Η ηθοποιός Μαρία Καλλιμάνη, στη δουλειά της, θέλει να προτείνει και να παίρνει τα πράγματα στα χέρια της.
Λογικά, αυτή τη στιγμή, πρέπει να ετοιμάζει τις βαλίτσες της για τη Νάπολη και το Teatro Nuovo, εκεί που θα κάνει πρεμιέρα ο «Γυάλινος κόσμος» – η παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί σε σκηνοθεσία του σημαντικού Ιταλού Αντόνιο Λατέλλα και εν συνεχεία θα ανέβει στη Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης. Βρίσκει πολύ δημιουργικό πως θα παίξει σε ένα κοινό που δεν ξέρει την γλώσσα της, αφού αγαπά τις προκλήσεις, όπως λέει.
Βέβαια, αυτή είναι μόνο μια από τις συνεργασίες, με διεθνές πρόσημο για τη Μαρία Καλλιμάνη καθώς σηματοδοτεί ένα από τα πιο πολυταξιδεμένα πρόσωπα του ελληνικού σινεμά στα κινηματογραφικά φεστιβάλ του εξωτερικού. Από το «Σπίτι» του Αθανάσιου Καρανικόλα του 2012 με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Βερολίνο μέχρι το «Κρέας» του Δημήτρη Νάκου που αυτό το Σεπτέμβριο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο.
Παρόλα αυτά, η Μαρία Καλλιμάνη επιμένει να διατηρεί ένα προφίλ ήρεμης δύναμης και να δουλεύει μεθοδικά, με σταθερό βηματισμό. Παιδί του «Εμπρός» και του Τάσου Μπαντή, κινηματογραφική ανακάλυψη του Γιάννη Οικονομίδη, αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Ελληνικού Κινηματογράφου για την προηγούμενη τριετία, έχει συλλέξει εμπειρίες που αθροίζονται πια σε 28 χρόνια αφοσιωμένης δουλειάς. Κι ίσως, μόλις τώρα, να έχει αρχίσει κάτι μέσα της να «κουνιέται» στην προοπτική να αναλάβει περισσότερα ρίσκα, – πες τις και ευθύνες.
Για όλα αυτά, η Μαρία Καλλιμάνη μιλάει με μέτρο, δίχως θόρυβο και το σπουδαιότερο με το πρόσωπο της να φωτίζεται από την ανεπιτήδευτη λάμψη ενός χαμόγελου και μιας καλής διάθεσης που, όσα χρόνια θυμάμαι, δεν την έχει ποτέ εγκαταλείψει.
Έχεις υπάρξει πιο αθόρυβη από ότι θα ήθελες αυτά τα 28 χρόνια που είσαι στη δουλειά; Πιστεύεις ότι είναι μια παρεξήγηση ή ότι πράγματι συμβαίνει;
Ισχύουν και οι δύο αναγνώσεις. Από τη μια, είναι παρεξήγηση γιατί οι δικοί μου άνθρωποι με γνωρίζουν ως μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία εκφράζει όταν κάτι δεν της αρέσει. Έχω και έντονα στοιχεία ως χαρακτήρας. Από την άλλη, από μικρή παλεύω με την εικόνα του καλού παιδιού – που, όμως, μέσα του βράζει. Πάντα φρόντιζα να μη να δώσω λανθασμένη εντύπωση, ήμουν ενοχικό άτομο, φοβόμουν τις ενστικτώδικες αντιδράσεις. Ευτυχώς, με τα χρόνια έχω καταφέρει να μην το φοβάμαι και με τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας, συνειδητοποιώ πως δεν χρειάζεται να είμαι τέλεια ή πάντα καλή. Μπορώ να διαφωνώ και να το πω – αν και μου πήρε χρόνο για να το υπερασπιστώ. Πλέον, είναι πιο σαφής η θέση μου κοντά στην ελεύθερη έκφραση και μέσα μου ζει πιο άνετα, έχει γίνει ανάγκη. Από την άλλη, εξακολουθώ να είμαι ο άνθρωπος που θα βρεθεί σε ένα χώρο και δεν θα πει «εγώ είμαι» – δεν μου ταιριάζει. Εφόσον η δουλειά μου είναι τόσο έντονη και έχει μια διαρκή επαφή με το κοινό, ήθελα πάντα να περνώ απαρατήρητη – κι αυτό ήταν μια μορφή ελευθερίας. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, που κάνω τηλεόραση κι έγινα πιο αναγνωρίσιμη σταμάτησα να φοβάμαι να μου εκφράζουν οι άλλοι το θαυμασμό ή την εκτίμηση τους· απεναντίας την υποδέχομαι με μεγάλη χαρά.
Από μικρή παλεύω με την εικόνα του καλού παιδιού – που, όμως, μέσα του βράζει
Άργησε η αναγνωρισιμότητα μετά από 28 χρόνια στη δουλειά;
Ήρθε σταδιακά. Τα 15 πρώτα χρόνια δούλεψα αυστηρά στο θέατρο. Μετά μπήκα στο σινεμά και χάρη στη Μαγιού Τρικεριώτη γνωρίστηκα με τον Σύλλα Τζουμέρκα όπου και έπαιξα στη «Χώρα Προέλευσης». Σε λιγότερο από ένα μήνα, έχοντας γνωρίσει τον Ερρίκο Λίτση, βρίσκομαι να κάνω πρόβες με το Γιάννη Οικονομίδη στο «Μαχαιροβγάλτη». Εκεί πορώθηκα, εισέβαλα στον μαγικό του κόσμο, αναδείχθηκε ένα κομμάτι μου πιο αλήτικο που ξέφευγε από το «καλό παιδί». Αυτό δεν μπορούσα να μην το ακολουθήσω· η μια ταινία έφερνε την άλλη με πολύ ωραίους σκηνοθέτες. Και μαζί άρχισε να έρχεται και η αποδοχή του χώρου.
Η τηλεόραση, όμως, διεύρυνε την αποδοχή.
Είχα ήδη δουλέψει με τον Πάνο Κοκκινόπουλο στο «Νυχτερινό δελτίο» και με τη Πηγή Δημητρακοπούλου στο «Δέκα». Βέβαια, με τον covid ήρθε η έκρηξη προτάσεων σε θεατρικούς ηθοποιούς – έτσι και σε ’μένα. Έκανα πραγματικότητα και το όνειρο της μαμάς μου που συχνά μου έλεγε «παιδί μου, πήγαινε να παίξεις στην τηλεόραση»! Στην τηλεόραση βρήκα πολλά υλικά του σινεμά, απλώς σε πάρα πολύ γρήγορους κι επώδυνους ρυθμούς. Γι’ αυτό και αφοσιώθηκα μόνο εκεί, αφήνοντας λίγο πίσω το θέατρο.
Είσαι κατ’ εξοχήν κινηματογραφική ηθοποιός και μάλιστα ταξιδεμένη και βραβευμένη σε μεγάλα φεστιβάλ.
Πράγματι, έχω ταξιδέψει πολύ με τις ταινίες στις οποίες έχω συμμετέχει – στο Φεστιβάλ Βερολίνου, στο Φεστιβάλ Βενετίας και σε πολλά άλλα.
Μήπως έχεις αφήσει υποφωτισμένη την πλευρά της φεστιβαλικής κινηματογραφικής ηθοποιού;
Δεν το έχω προτάξει, είναι αλήθεια. Δεν αισθάνθηκα την ανάγκη, ούτε είναι δική μου δουλειά να περιαυτολογήσω. Κι επειδή αυτό συνέβη πολλές φορές σε ταινίες που συμμετείχα, άρχισα να το θεωρώ λίγο φυσιολογικό από ένα σημείο και μετά. Χαίρομαι που ανήκω στην ομάδα των ανθρώπων, -ανάμεσα σε σκηνοθέτες, ηθοποιούς, διευθυντές φωτογραφίας – που έχουμε βγάλει το ελληνικό σινεμά προς τα έξω. Έχοντας κάνει σπουδές αρχαιολογίας και έχοντας την τύχη να δουλέψω τρία χρόνια με τον Πέτρο Θέμελη στην αρχαία Μεσσήνη μέσα σε μια ομάδα Γερμανών, Άγγλων, Αυστραλών, Ιταλών έμαθα να δουλεύω με ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Έμαθα να ξεφεύγω από τον τοπικό τρόπο, να ανταλλάσσω εμπειρίες με άλλους ανθρώπους που κάνουν την ίδια δουλειά, και τελικά να ισορροπώ και να προσγειώνομαι για να συνεχίσω να περπατώ με σταθερό βήμα. Φυσικά, για να μην παρεξηγηθώ, χρειάζεται ένα μέτρο, ξέρω πως κάνω μια δουλειά που έχει ανάγκη την αποδοχή. Απλώς, χωρίς να ρέπω προς την πλευρά του «κοιτάξτε με» μα ούτε και του «μη με κοιτάτε».
Πορώθηκα όταν μπήκα στον κόσμο του Γιάννη Οικονομίδη, αναδείχθηκε ένα κομμάτι μου πιο αλήτικο
Μιλώντας για εξωστρέφεια και διεθνείς συνεργασίες, πως προέκυψε η φετινή συνεργασία με τον σημαντικό Ιταλό Αντόνιο Λατέλλα;
Γνωριστήκαμε πριν από τρία χρόνια, τυχαία, γιατί ο Αντόνιο έρχεται συχνά στην Αθήνα καθώς περνάει καιρό στη Νίσυρο. Γίναμε πολύ φίλοι. Με είδε στο θέατρο, είδα κι εγώ παραστάσεις του στο Picollo Teatro, στο Εθνικό Θέατρο της Ρώμης, στο Φεστιβάλ Νάπολης. Συνειδητοποιήσαμε πως υπάρχει μια συγγένεια και αναζητούσαμε τη στιγμή που θα συνεργαστούμε. Καταφέραμε να φτάσουμε στον «Γυάλινο κόσμο» με μια πίστη σε αυτό το εγχείρημα που δεν έχω ξαναβιώσει. Εν τω μεταξύ, είναι για μένα η πρώτη φορά όπου κίνησα εγώ διαδικασίες μιας παράστασης· είχα φυσικά ένα σκηνοθέτη που με παρότρυνε, αλλά ασχολήθηκα με όλες τις λεπτομέρειες της παραγωγής.
Και θα έχετε ένα πολύ ενδιαφέρον βάπτισμα στη Νάπολη.
Ναι! Καθώς ο Αντόνιο χαίρει μεγάλης εκτίμησης στη χώρα του, όπως στη Γερμανία και στην Αυστρία, θα συμμετέχουμε με το «Γυάλινο κόσμο» στο διεθνές τμήμα του Φεστιβάλ Νάπολης όπου θα παίξουν και παραστάσεις του Μπομπ Γουίλσον, του Γιαν Φαμπρ, του Ευριπίδη Λασκαρίδη και μάλιστα σε ένα θέατρο απ’ όπου ο Αντόνιο ξεκίνησε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης με δάσκαλο του τον Βιτόριο Γκάσμαν.
Αναρωτιέμαι αν ο «Γυάλινος κόσμος» δίνει ένα σήμα: Έχει έρθει μια ανάγκη να δουλεύεις σε παραστάσεις όπου θα είσαι ο κεντρικός άξονας;
Ναι, δεν ξέρω αν είναι συνειδητό, πάντως θέλω να κάνω πιο ενδιαφέροντες ρόλους. Φυσικά, δεν θα έλεγα όχι και σε προτάσεις που οι κεντρικοί άξονες θα ήταν περισσότεροι από ένας – όπως συνέβη στις συνεργασίες μου με το Νίκο Μαστοράκη. Απλώς, μέχρι πρότινος, ακολουθούσα στο κάλεσμα ενός σκηνοθέτη, μιας ομάδας, δεν αναζητούσα ρόλους. Και τώρα σαν να έχει έρθει η στιγμή να δοκιμαστώ περισσότερο. Εξάλλου, είναι μια ευθύνη να λειτουργείς ως κεντρικός άξονας. Μπορώ να πω ότι μπαίνω σε μια φάση ενηλικίωσης, ειδικά στο θέατρο. Έχω παίξει για πολλά χρόνια με πολύ άξιους ηθοποιούς, και ήταν αυτοί που σήκωναν το μεγαλύτερο βάρος στην εκάστοτε παράσταση – όχι εγώ.
Σε τρομάζει αυτό ή το βλέπεις σαν μια ακόμα περιπέτεια;
Αυτή τη φορά, κυρίως χάρη στον Αντόνιο, δεν αισθάνομαι ότι είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πηγαίνει να φανεί ο φόβος, αλλά υπερτερεί η χαρά της περιπέτειας. Κι ομολογώ πως με έναν τρόπο – μέσα από αυτή τη διαδικασία και την αυτογνωσία που προσφέρει η δουλειά – επιδιώκω να αισθανθώ πιο ολόκληρη σαν άνθρωπος.
Ξέρω πως κάνω μια δουλειά που έχει ανάγκη την αποδοχή. Απλώς, χωρίς να ρέπω προς την πλευρά του «κοιτάξτε με», μα ούτε και του «μη με κοιτάτε»
Δεν θα ξεχάσω την αντικατάσταση που έκανες σε μια εβδομάδα στο «Colossus» – μια απαιτητικότατη παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου δίνοντας μια σημαντική ερμηνεία. Τελικά, πόσο έτοιμη για όλα είσαι;
Μου αρέσουν οι προκλήσεις, με ιντριγκάρουν. Αλλά, κάποιες φορές, ίσως βάζω φρένο στον εαυτό μου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Θάνος ήταν εξαιρετικά υποστηρικτικός. Γενικότερα, πάντως έχω τη διάθεση να ρισκάρω.
Επίσης, έχω την αίσθηση ότι επιδιώκεις να κάνεις αναφορές στη ρίζα σου. Δηλαδή, ως παιδί του Τάσου Μπαντή, ο «Γυάλινος κόσμος» δεν μου μοιάζει τόσο τυχαίο γεγονός.
Ναι, παρόλο που δεν ήταν μια δική μου η πρόταση. Ξαφνιάστηκα όταν μου το πρότεινε ο Λατέλλα και φυσικά ο συνειρμός ήταν κοινός: Ήταν μια ιστορική παράσταση αυτή του Δημήτρη Μαυρίκιου για το «Εμπρός» απ’ όπου και ξεκίνησα.
Είσαι παιδί των σκηνοθετών ή μια ηθοποιός που προτείνει;
Είμαι ηθοποιός που προτείνω και παίρνω τα πράγματα στα χέρια μου. Θέλω να υπάρχει ένα πάρε- δώσε με το σκηνοθέτη. Τις περισσότερες φορές διεκδικώ και έχω το χώρο μου. Θεωρώ ότι είμαστε συνδημιουργοί. Και τώρα ο Αντόνιο έχει ένα πολύ ισχυρό πλαίσιο αλλά μέσα σε αυτό λειτουργώ με άξονα την αλληλεπίδραση.
Μπορώ να πω ότι μπαίνω σε μια φάση ενηλικίωσης, ειδικά στο θέατρο
Σε έχουν καθορίσει οι συνεργασίες μέσα στο επάγγελμα;
Ένας σκηνοθέτης που αγαπώ πάρα πολύ και, ξεκάθαρα, μου έχει ανοίξει δρόμους είναι ο Νίκος Μαστοράκης. Φυσικά, με όλους τους σκηνοθέτες που έχω συνεργαστεί – από το Βασίλη Νικολαϊδη και τον Αντώνη Αντύπα (που πλέον δεν ζουν), το Στάθη Λιβαθινό, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, το Νίκο Χατζόπουλο, τη Λένα Κιτσοπούλου, τον Ακύλλα Καραζήση, τη Λίλο Μπορ – με όλους έχω ανταλλάξει πράγματα και έχω επικοινωνήσει. Κάθε συνάντηση ήταν, με ένα τρόπο, γόνιμη – χωρίς αυτό να σημαίνει πως ευδοκίμησαν όλες οι παραστάσεις. Απλώς με το Νίκο αισθάνομαι μια συγγένεια, η οποία ωρίμασε στις τρεις φορές που δουλέψαμε μαζί. Επίσης, στον κινηματογράφο τι να πω για τον Γιάννη Οικονομίδη και το πόσο με έχει καθορίσει· όπως επίσης ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, ο Θανάσης Καρανικόλας, ο Τάσος Μπουλμέτης ενώ πρόσφατα συνεργάστηκα υπέροχα με τον Φίλιππο Τσίτο, τον Βασίλη Κεκάτο και τον Δημήτρη Νάκο – η τελευταία μας συνεργασία «Κρέας» από τη Feelgood συμμετείχε δε στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Κι επίσης, η πολύ πρόσφατη συνεργασία με το Νίκο Κουτελιδάκη για τους επερχόμενους «Αθώους» στο Mega: Μια, κινηματογραφικού επιπέδου, δουλειά. Αν και γενικότερα διαπιστώνω, από την εμπειρία μου στις «Άγριες Μέλισσες» και στους «Πανθέους», ότι έχουμε ένα σπουδαίο δυναμικό στην τηλεόραση – απλώς δεν διατίθεται ο κατάλληλος χρόνος.
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις περιοχές που έχεις δουλέψει, που αισθάνεσαι πιο αποτελεσματική και ο εαυτός σου;
Εν πρώτοις, θα σου έλεγα στο σινεμά γιατί είναι το μέσο τέτοιο: Θα κάνεις τις πρόβες σου και κάθε σκηνή θα την γυρίσεις μέσα σε μια μέρα. Απαιτεί να βγάλεις την αλήθεια σου εδώ και τώρα κι αυτό του δίνει μια πιο αναρχική διάσταση. Στο θέατρο, επίσης, αισθάνομαι οικεία, ωστόσο εκεί υπάρχει η δυσκολία της καθημερινής επανάληψης: Πως σπας αυτή τη συνήθεια; Την ίδια ώρα είναι ο χώρος της μεγάλης άσκησης, εκεί ο ηθοποιός μπαίνει σε μια διαδικασία εκπαιδευτικού διαλογισμού. Συνεπώς δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα κάνω μόνο σινεμά. Αλλά οι εναλλαγές σε πολλά μέσα αλληλοτροφοδοτούν το σύστημα μου, με απελευθερώνουν από τα περιττά.
Αισθάνεσαι ότι έχεις αναπτύξει μια προσωπική γλώσσα;
Σίγουρα έχω κι εγώ τις ευκολίες μου – κάποιες τις ξέρω κιόλας – αλλά αυτή η εναλλαγή είναι ένας τρόπος να φεύγω από την πεπατημένη. Δεν ξέρω αν έχω γλώσσα, ξέρω πως θέλω να με οδηγεί το έργο, ο ρόλος, η εποχή, ο σκηνοθέτης· μου αρέσει να το ψάχνω.
Με έναν τρόπο – μέσα την αυτογνωσία που προσφέρει η δουλειά – επιδιώκω να αισθανθώ πιο ολόκληρη σαν άνθρωπος
Πάντως, θα έλεγες πως σε αφορά η συλλογή εμπειριών – δεδομένου πως έχεις έχεις κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα, σε βαθμό που θα έλεγα πως είσαι ακατάτακτη.
Δεν αγαπώ τις ταμπέλες, έχω δουλέψει σε εμπορική σκηνή δύο φορές με το Γρηγόρη Βαλτινό – ο οποίος είναι και εξαιρετικός σκηνοθέτης και δεν μπορώ να αμφισβητήσω την αγάπη του για το θέατρο. Δοκιμαζόμουν σε μια σκηνή, άλλες φορές πετυχαίνοντας κι άλλες αποτυγχάνοντας. Κι όπως έχει πει Πίτερ Μπρουκ – όπως μου το μετέφερε η Λίλο Μπορ από τη διαδικασία της πρόβας τους – «να μην επηρεάζεστε από τις κριτικές, δείτε ότι κάθε μέρα κάνετε κάτι καινούργιο».
Ανάμεσα στους ρόλους που έχεις αναλάβει δεν δίστασες να μπεις και στο διοικητικό κομμάτι συμμετέχοντας ως Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου – από όπου πρόσφατα παραιτήθηκες. Τι κρατάς από αυτή την εμπειρία;
Ήταν μια ωφέλιμη και δύσκολη εμπειρία. Η πρόταση ήρθε από ανθρώπους του χώρου σε μια φάση όπου το ΕΚΚ άλλαζε ΔΣ κάθε έξι μήνες. Είχαν συσσωρευτεί προτάσεις σεναρίων και παραγωγής χρόνων ολόκληρων. Και καθώς για χρόνια συζητούσα με συναδέλφους όσα μας πονούσαν για τον ελληνικό κινηματογράφο στην Ελλάδα, θέλησα να προσφέρω. Ήταν ευτυχής η συγκυρία να μαζευτούμε άνθρωποι του χώρου με μια τρομερή σύμπνοια. Διαφωνούσαμε, ωστόσο δεν χανόταν το κίνητρο να νοικοκυρευτούν, κάπως, τα πράγματα. Στην αρχή αντιμετωπίσαμε πολλά τεχνοκρατικά ζητήματα, διαθέσαμε πάρα πολύ προσωπικό χρόνο, μα με πίστη και συναδελφικότητα, δουλέψαμε πάρα πολλές ώρες αφιλοκερδώς για να συνταχθεί ο νέος εσωτερικός κανονισμός του ΕΚΚ, να διαβαστούν όλες οι προτάσεις που είχαν κατατεθεί με αποτέλεσμα κάθε τέσσερις μήνες από την υποβολή μιας πρότασης των δημιουργών υπήρχε πάντα απάντηση. Είμαι περήφανη για τη δουλειά που κάναμε σε έναν οργανισμό που τον χαρακτηρίζει η παθογένεια. Και μπαίνοντας σε αυτόν τον ιστορικό οργανισμό γνώρισα πολύ αξιόλογους ανθρώπους που δουλεύουν με γνώση για το ελληνικό σινεμά ως αφανείς ήρωες.
Δεν αγαπώ τις ταμπέλες, έχω δουλέψει σε εμπορική σκηνή δύο φορές με το Γρηγόρη Βαλτινό – ο οποίος είναι και εξαιρετικός σκηνοθέτης
Ποιο παραμένει το μεγάλο πρόβλημα για τον ελληνικό κινηματογράφο;
Η ελλιπής χρηματοδότηση αφού στην Ευρώπη είμαστε η τελευταία, κατά αναλογία κονδυλίων για το σινεμά, χώρα. Ακόμα και τα βαλκανικά κράτη διαθέτουν περισσότερα χρήματα. Μεσολάβησε αυτή η μεταβατική περίοδος για να ενωθεί ο ΕΚΟΜΕ με το ΕΚΚ και θέλω να ελπίζω πως δεν θα πάει χαμένη η δική μας προσπάθεια. Δυστυχώς, στην Ελλάδα υπάρχει μια παρανόηση: Οι άνθρωποι του ελληνικού σινεμά δεν είναι χομπίστες, είναι επαγγελματίες με σοβαρή τεχνογνωσία – ισάξια των συναδέλφων του εξωτερικού και όταν βρίσκονται οι κατάλληλες συνθήκες διαπρέπουν. Αν δίνονταν χρήματα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία. Θυμώνω και στενοχωριέμαι που δεν την έχουμε.
Σε τι είδους συμπεράσματα κατέληξες κατά την επαφή με το υπουργείο Πολιτισμού; Νοιάζονται για την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή;
Αισθάνομαι πως η εκάστοτε ηγεσία του ΥΠΠΟ και οι άνθρωποι του κινηματογράφου δεν γνωρίζονται καλά· υπάρχουν προκαταλήψεις και από τις δύο πλευρές και αξιόλογοι άνθρωποι να προσφέρουν εκατέρωθεν. Η φροντίδα, λοιπόν, δεν είναι αρκετή. Το σινεμά και γενικά πολιτισμός χρειάζεται κι άλλη στήριξη. Τα χρήματα είναι ελάχιστα και είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης και ύπαρξης δομών για να δοθούν περισσότερα.
Πιστεύεις ότι αν ο ελληνικός κινηματογράφος χρηματοδοτούνταν αξιοπρεπώς, θα βλέπαμε περισσότερες ταινίες να ταξιδεύουν εκτός Ελλάδας;
Τα τελευταία 15 χρόνια υπήρξε ένα μεγάλο ενδιαφέρον από ξένους παραγωγούς να συμμετέχουν σε ελληνικές ταινίες. Αυτή η συνέργεια θα μπορούσε να λειτουργήσει αν ο Έλληνας παραγωγός έπαιρνε ένα ικανοποιητικό ποσό για αρχή – αλλιώς πως θα βρει συμπαραγωγούς; Σίγουρα αν διατεθούν περισσότερα χρήματα θα κινηθούν αποτελεσματικότερα οι διαδικασίες. Το στοίχημα, όμως, δεν είναι να βγούμε έξω με το ελληνικό σινεμά αλλά το ελληνικό κοινό να έρθει σε μεγαλύτερη επαφή με τις εγχώριες ταινίες. Όταν δοθούν περισσότερα χρήματα θα δούμε καλύτερες mainstream ταινίες – κι όχι μία ανά τρία χρόνια όπως ήταν η «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή. Κι αυτό χρειάζεται σπουδή στα σενάρια γιατί κι εκεί πάσχουμε. Πρώτο μέλημα των Ελλήνων κινηματογραφιστών δεν είναι να βρουν το κοινό τους έξω – είναι και αυτό – αλλά να βρουν το κοινό τους στη χώρα τους.
Πώς σχολιάζεις την υπόθεση εκπροσώπησης στα Όσκαρ από πλευράς του ΥΠΠΟ;
Με λύπησε πάρα πολύ. Βρήκα αδιανόητο τον γενικό χειρισμό. Σε όλες τις χώρες του κόσμου, τα μέλη των Ακαδημιών Κινηματογράφου ψηφίζουν για την ταινία που θα σταλεί – και το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει στην Ελλάδα εδώ και χρόνια.
Ακούγοντας σε όλη αυτήν την ώρα, μου επιβεβαιώνεται πως είσαι ένας άνθρωπος που αποπνέει καλή διάθεση. Από που έρχεται αυτό;
Νομίζω από την οικογένεια μου: Έτσι θυμάμαι τη γιαγιά και τη μητέρα μου, τον μπαμπά μου. Ένα πολύ δυνατό βίωμα από τους γονείς μου είναι πως δεν ασχολούνταν με τίποτα κακόβουλο, ούτε καν με απλά κουτσομπολιά. Στους γονείς μου έχω δει τη χαρά της δημιουργίας χωρίς να έχουν ποτέ τη διάθεση να παραμερίσουν τους άλλους για να υπάρξουν αυτοί. Ο μπαμπάς μου δεν ζει εδώ και χρόνια, μα πάντα τον θυμάμαι με ένα κέφι· κι ενώ ήταν δεινός έμπορος έκανε τη δουλειά του να μοιάζει σαν παιχνίδι. Σκεπτόμενη τον πατέρα μου, πάντα παίρνω δύναμη και μαζί με τη μητέρα μου, μου δίδαξαν αγάπη για τη ζωή. Κι αυτή είναι μια κοινή για όλα τα αδέρφια της οικογένειας Καλλιμάνη. Εκτός από αυτή τη στάση στα πράγματα, πήρα και μια πολιτική στάση ζωής: Είναι τόσα πολλά αυτά που μας διαλύουν – η ακροδεξιά, η κλιματική καταστροφή του πλανήτη, οι πόλεμοι που μας ζώνουν – είναι τόση πολλή η τοξικότητα που λαμβάνουμε και αισθάνομαι ότι δεν πρέπει να το αναπαράγω, απεναντίας να αντιστέκομαι σε αυτό.
Είναι πολιτική στάση να είναι κανείς καλοπροαίτερος και καλοσυνάτος. Η καλοσύνη δεν πηγαίνει μαζί με το φόβο, συμπορεύεται με τη γενναιότητα.
Λες λοιπόν πως η καλοσύνη είναι πολιτική θέση;
Ακριβώς! Είναι πολιτική στάση να είναι κανείς καλοπροαίτερος και καλοσυνάτος. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως σκύβει το κεφάλι και φοβάται. Η καλοσύνη δεν πηγαίνει μαζί με το φόβο, συμπορεύεται με τη γενναιότητα. Ειδικά στην εποχή μας. Δεν πρέπει να είμαστε παθητικά, αλλά ενεργητικά καλοί.
Πώς αλλιώς αντιστέκεσαι στην καθημερινή κοινωνική πίεση;
Καταρχάς, υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που συμβαίνουν στη χώρα μας και είναι θλιβερά ή ντροπιαστικά. Η υπόθεση των Τεμπών, λόγου χάρη. Διαρκώς προσπαθώ να κατανοήσω την ανθρώπινη φύση και το θέατρο είναι μια τέχνη ανθρωπιστική. Από εκεί και πέρα μου δίνει μεγάλη χαρά να συναντώ τους φίλους μου, με το σύντροφο μου Αντώνη Ιορδάνου που έχουμε κοινή πορεία 12 χρόνων, με ηρεμεί η επαφή με τη φύση – όση ακόμα έχει σωθεί. Όλα αυτά δημιουργούν για μένα μια συνθήκη εσωτερικής αντίστασης, ελπίζοντας ότι θα συναντηθεί με την παρόμοια σκέψη κι άλλων ανθρώπων που βιώνουν την ίδια ασφυκτική πίεση. Δεν μπορώ να μην σκεφτώ τους εθελοντές που σπεύδουν στις πυρκαγιές, τους υγιειονομικούς που πολεμούν σε ένα σύστημα υγείας εξαιρετικά υποβαθμισμένο. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως υπάρχουν κι άλλες ήρεμες δυνάμεις εκεί έξω και, κάπως, παρηγοριέμαι και συγκινούμαι.
Ποια είναι τα εύθραυστα σου κομμάτια;
Η απώλεια του πατέρα μου συνέβη σε μια ευαίσθητη ηλικία για όλα τα αδέρφια και σίγουρα δεν θα έμπαινα στο θέατρο αν δεν είχε χαθεί ο μπαμπάς μου· είχε μια θεραπευτική δράση η δουλειά αυτή στην περίπτωση μου και τελικά προχώρησα μέσα της. Ήταν ένα δώρο που μου έφερε αυτή η απώλεια, όσο οδυνηρή κι αν ήταν. Κάτι ακόμα που με πληγώνει διαχρονικά είναι όταν κάποιος στέκεται καχύποπτος και δεν μου δείχνει εμπιστοσύνη. Αλλά γι’ αυτό έχουν αξία οι ανθρώπινες σχέσεις: Γιατί μπορεί, τελικά, να καταφέρω να κερδίσω την εμπιστοσύνη του.
Στελλα Χαραμη