοπτική
Οι νέοι 17-34 ετών βιώνουν την επισφάλεια ακόμη πιο έντονα. Ένας στους τρεις δυσκολεύεται να καλύψει τις μηνιαίες ανάγκες του, ενώ το 12,2% χρειάζεται να δανείζεται συχνά για να ανταπεξέλθει. Σχεδόν το 36% δηλώνει ότι οι δεξιότητές του είναι υψηλότερες από αυτές που απαιτεί η εργασία του, ποσοστό που εκτοξεύεται στο 48,3% για όσους έχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό.
Η αναντιστοιχία σπουδών και εργασίας είναι εκτεταμένη. Το 30,9% εργάζεται σε αντικείμενο άσχετο με τις σπουδές του. Δεν είναι τυχαίο ότι το 37,3% σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό (το 14,4% απαντά «σίγουρα» και το 22,9% «μάλλον»), ενώ το ποσοστό για τους κατόχους μεταπτυχιακού ή διδακτορικού το ποσοστό αγγίζει το 36,8%.
Στις ηλικίες 17-24, το 44,4% δηλώνει πρόθεση μετανάστευσης, ενώ ένα μικρό αλλά αυξανόμενο ποσοστό σχεδιάζει να εργαστεί εξ αποστάσεως για το εξωτερικό, παραμένοντας στην Ελλάδα.
Η αναντιστοιχία και η ανάγκη για πολιτική αλλαγή
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και του CEDEFOP (Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης) ,επιβεβαιώνουν το πρόβλημα. Η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση στην ΕΕ ως προς το πλεόνασμα δεξιοτήτων των νέων επαγγελματιών και στην πρώτη όσον αφορά την αναντιστοιχία σπουδών–εργασίας στους νέους πτυχιούχους. Συνέπεια αυτού είναι οι χαμηλότεροι μισθοί, η μειωμένη εργασιακή ικανοποίηση και η αίσθηση ότι οι δυνατότητες των εργαζομένων δεν αξιοποιούνται.
Το φαινόμενο της φυγής νέων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς ριζικές παρεμβάσεις. Η έρευνα καταλήγει ότι απαιτούνται αξιοπρεπείς μισθοί, σταθερή εργασία, μείωση του χρόνου εργασίας και αντιστοίχιση της προσφοράς με τη ζήτηση δεξιοτήτων. Διαφορετικά, η συζήτηση για την υπογεννητικότητα των νέων ανθρώπων θα παραμένει κενή, αφού χωρίς ασφάλεια και προοπτική, η επιλογή της παραμονής στην Ελλάδα θα συνεχίσει να μοιάζει με ρίσκο που λίγοι είναι διατεθειμένοι να πάρουν.
Η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων αλλά και εργατικού δυναμικού εξειδικευμένου σε χρήσιμες τεχνικές εργασίες, δεν είναι απλώς κοινωνικό πρόβλημα. Είναι και ζήτημα εθνικής στρατηγικής. Αν η Ελλάδα θέλει να αναστρέψει το brain drain, θα πρέπει να δώσει στους νέους όχι μόνο λόγους να μείνουν, αλλά και την πεποίθηση ότι εδώ μπορούν να ζήσουν, να δημιουργήσουν και να προοδεύσουν.